Πάμε Θέατρο: «Δυτική Αποβάθρα» του Bernard-Marie Koltès | Είδαμε την παράσταση!
Λίγο πριν το φετινό ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου δώσει σκυτάλη στις καλοκαιρινές του περιοδείες, είδαμε την πρεμιέρα της παράστασης «Δυτική Αποβάθρα» την Πέμπτη 5 Ιουνίου στη Νέα Σκηνή- Νίκος Κούρκουλος. Πέρα από την ισχυρή πένα του Koltès και τη γερή διανομή του, η παράσταση είχε τραβήξει την προσοχή μας για τον σκηνοθέτη του, το Ludovic Lagarde που συνεργάζεται με το Εθνικό στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελλάς-Γαλλία Συμμαχία 2014» και πλέον μπορούμε να γράψουμε ιδίοις όμμασι πως πρόκειται για μια παράσταση που αξίζει να μνημονεύουμε και συνακόλουθα να κοινωνούμε μαζί σας.
Καθώς δεν έχει ξανανέβει το συγκεκριμένο έργο στη χώρα μας, να κάνουμε μια συνοπτική χρονολογική αναφορά. Ο Μπερνάρ Μαρία Κολτές γεννήθηκε το 1948, ερωτεύτηκε το θέατρο στην ηλικία των 20 και στη σύντομη ζωή του (προσβλήθηκε από τον ιό HIV) έγραψε 12 θεατρικά έργα που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη δραματουργία. Το παρόν έργο με πρωτότυπο τίτλο «Quai Ouest» πρωτοπαίχτηκε το 1985 σε σκηνοθεσία Patrice Chéreau.
Η υπόθεση στήνεται σε μια κακόφημη εγκαταλειμμένη συνοικία όπου οι συνθήκες διαβίωσης δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σε καμία περίπτωση ανθρώπινες. Σε αυτή τη συνοικία θα βρεθεί ο Κοχ, ένας πουλημένος οικονομικός διευθυντής που καταχράστηκε τις καταθέσεις καλογριών, ο οποίος θέλει να θέσει ένα τέλος στη ζωή του. Κοντά του, η Μονίκ, η προσωπική του βοηθός την εταιρεία προσπαθεί να τον αποτρέψει από την αυτοκτονία. Σε αυτό το βιότοπο επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, με τους Σαρλ και Φακ να τραμπουκίζουν και να επιδίδονται στο ευκαιριακό χρήμα και τις άνομες πράξεις. Η Σεσίλ (μητέρα του Σαρλ) είναι μια γυναίκα άρρωστη που προσπαθεί να επιβάλει τη γνώμη της, ενώ ο άντρας της, ο Ροντόλφ παρασιτεί μαζί της στον σκουπιδότοπο που προσπαθούν να αποκαλέσουν σπίτι. Η κόρη τους η Κλερ, ένα κορίτσι στην πρώτη της εφηβεία προσπαθεί να γνωρίσει τον έρωτα και να μάθει το σωστό σε μια νοσηρή οικογενειακή κατάσταση, ενώ ο Άμπαντ, ανήκοντας σε μια διαφορετική φυλετική ομάδα, επιδίδεται σε μια βασανιστική σιωπή μην μπορώντας να ενταχθεί στην κοινωνία στην οποία ζει. Αυτοί οι ήρωες πάλλονται με την ολοκληρωτική παρακμή που τους καταπίνει σαν την κινούμενη άμμο και προσπαθούν να επιβιώσουν ή ακόμη περισσότερο να συμβιώσουν αφήνοντας ωστόσο τις ατομικές τους διαφορές να μπουν εμπόδιο σε οποιαδήποτε μορφής επικοινωνία αναπαράγοντας στερεότυπα και «γονιμοποιώντας παράσιτα». Χαρακτηριστικά η Σεσίλ θα πει «αυτή η γειτονιά είναι γεμάτη σκυλιά. Το πρωί υπηρετούν και γλύφουν τα παπούτσια των ανθρώπων και το βράδυ ικανοποιούν την πείνα και τη λύσσα τους».
«Εδώ, λοιπόν, στη μεγάλη χώρα του θεάτρου, την αναστατωμένη, την πληγωμένη από την οικονομική κρίση, σ’ αυτήν θα παίξουμε τη ‘Δυτική αποβάθρα’. Στην Αθήνα, σήμερα», σημειώνει για την παράσταση ο Λουντοβίκ Λαγκάρντ και δε θα μπορούσε -κατά τη γνώμη του γράφοντος- ο θεατής της παράστασης να μην διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο συνομιλεί το έργο με την αναγνωρίσιμη κοινωνία και τους ανάγλυφους χαρακτήρες τους οποίους προσωπικά αισθάνομαι πως είχα γνωρίσει κάποτε σε ένα αδιέξοδο κάπου στην Κωνσταντινουπόλεως, στον Κεραμεικό. Η επιλογή του συγκεκριμένου έργου, στο Εθνικό μας Θέατρο, τη δεδομένη κοινωνικοπολιτική περίοδο με τις τερατώδεις συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης και των συνεχώς εκκολαπτόμενων κοινωνικών προβλημάτων που ενυπάρχουν στην κοινωνία μας και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο ανεβαίνει τη βλέπω πολύτιμη και καίρια, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν επικίνδυνη. Τους δύο πρώτους χαρακτηρισμούς διακρίνετε εύκολα από τον σκελετό του κειμένου μου, ενώ τον τρίτο χαρακτηρισμό τον αποδίδω στην έμφυτη τάση του μέσου θεατή να αποστραφεί προτού συζητήσει επαρκώς ένα κείμενο και την ενυπάρχουσα σε αυτό σκέψη κάποιου συγγραφέα όταν καταλάβει πως θίγεται κι ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση όμως, άπαξ και συνδέσουμε ένα έργο, ένα χαρακτήρα, μια παράσταση ή έστω μια κατάσταση με τον εαυτό μας, έχουμε περάσει ήδη στο πεδίο του προβληματισμού και των προσωπικών αναζητήσεων. Τα σκηνικά του Antoine Vasseur κυριαρχούν διαμορφώνοντας ένα σκηνικό χώρο που λέει από μόνο του μια ιστορία, την παρακμή και τη σηψαιμία των σύγχρονων αστικών μικρόκοσμων που ενυπάρχουν και επηρεάζουν οργανικά την κοινωνία μας, άλλοτε με τη μορφή γκετοποιήσης κι άλλοτε ως αντιδιαστολή σε αυτό που υποστηρίζουν κατ’ αρχήν οι περισσότερες (σημερινές) κοινωνίες, την ανάπτυξη και το πλέον αυτονόητο (;), το σεβασμό προς το άλλο. Σε αρκετά σημεία της πλοκής, στεκόμουν στο ανάγλυφο ανομοιόμορφο σχέδιο που δημιουργούσαν οι ξεφτισμένες μπογιές πάνω στις δυο τεράστιες κολώνες που παραπέμπουν στις κολώνες που στηρίζουν τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους.
Η ερμηνευτική γραμμή που έχει δοθεί από τον Lagarde οπτικοποιεί με μεγάλη πειστικότητα τους «αφανείς» συμπολίτες μας, ενώ κατά μια διεστραμμένη οπτική εξέλαβα τη σωματική παρουσία των ηθοποιών σαν μια έκθεση φωτογραφίας σύγχρονων ανθρώπων που βιώνουν το κάθε τι ανθρώπινο με μη ανθρώπινο τρόπο. Να σας δώσω ένα παράδειγμα που εύχομαι να το δείτε αν όχι φέτος (καθώς η παράσταση ανεβαίνει για μικρό αριθμό παραστάσεων) την επόμενη θεατρική σεζόν ώστε να μπορέσετε να με επαληθεύσετε ή να με διαψεύσετε, αλλά το σκηνικό με το δάπεδο καλυμμένο με άμμο που σχεδόν «καταπίνει» τους ηθοποιούς, ενώ εμβόλιμα βλέπουμε σκηνές, όπως τη πρώτη σωματική επαφή μιας έφηβης κοπέλας ή ένα μεσήλικο ζευγάρι να δείχνει πως δεν έχει νιώσει ποτέ την ασφάλεια της ανθρωπιάς, είναι εικόνες που τα οπτικά και τη οπτικά μου αισθητήρια έχουν «φωτογραφήσει». Εντύπωση μου προκαλεί η επιλογή μιας στάσης σχεδόν απαθούς σε ορισμένα σημεία που θα μπορούσε να κυριαρχήσει ο μελοδραματισμός και να χανόταν η αίσθηση του έργου και ο σχολιασμός των χαρακτήρων, γεγονός που φανερώνει την πρόθεση να μην κρίνουμε είτε αρνητικά ή θετικά κανένα χαρακτήρα, αλλά μια παρασιτική κατάσταση που συμφωνεί με το σύγχρονο άνθρωπο. Συνολικά, επικράτησε η αρμονία στις ερμηνείες και παρά τις κλιμακωτές και διαδοχικές κλιμακώσεις διατηρήθηκε το μέτρο και η γνησιότητα των ηρώων.
Από τις ερμηνείες δεν κρίνεται σκόπιμο να ξεχωρίσουμε κάποια, καθώς ήταν πολύ δυνατό το συνολικό αποτέλεσμα, με όλους τους συντελεστές να βάζουν τα δυνατά τους. Παραπάνω από ικανοποιητικές ήταν οι ερμηνείες των Δ. Λάλου, Μ. Ναυπλιώτου, Ν. Χατζόπουλου,Γ. Κοτανίδη και Θ. Μπαζάκα. Να αναφέρουμε ωστόσο, δυο νέα παιδιά που είδαμε στη διανομή, το Γιάννη Νιάρρο που υποδύεται τον Φακ και την Αναστασία-Ραφαέλλα Κονίδη που στάθηκαν αξιοπρεπώς σε δυο δύσκολους χαρακτήρες, ιδιαίτερα σε δυο στιγμιότυπα που ήθελαν να αφήσεις πολλά στο πλάι για να δώσεις μια καλή ερμηνεία κι αναφέρομαι σε έναν ερωτικό διάλογο που είχαν και στην σκηνή του «έρωτα». Τη διανομή συμπληρώνει ο Μιχάλης Αφολάγιαν (Blasted) με ένα ρόλο χωρίς ουσιαστική αλληλεπίδραση με τους συμβίους του, ο οποίος λέει πολλά χωρίς να χρειαστεί να αρθρώσει λέξη. Σαφώς υπήρξαν ορισμένα «σαρδάμ» ή λιγότερο δυνατά σημεία σε συγκριμένες σκηνές του έργου, αλλά είναι μικρής σημασίας συλλογιζόμενοι τόσο τις «παρενέργειες» μιας πρεμιέρας όσο και το βάρος του λόγο στο έργο του Koltès το οποίο δεν μπορεί να σηκώσει κανείς εύκολα.
Σημαντική δουλειά πέραν του σκηνοθέτη και του σκηνογράφου για τους όποιους έχει γίνει ήδη αναφορά έκανε ο Sébastien Michaud με τον ατμοσφαιρικό, σχεδόν μυσταγωγικό φωτισμό που σχεδίασε, η Εύα Ναθενά με τα κοστούμια-σφραγίδες των ηρώων, ο Γρηγόρης Ρέντης που σχεδίασε τα βίντεο με τα αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων και με το πλεούμενο στο τέλος της παράστασης, ενώ τέλος, ο ήχος του David Bichindaritz διεισδύει στην τραγικότητα και τη φύση των χαρακτήρων του έργου.
Κοιτώντας πανοραμικά το θεατρικό χώρο, ήταν μια χρονιά που δόθηκε χώρος σε έργα βαθιά πολιτικά που συνδέθηκαν από τη μήτρα τους με το σήμερα, όπως το αριστούργημα του Τάρλοου με γνώμονα το Blasted της Σάρα Κέιν, το Άγγιγμα του Βυθού και Πολιτισμός: Μια Κοσμική Τραγωδία του Δημήτρη Δημητριάδη (το πρώτο με τη μορφή αναλογίου στο αφιέρωμα της Στέγης και το δεύτερο σε σκηνοθεσία Γ. Σκουρλέτη στο ΙΜΚ) αλλά και κλασικά έργα που συζήτησαν ανοιχτά με το σήμερα τόσο βάσει θεματολογίας όσο και βάσει σκηνοθεσίας, όπως ο Ρινόκερος του Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Μοσχόπουλου, ο Ριχάρδος ΙΙ του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Ε. Παπακωνσταντίνου και οι «Αλεπούδες» της Dawn King σε σκηνοθεσία Ε. Σκότη. Η Δυτική Αποβάθρα (όπως και το Μεφίστο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) νομίζω πως λειτουργεί ως τον ιδανικό επίλογο της σεζόν και ως μια αφορμή για ένα περαιτέρω διάλογο για το ρόλο του θεάτρου στη (μετα)βαλλόμενη χώρα μας αλλά και τη φύση της κοινωνίας και του ανθρώπου γενικότερα στο βιόκοσμο που τείνουν να ονομάζουν «πλανητικό χωριό» άγαρμπα και επίπονα παρά τις αποκλίσεις που άθελα (;) κάνουμε καθημερινά και κρύπτουμε κάτω από το φόβο ή τον εγωισμό μας.
Ας κλείσουμε με μια από τις φωτογραφίες του Πάτροκλου Σκαφιδά για την παράσταση και να σας στρέψω το ερώτημα «ποιον έχουμε περισσότερο ανάγκη; Τον αδερφό, το φίλο, τον εαυτό μας ή/και τον κάθε απέναντι για να ζήσουμε; Γιατί εδώ ίσως χρειάζεται να διαχωρίσουμε ξανά τα ομόρριζα αλλά επουδενί συνώνυμα ρήματα ζω-βιώνω-επιβιώνω-συμβιώνω.
Ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Ludovic Lagarde
Δραματουργία: Marion Stoufflet
Σκηνικά: Antoine Vasseur
Φωτισμοί: Sébastien Michaud
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Βίντεο: Γρηγόρης Ρέντης
Ήχος: David Bichindaritz
Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Βαμβούκος
Φωτογράφος της παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Διανομή (αλφαβητικά)
Μιχάλης Αφολάγιαν Αμπάντ
Αναστασία-Ραφαέλλα Κονίδη Κλερ
Γιώργος Κοτανίδης Ροντόλφ
Δημήτρης Λάλος Σαρλ
Θέμις Μπαζάκα Σεσίλ
Μαρία Ναυπλιώτου Μονίκ
Γιάννης Νιάρρος Φακ
Νίκος Χατζόπουλος Κοχ
Info:
Η παράσταση «Δυτική Αποβάθρα» σε σκηνοθεσία Ludovic Lagarde δίνει σήμερα την πρώτη της παράσταση για το κοινό και θα δώσει συνολικά 7 παραστάσεις 06-15/6 στη Νέα Σκηνή-Νίκος Κούρκουλος, ενώ θα επαναληφθεί με τη νέα σεζόν.