Πάμε Θέατρο: Ένας θεατής με απωθημένα, του Αναστάση Πινακουλάκη
Την προηγούμενη Κυριακή παρακολούθησα μια παράσταση που προορίζεται για ανήλικο κοινό και βλέποντας τα μαγεμένα προσωπάκια των μικρών προσπάθησα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την πρώτη θεατρική παράσταση που είδα. Όμως για μένα η πρώτη φορά δεν ήταν στη νηπιακή ηλικία, αλλά στα 18 μου κι αυτό έχει σημασία για έναν άνθρωπο που αγαπά το θέατρο προτού καν το γνωρίσει, σαν ένα παιδί που περιμένει το καλοκαίρι για να φάει παγωτό, να κάνει μπάνιο στη θάλασσα και να δει τα ξαδέρφια του στο χωριό. Από τότε που με θυμάμαι ήθελα να βρίσκομαι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο θέατρο, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό.
Νήπιο ακόμα, βρεθήκαμε οικογενειακά σε μια παράσταση κουκλοθεάτρου με δώρα και φαγητό για τους μικρούς θεατές. Το διοργάνωνε κάποιος δήμος. Έβλεπα τις κούκλες επηρεασμένες από τα παραμύθια που γνώριζα κι απορούσα πως μιλάνε. Στην επιστροφή προς το σπίτι κανένας δε θα μου απαντούσε. Έτσι για πολλές νύχτες θα έβλεπα στον ύπνο μου εμένα σε ένα άδειο θέατρο να επεξεργάζομαι τις κούκλες κι εκείνες να μου λένε παραμύθια κι άλλα παράλογα πράγματα όπως το παίξω μαζί τους και να τους πω εγώ τι θέλω ν’ ακούσω.
Μαθητής γ’ δημοτικού, βρέθηκα σε ένα θέατρο για να δω μια επίδειξη χορευτικής ομάδας όπου συμμετείχε συγγενικό πρόσωπο. Με μάγεψε ο τρόπος που κινούνταν οι χορεύτριες κι άλλαζαν κοστούμια. Στο τέλος της παράστασης όλοι έφυγαν από το θέατρο, μες το πλήθος η μαμά μου με έχασε από το οπτικό της πεδίο. Πήγα γρήγορα στην τουαλέτα σα να το είχα προμελετήσει το σχέδιο. Περίμενα εκεί κλεισμένος, μέχρι να φύγουν όλοι από το θέατρο, ώστε να τρυπώσω στην σκηνή και να χορέψω κι εγώ με τα αξεσουάρ της χορογραφίας. Δεν υπολόγισα όμως ότι η καθαρίστρια του θεάτρου θα με έβλεπε προτού ανέβω στην σκηνή και θα ενημέρωνε την ανήσυχη μάνα μου που περίμενε στην είσοδο του θεάτρου. Έτσι όπως τα έφεραν τα πράγματα θα έπρεπε να πω ως δικαιολογία ότι χάθηκα κι επειδή δεν έβρισκα τους δικούς μου μπήκα ξανά στο θέατρο για να τους βρω.
Δευτέρα βράδυ, μαθητής στ’ δημοτικού, στο φροντιστήριο για μάθημα αγγλικών. Η δασκάλα μου είχε πάει το προηγούμενο βράδυ στο Badminton να δει το Cats με την παρέα της. Περιέγραφε τις χορογραφίες, τα τραγούδια, τη σωματική γλώσσα των ηθοποιών και το παιχνίδι με το κοινό με το πρόσωπο της να φωτίζει από ενθουσιασμό. Μετά σχολίασε την τιμή των προϊόντων του κυλικείου με αφορμή τη σοκολάτα που αγόρασε στο διάλειμμα και της κόστισε 5 ευρώ. Εκείνη την στιγμή όντας παιδί, δεν ξέρω τι ζήλεψα περισσότερο, τη λαχταριστή σοκολάτα ή τη θεατρική παράσταση με τους χορευτές και τα κοστούμια που εντυπωσίασαν τη δασκάλα μου. Έβαλα αμήχανα το χέρι στην τσέπη μου κι έπιασα ένα 50λεπτο που είχα. Στην επιστροφή θα έπαιρνα γαριδάκια για να πάρω την τάπα Yu-gi-oh που έκρυβαν μέσα. Το βράδυ θα κλειδωνόμουν στο μπάνιο, θα έκλεινα τα μάτια μου και θ’ άρχιζα να χορεύω μέχρι να μου φέρουν ανακατωσούρα τα γαριδάκια που έφαγα λαίμαργα δίχως να με χορτάσουν.
Μαθητής λυκείου πια, Πέμπτη βράδυ, στο μάθημα γαλλικών. Το φροντιστήριο διοργάνωνε μια εκδρομή στο Μέγαρο Μουσικής για να δούμε μια γερμανίδα σοπράνο σε ένα ρεσιτάλ που είχε κάνει πάταγο στην Ευρώπη. Το εισιτήριο κόστιζε 30 ευρώ. Την ίδια μέρα είχα αρνηθεί για άλλη μια φορά να πάω σε μαθητική εκδρομή που κόστιζε 24 ευρώ φθηνότερα. Το ίδιο βράδυ θα τυλιγόμουν με ένα σεντόνι, θα κυκλοφορούσα στο σπίτι και θα κοιταζόμουν στον καθρέφτη σα να μου απένειμαν κάποιο σημαντικό βραβείο για να καταλήξω λίγο αργότερα στο μπάνιο κλαίγοντας με το Back to Black της Amy Winehouse.
Πρωτοετής φοιτητής του Παιδαγωγικού θα κρατούσα πλέον το πρώτο μου Αθηνόραμα με εξώφυλλο το Rent που σκηνοθέτησε η Θέμις Μαρσέλλου στο Θέατρο Χώρα. Αγαπούσα από μικρός τα μιούζικαλ κι έτσι δίχως να ξέρω το Rent, ήξερα πως ήθελα να το γνωρίσω. Η αφελής μου σκέψη τότε ήταν πως αυτό το έργο ανεβαίνει μόνο στο θέατρο και πως αν δε δω την παράσταση θα χαθεί από τον κόσμο μου. Στις σελίδες του περιοδικού βλέπω ένα διαγωνισμό που κλήρωνε προσκλήσεις για το Rent, έστειλα το sms και μου απάντησαν πως κέρδισα. Το να κερδίσεις σε διαγωνισμούς είναι κάτι κοινό στις μέρες μας, αλλά για μένα τότε ήταν η ευκαιρία μου να δω για πρώτη φορά θέατρο. Θυμάμαι τα μάτια μου να γουρλώνουν με το νούμερο του Άρη Πλασκασοβίτη ως Angel, να βουρκώνουν στα δραματικά σημεία του έργου όπως το δραματικό φινάλε, και φυσικά το βράδυ επιστρέφοντας ανάμεσα στους δρόμους με τα κόκκινα φαναράκια, να μην συνειδητοποιώ πως πρόκειται για οίκους ανοχής, αλλά να νομίζω πως είναι εφέ του θεάτρου για να βγει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και να συνεχίσει να τραγουδά.
Πέρασαν τα χρόνια, είδα δεκάδες παραστάσεις, ταξίδεψα σε άλλες χώρες, είχα την πρώτη μου Επίδαυρο το καλοκαίρι, γνωρίστηκα με ανθρώπους του θεάτρου και των παραστατικών τεχνών γενικότερα, πλέον σπουδάζω Θεατρολογία, και τώρα είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ένιωθα ως παιδί ακόμη κι αν μην είχα τη δυνατότητα να βλέπω θέατρο (γιατί ακόμη και τότε το βίωνα με το δικό μου τρόπο) πως ότι αγαπώ, ότι θέλω κι ότι χρειάζομαι βρίσκεται στο θέατρο.
Ω, μην κλείσετε την αυλαία, ας μην τελειώσει η παράσταση απόψε, μονάχα ν’ ακουστεί το χειροκρότημα και να μείνουμε όλοι εκεί, οι ηθοποιοί στην σκηνή κι οι θεατές στην πλατεία.