Πάμε Θέατρο: “H άλωση της Κωνσταντίας”|Είδαμε την παράσταση!
Αυτή είναι η κυρίαρχη «γεύση» που σου αφήνει η παράσταση “Η άλωση της Κωνσταντίας” στο φιλόξενο και ζεστό χώρο του θεάτρου «Μεταξουργείο». Μια παράσταση που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη και σκιαγραφεί τη προσωπικότητα μιας χήρας γυναίκας, μέρος του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού που ζει στη Πόλη και υποδύεται η Άννα Βαγενά και της φίλης της Βαγγελίας που υποδύεται η Ελένη Γερασιμίδου. Δυο φίλες ξεσκονίζουν με καημό τα συρτάρια του παρελθόντος, με φόντο την μοναδική εικόνα του Βοσπόρου που παραμένει αναλλοίωτη και ζωντανή και με χαλί τη μουσική που γέρνει έντονα πάνω στις γλυκόπικρες αναμνήσεις τους και ενισχύει τη συγκινησιακή φόρτιση. Αφορμή ένα γράμμα, που θα ταρακουνήσει τη καθημερινή τους ρουτίνα και έχει αποστολέα τον Χιώτη γαμπρό της ηρωίδας, που ζει στην Ελλάδα μαζί με την αγαπημένη της κόρη. Τον υποδύεται ο Βασίλης Παλαιολόγος, ο οποίος όχι απλά διεκδικεί μια παρουσία σημαντική στην εξέλιξη των γεγονότων, αλλά τελικά κρατά στα χέρια του το κλειδί της όλης ιστορίας… Εκείνο που θα ξεκλειδώσει θα είναι ένα μεγάλο μυστικό που μοιάζει ασύμφορο για να το σηκώσει στις πλάτες της η Κωνσταντία, η οποία παρέα με τη Πολίτισσα γειτόνισσά της ξοδεύουν μια ολόκληρη νύχτα για να διαβάσουν το μακροσκελές κείμενο και να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους. Όμως μέσα από τις αράδες του, μέσα από την ανάγνωσή του, διδάσκεται πως η ισότητα δεν γνωρίζει πατρίδα και οι σχέσεις που βασίζονται σε κοινά βιώματα δρουν καταλυτικά στις ζωές των ανθρώπων, ίσως και περισσότερο από τις σχέσεις εξ’ αίματος!
Είχα μεγάλη περιέργεια να δω το γυναικείο δίδυμο Βαγενά – Γερασιμίδου στη σκηνή, από τη πρώτη στιγμή που έμαθα για αυτή τη συνεργασία. Ανήσυχη και σαρωτική, η Άννα Βαγενά πλάθει το πορτραίτο μιας γυναίκας με ψυχή και παλμό που μοιάζει άτρωτη αλλά στην ουσία είναι αρκετά ευάλωτη και αν και σε μερικές υποκριτικές της στιγμές η ίδια φαντάζει υπερβολική, θεωρώ πως είναι και το χαρακτηριστικό της στοιχείο που την κάνει να γεμίζει τα θέατρα χρόνια τώρα! Από την άλλη πλευρά η Ελένη Γερασιμίδου, με ένα υποκριτικό προφίλ πιο ήπιων τόνων, κατακτημένο από μέτρο και δεξιοτεχνία, διατηρεί τις ισορροπίες και στέκεται επάξια στο ρόλο που της δόθηκε να αναλάβει. Η χημεία μεταξύ τους μου άρεσε γιατί μου μετέδωσε την αίσθηση ότι η μία συμπληρώνει την άλλη, αν και δεν θα δυσανασχετούσα καθόλου αν η κωμική πλευρά της συνύπαρξής τους διαρκούσε με κάποιο τρόπο περισσότερη ώρα επί σκηνής, καθώς θεώρησα σ’ αυτό το κομμάτι πως βρέθηκε «φλέβα χρυσού» …αλλά τελικά ο σκηνοθέτης δεν την εκμεταλλεύτηκε όσο θα έπρεπε! Βέβαια, κατανοώ πως όταν έχουμε να κάνουμε με μία μεταφορά βιβλίου στο θέατρο, τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά με την έννοια πως μερικές «πινελιές» ακόμα θα μπορούσαν εύκολα να λοξοδρομήσουν το κοινό από την ουσία του έργου… Αλλά οι κωμικές τους στιγμές ήταν τόσο επιτυχημένες, που προσωπικά θα ήθελα να τους είχε δοθεί λίγο περισσότερο χρόνος! Από την άλλη πλευρά, η απόφαση να κρατηθεί η παράσταση στη 1 ώρα και 20 λεπτά χωρίς διάλειμμα, αποτρέπει από τη παγίδα ένα έργο να «πλατειάσει» και να θεωρηθεί κουραστικό ή βαρετό στο σύνολό του.
Στο ρόλο της μίας και μοναδικής αντρικής φυσιογνωμίας επί σκηνής, η σκηνοθετική γραμμή του Χρήστου Βαλαβανίδη παροτρύνει τον Βασίλη Παλαιολόγο σε μια «καθαρή» αφήγηση της ιστορίας με ζωντάνια και συναίσθημα που δεν ξοδεύεται σε άσκοπους αυτοσχεδιασμούς, χτίζοντας τον ρόλο του Γιάννη (του γαμπρού της Κωνσταντίας) με συνέπεια και προσοχή. Απευθύνεται στο κοινό με αμεσότητα, σαν να κοιτάει τον κάθε θεατή στα μάτια και έτσι τον παρασύρει σε μια διήγηση που σε γεμίζει με χαμόγελο αλλά και με μια ατέρμονη προσμονή για την επόμενη εικόνα. Σου δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για ένα αμφίδρομο πάρε-δώσε που εξελίσσεται αβίαστα, κάτι που διαπιστώνεις εύκολα μετά το τέλος της παράστασης όταν μια μεγάλη μερίδα κοινού (με εμφανές το γεγονός ότι έχουν ρίζες Μικρασιατικές) δεν διστάζει να κατευθυνθεί προς το μέρος του και πολύ φυσικά, να επιδιώξει μια σύντομη συζήτηση μαζί του για να του επισημάνει στοιχεία του έργου και της παράστασης. Προσωπικά δεν θα πω ότι έμεινα ανεπηρέαστη, υπήρξαν στιγμές που η ερμηνευτική του προσήλωση με αφόπλισε. Σ’ αυτό συνέβαλλε και η γλώσσα του έργου: καθημερινή, περιεκτική, μεστή, με αληθινό χιούμορ και μια διάχυτη χαρμολύπη από την αρχή ως το τέλος.
Συνοψίζοντας λοιπόν, στην “Άλωση της Κωνσταντίας” μπορεί να μην υπάρχει η σκηνοθεσία που θα τη χαρακτήριζες ευρηματική (αν και προσωπικά δεν πιστεύω πως μια παράσταση δεν είναι αρεστή ή υστερεί όταν δεν την έχει) αλλά όταν ξετυλίγεται το κουβάρι των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων – Τούρκων ως κεντρικό θέμα της ιστορίας μας, όταν έχεις έναν ηθοποιό που ξέρει να λέει μια ωραία ιστορία και προπάντων με τον τρόπο που επιθυμούμε να την ακούσουμε και όταν σε όλο αυτό προσθέσεις δυο έμπειρες θεατρίνες ως βασικά θεμέλια μιας θεατρικής πρότασης, τότε τι άλλο μπορείς να ζητήσεις; Άσε που η παράσταση έχει και μια ωραία ανατροπή στο τέλος που σε κάνει να φεύγεις με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμα και αν στη μέση της παράστασης έχεις δακρύσει και έχεις βγάλει τα χαρτομάντιλα από τη τσάντα σου, όπως η κυρία που καθόταν δύο θέσεις αριστερά μου…
Παίζουν: Ελένη Γερασιμίδου, Άννα Βαγενά, Βασίλης Παλαιολόγος
Συντελεστές
Διασκευή, σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια: Xρήστος Βαλαβανίδης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες παράστασης και προγράμματος: Mαρία Κηλαηδόνη
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννα Γκιώνη
Κατασκευή σκηνικών: Stefan Trifonov
Χειρισμός φωτισμών: Ιγνάτιος Μπανέλης
Διεύθυνση θεάτρου: Άννα Βαγενά
Γραμματεία: Τζίνα Παπαδοπούλου
Δημόσιες σχέσεις: Αντώνης Κοκολάκης
Καλλιτεχνική επιμέλεια προγράμματος: Αφροδίτη Δασκαλάκη