Πάμε Θέατρο: «H Κασσάνδρα και ο Λύκος» | Είδαμε την παράσταση!
Σαν να ‘χει γραφτεί από παιδί, στην ουσία όμως γραμμένο από μία από τις πιο σπουδαίες συγγραφικές μορφές της μεταπολεμικής Ελλάδας, αποτελώντας το πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, “Η Κασσάνδρα και ο Λύκος” είναι μία βίαιη περιπέτεια από την πρώιμη παιδική ηλικία προς την απο-κάλυψη της αλήθειας των ενηλίκων.
Η μικρή Κασσάνδρα γίνεται σταδιακά ο Λύκος της. Η ζωή και η ιστορία (ή οι ιστορίες) της κοπέλας Κασσάνδρας, μέσα από τα μεγάλα μάτια της ίδιας. Η κοπέλα και το κορίτσι Κασσάνδρα συναντιούνται για πρώτη φορά με τη γυναίκα Κασσάνδρα και τον Λύκο. Ένα μυθιστόρημα αλληγορικό, βουτηγμένο παράλληλα μέσα σε έναν σκληρό, σε έναν πολύ ρεαλισμό αφηγείται την παιδική ηλικία της μικρής Κασσάνδρας, αυτού του παράξενου πλάσματος, μέσα από σύζευξη αθώου και ωμού. Η ενηλικίωση, η απουσία της μητρικής αγάπης, η μοναξιά, ο θάνατος, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, όλα υπό μία αληθινή ματιά και συγχρόνως υπό λανθάνον πρίσμα, γίνονται η βάση της θεματικής του βιβλίου, που πολύ πιστά επέλεξαν ο σκηνοθέτης και η ομάδα των ηθοποιών να ακολουθήσουν και στην παράσταση.
Μια μέρα, η Μαμά μου η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα, για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους. Την κοίμισα στο κουτί-της, αφού πρώτα έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει. Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Ένκε Φεζολλάρι, ακολουθεί σε απόλυτο σχεδόν βαθμό την πορεία (κεφάλαια) του βιβλίου, με το κάθε κεφάλαιο να αποτελεί και μία τμηματοποιημένη σκηνή του όλου, δίνοντας σε καθεμία από τις σκηνές ένα στίγμα, στην προσπάθεια του να παίξει με τα συναισθήματα της μικρής Κασσάνδρας (βία, φόβος, περιέργεια, αγάπη). Προσωπικά, δεν ικανοποιήθηκα από το αποτέλεσμα. Αφενός κατάλαβα τους στόχους και την κίνηση του σκηνοθέτη και των ηθοποιών ως προς τη νοηματική, αφετέρου δεν τα εισέπραξα επί της ουσίας. Κατάλαβα τι ήθελε να πει ο σκηνοθέτης, αλλά εμένα δεν μου το είπε. Οφείλω να παραδεχτώ ωστόσο πως η σκηνοθεσία ήταν καθαρή, πράγμα δύσκολο για μία παράσταση, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη παράσταση, όπου υπήρχε σωρεία από ερεθίσματα, είτε σκηνογραφικά με ένα πλήθος από παιδικά παιχνίδια ως σκηνικά αντικείμενα κι αντίστοιχης αισθητικής κοστούμια είτε νοηματικά, αφού οι θεματικοί άξονες τόσο του βιβλίου όσο και της παράστασης ήταν πολλοί. Ίσως υπερβολικά πολλοί για να χωρέσουν σε μία παράσταση των 60′. Αν η παράσταση είχε πιθανώς τη διπλάσια διάρκεια, ώστε να μπορέσουν ευκολότερα να αφομοιωθούν ο κάθε άξονας ξεχωριστά – και σε σημεία όλοι μαζί στο πλαίσιο της μίας ζωής της μίας ηρωίδας Κασσάνδρας, μέσα από μία διαφορετικής υφής, πιο λεπτομερούς εστίασης στα θέματα, τότε ενδέχεται το αποτέλεσμα να ήταν άλλο.
Το δύσκολο ρόλο της Κασσάνδρας αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας η Έλλη Μερκούρη. Η Κασσάνδρα της έχει μία αφέλεια, ένα χιούμορ και μία ευαισθησία, όλα στοιχεία του πολυσύνθετου χαρακτήρα της Κασσάνδρας του κειμένου, αλλά δυστυχώς μένει εκεί. Δεν με έπεισε η ερμηνευτική προσέγγιση, ενώ με ενόχλησε και η αισθητική. Από την άλλη, στο πλάι της Μερκούρη, συναντούμε τον Σόλωνα Τσούνη που καλύπτει ένα φάσμα ρόλων του βιβλίου. Πρόκειται για χαρακτήρες περισσότερο μέσα από τα παράξενα μάτια της Κασσάνδρας, που είναι ουσιαστικά σε ρόλο βοηθού, για να γνωρίσουμε την Κασσάνδρα, για να συμβούν όσα συμβαίνουν στην Κασσάνδρα, για να συμβεί και να υπάρξει η Κασσάνδρα. Είναι οι διάφορες αφορμές για τις διάφορες ιστορίες και θεματικές, οι αφορμές για τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που μεγαλώνουν, όπως μεγαλώνει ο άνθρωπος, και εξελίσσονται στο τραύμα της ύπαρξης. Οι ρόλοι που ενσαρκώνει ο Τσούνης δεν είναι άλλοι από τη γιαγιά, την υπηρέτρια Φανή, το θείο Χαρίλαο, τους παιδικούς χαρακτήρες, φίλους και ξαδέρφια της μικρής Κασσάνδρας. Ερμηνευτικά έχει γίνει μία περισσότερο σχηματοποιημένη θεώρηση των ηρώων αυτών, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της φόρμας και των διάφορων και διαφορετικών για κάθε ρόλο σκηνικών αντικειμένων, ώστε να γίνεται σαφές ποιος ρόλος κάθε φορά αλληλεπιδρά στη σκηνή. Με τον τρόπο αυτό, ο σκηνοθέτης προσπαθεί – χωρίς να το κατορθώνει απαραίτητα ή σε βάθος – να αποδώσει στις εικόνες του μία κωμική αίσθηση, μία χιουμοριστική υφή που πότε πότε θέλει να φτάσει τα επίπεδα της συγκλονιστικά τραγικής, σε στιγμές που ο παιδικός κόσμος της Κασσάνδρας συνενώνεται βίαια με τον ενήλικο των μεγάλων και η μικρή έρχεται αντιμέτωπη με καταστάσεις που κανονικά δε θα έπρεπε. Μην ξεχνάμε, η Κασσάνδρα είναι το παιδί που γνωρίζει όσα δε θα ‘πρεπε να γνωρίζει. Και σε κείνα τα σημεία ακριβώς είναι που ο σαρκασμός και το κωμικό παίρνουν ξαφνικά μορφή σπαραγμού και τραγικού και σε πνίγουν. Ωστόσο, οι ερμηνείες και η ατμόσφαιρα δε μου έδωσε κάτι τέτοιο. Το ήθελα πολύ αλλά δεν το πήρα.
Αγαπημένη μου Μαμά, Με ρώτησες κάτι στο Άλλο σου γράμμα. Γιατί ζωγραφίζω πάνω σε κίτρινο χαρτί. Πάντως σε άκουσα, και τώρα ζωγραφίζω μόνο σε άσπρο, με κίτρινες ρίγες. Άμα μάθω και τις λέξεις όλες, δε θα χρειάζομαι χαρτί καθόλου, θα σου τις στέλνω σκέτες, ή θα βρω καινούργιο χαρτί, πιο γλυκό. Εχθές βγήκα με τον Πέτρο, περάσαμε πολύ ωραία, κι έπειτα γυρίσαμε σπίτι. Αγαπημένη-μου Μαμά, πότε θα γυρίσεις; Θέλω να σε σκοτώσω.
Αξίζει να σταθώ και στη χρήση προτζέκτορα, που υπήρχε εκεί σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης τόσο για να γίνει διάκριση ανάμεσα στις σκηνές (παράστασης) – κεφάλαια (βιβλίου), δηλώνοντας τον τίτλο της κάθε εικόνας, όσο και για να προβάλλει σκηνές που μαγνητίζουν την μικρή Κασσάνδρα, υποβάλλοντας την στη διαδικασία να τις παρακολουθήσει, υποδηλώνοντας τη μητρική φιγούρα και την απουσία αυτής. Η χρήση του εντούτοις, δε βρίσκω πως ήταν και τόσο λειτουργική καθώς παρατήρησα γρήγορες, υπερβολικά ίσως γρήγορες εναλλαγές στον προτζέκτορα – και συνεπώς και στις επί σκηνής εικόνες, με αποτέλεσμα να χάνεται ο ρυθμός και η ροή και η κάθε σκηνή να μην οδηγείται σε κάποια κορύφωση και τελικά μάλλον να μην ολοκληρώνεται.
Η Φανή με περιμένει στην πόρτα.
-Πως πήγε το σχολείο;
-Πολύ καλά. Έμαθα να μιλώ, ν΄ απαντώ και να σκέπτομαι με συλλαβές.
-Τότε γιατί κλαις;
-Είναι οι συλλαβές. Πονάω όταν κόβω τις λέξεις στη μέση.
-Θα συνηθίσεις, μου λέει η Φανή. Θα συνηθίσεις.
Τελικά αυτό που μένει είναι το κείμενο. Η αισθητική της σκηνοθετικής άποψης δεν με εκφράζει, το κείμενο όμως είναι εξαιρετικό˙ διαχρονικό και σπαρακτικά αληθινό, σε μία παράσταση που χάνεται στη μετάφρασή του.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο: Μαργαρίτα Καραπάνου
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά – Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρίνα Κανελλοπούλου
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βίντεο: Γιάννης Gizmo Μπερερής
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Ερμηνεία: Έλλη Μερκούρη,
Σόλων Τσούνης
Info:
Η παράσταση “Η Κασσάνδρα και ο Λύκος” παίζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:30 στο Ι.Μ. Κακογιάννης μέχρι την Κυριακή 30 Μαρτίου.