Πάμε Θέατρο | Ηθοποιοί μοιράζονται μαζί μας τις παιδικές τους αναμνήσεις από το θέατρο
Κορίνα Αλεξανδρίδου («Η γοργόνα και το θαλασσάκι», θέατρο Πειραιώς 131)
Ένα πράσινο φόρεμα! Μια μυρωδιά! Δεν θυμάμαι παράσταση, ήμουν πολύ μικρή… Αλλά αυτό το φόρεμα ήταν μαγικό… Ήθελα να το αγγίξω, να το φορέσω… Έψαχνα στη ντουλάπα της μαμάς να βρω κάτι παρόμοιο. Δεν βρήκα…. Όμως το φοράω μέσα μου, όπως και τη μυρωδιά αυτής της Νεράιδας. Ήταν η Έλλη Λαμπέτη…..
Σταυρούλα Μάκρα («Το ημερολόγιο της Άννα Φρανκ», θέατρο Χυτήριο)
Θυμάμαι.. ότι οι γονείς μου δεν με πήγαν ποτέ στο θέατρο.
Θυμάμαι.. να ανυπομονώ να έρθει η Δευτέρα για να δω στην ΕΡΤ
«Tο θέατρο της Δευτέρας».
Θυμάμαι.. να στερεώνω τα σεντόνια μου στις βιβλιοθήκες για να φτιάξω αυλαία, που στην πραγματικότητα δεν είχα δει ποτέ πως είναι.
Θυμάμαι.. να ανατριχιάζω ακούγοντας «Tο θέατρο στο ραδιόφωνο».
Και μια μέρα..
Θυμάμαι το χαρτί του σχολείου που ενημέρωνε τους γονείς, ότι θα πάμε να παρακολουθήσουμε στο θέατρο την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.
Δεν θυμάμαι σε ποια τάξη του δημοτικού πήγαινα, μάλλον τρίτη ή τετάρτη.
Θυμάμαι.. πως εκείνο το πρωί, ξύπνησα πριν από τη μητέρα μου και βούρτσισα δόντια πριν μου το ζητήσει, ντύθηκα χωρίς να τη φωνάξω και μου φάνηκε πως το σχολικό καθυστερούσε να έρθει.
Θυμάμαι.. πως όλα τα παιδιά στο σχολείο ήταν χαρούμενα που δεν είχαμε μάθημα κι εγώ ήμουν ευτυχής που θα πηγαίναμε στο θέατρο.
Επιβιβαστήκαμε στο σχολικό, ήμουν σιωπηλή κι ανυπομονούσα. Μπήκαμε από την είσοδο στοιχισμένοι σε δυάδες χεράκι χεράκι.
Θυμάμαι.. την μαλακή μοκέτα του φουαγιέ.. παλιό κτίσμα.. κλεισούρα.. Θυμάμαι.. κάδρα από θεατρικές στιγμές στους τοίχους..
Μπήκαμε στην αίθουσα που ήταν η σκηνή..
Θυμάμαι τη μυρωδιά! Έτσι μυρίζει κάθε φορά που μπαίνω σε θέατρο.. Τα αγόρια ήταν πιο άτακτα. Εγώ ήμουν ακόμα σιωπηλή και ήσυχη.
Η καρδιά μου ανήσυχη. Το στομάχι μου άδειο και σφιγμένο.
Καθίσαμε στις θέσεις μας.
Θυμάμαι η σκηνή ήταν πιο ψηλά. Η παράσταση ξεκίνησε.
Οι ηθοποιοί δεν ακούγονταν καλά. Η εξέλιξη του έργου ήταν ακαταλαβίστικη. Τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους και να κοροϊδεύουν. Κάποια στιγμή ένας ηθοποιός σταμάτησε και είπε «κάντε ησυχία σε λίγο τελειώνουμε!» και λίγο αργότερα ένας άλλος καθισμένος πάνω σε ένα τεράστιο σκαθάρι διάβαζε το κείμενο του(!) Γίνονταν λάθη, πηγαινοερχόντουσαν άσκοπα, επαναλάμβαναν σκηνές και λόγια κι έβγαζαν τα κείμενα τους!
Χριστέ μου ήταν μια άθλια παράσταση!
Αλλά εγώ συνέχιζα να είμαι ευτυχής που είχα πάει θέατρο!
Από τότε και για πολλά χρόνια, πίστευα πως οι παραστάσεις για παιδιά δεν είναι ωραίες! Είναι κακοφτιαγμένες και οι ηθοποιοί δεν ξέρουν τα λόγια τους!
Η μητέρα μου, μου είπε πως θυμάται ότι γύρισα σπίτι με το πρόσωπο μου κατακόκκινο από λαχτάρα και της είπα «Εντάξει μαμά, σίγουρα ηθοποιός θα σπουδάσω. Και όταν θα παίζω σε παραστάσεις για παιδιά, θα έχω μάθει τα λόγια μου απέξω και θα κάνω τα παιδιά να γελούν!»
Αγνή Χιώτη («Τολμάς;», θέατρο Μεταξουργείο)
Ήξερα ότι θέλω να παίζω στο θέατρο από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου.
Ναι, το παραδέχομαι. Άνηκα κι εγώ σε αυτή την κατηγορία των κοριτσιών που έβλεπαν την Αλίκη στις ταινίες της κι ονειρευόμουν όταν μεγαλώσω να γίνω σαν κι αυτήν.
Μεγάλωσα. Δεν έγινα σαν την Αλίκη αλλά σίγουρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό που είμαι σήμερα.
1994 / Η Μελωδία της Ευτυχίας
Λίγους μήνες πριν ανέβει η παράσταση μαθαίνω ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη θα ανεβάσει την «Μελωδία της Ευτυχίας» και στον θίασο θα υπάρχουν και παιδιά.
Ενθουσιασμένη λέω στη μαμά μου ότι θέλω να παίξω κι εγώ. Δεν ήξερα ότι έπρεπε να πάω να με επιλέξουν. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει ακρόαση ή οντισιόν. Ούτε η μαμά μου!
Πέρασαν οι μήνες και ήταν η πρώτη οντισιόν που δεν έμαθα ποτέ – χαχαχαχα!
Μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα κι αφού είχα τρελάνει την μητέρα μου παίρνουμε ένα ταξί να πάμε στο Θέατρο Αλίκη. Καταιγίδα αλλά εγώ ενθουσιασμένη! Φτάνοντας έξω από το Θέατρο ουρά ο κόσμος και πολλές μαμάδες με τα παιδιά τους που πιθανόν τώρα να είμαστε φίλοι και συνάδελφοι.
Ξεκινάει η παράσταση!
«Ντο-ντορίς με τον Ντορβά, Ρε- ρεζίλι θα γενείς, Μι- μινόρε της αυγής …»
Είχα ήδη πάρει τη μεγάλη απόφαση.
Τελείωσε η παράσταση και είχα τόσο ταυτιστεί με την Γκρέτελ που ήθελα να ανέβω και να υποκλιθώ. Παρεμπιπτόντως, ήταν τόσο μεγάλο αυτό που συνέβη μέσα μου που στην υπόκλιση χειροκροτούσα και έκλαιγα ταυτόχρονα. Πήγα τόσες πολλές φορές να δω την παράσταση που έχω χάσει το μέτρημα.
1996 / Ιούλιος
Κατασκήνωση – Χρυσή Ακτή – Λούτσα
Η Αλίκη πεθαίνει . Βάζω τη μαμά μου κι έρχεται και με παίρνει από την κατασκήνωση γιατί ήθελα να πάω στην κηδεία της «φίλης» μου. Όντας 11 ετών κι αθεράπευτα ρομαντική η «Μαρία» της Μελωδίας στο μυαλό μου είχε γίνει φίλη μου. Δεν επέστρεψα στην κατασκήνωση εκείνο το καλοκαίρι γιατί είχα πένθος.
Τον επόμενο χρόνο, σε ηλικία 12 ετών, πήγα στο Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Χαλανδρίου…
Κωνσταντίνος Μπιμπής (Ρωμαίος & Ιουλιέτα για 2, Θέατρο Θησείον)
Σου γράφω απ’το καραβί επιστρέφοντας απο τριήμερο στο νησί μου, τη Σκύρο.
Εδώ σ’αυτό το νησί μάλλον γεννήθηκε η ανάγκη μου για θέατρο. Ανάμεσα σε βράχια κοφτερά, πλήθος πεύκων και μια θάλασσα στιβαρή και παιχνιδιάρα.
Τα καλοκαίρια εδώ είχαμε ανάγκη να τρέξουμε, να σκίσουμε τα γόνατα μας, να ανακαλύψουμε.Είχαμε ανάγκη να φτιάξουμε ιστορίες, να πούμε ιστορίες, να ζήσουμε τις δικές μας χειροποίητες περιπέτειες, να φανταστούμε δικές μας πολιτείες.Κι αυτό κάναμε.Απ’το πρωί ως το βράδυ κι όταν μεγαλώσαμε λιγάκι απ’το βράδυ ως το πρωί.Δε καμωνόμασταν.Βρίσκαμε τρόπους να τα ζήσουμε όλα τα παιχνίδια μας.Σαν να’ταν ζήτημα ζωής και θανάτου.Και ήταν.Και αυτο είναι το θέατρο ακόμη για μένα απο τότε.
Υπάρχει ενα πανέμορφο θέατρο στη Σκύρο.Σκαρφαλώνει το βράχο της Χώρας και αγναντεύει τον κάμπο και το Αιγαίο ως εκεί που φτάνουν τα μάτια.Με πήγαιναν μικρό και άκουγα τον Παπάζογλου.Τωρα το’χουν παρατήσει και χορτάριασε.Πηγαίνω ακόμη.Ακούω πότε κάποιο τραγούδι, πότε τα αστεία της Γιαγιάς μου της νησιώτισσας, πότε τη φωνή απο κάτι μάτια γκριζοπράσινα να λένε οτι είναι όμορφα εδώ..
Γιώργος Παπαγεωργίου (Το Μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν, Θέατρο Πόρτα)
Θεατρο πάνω από το κεφάλι μου. Είμαι περίπου 14-15 και έχω βρεθεί στο υποσκηνιο του Βασιλικού Θεάτρου στη θεσσαλονικη. Επάνω παίζει το Ορφέας στον Άδη του Τενεσσυ Ουιλιαμς. Εγώ ανάμεσα σε παλια κοστούμια και πεταμένα είδη φροντιστηρίου ακούω την παρασταση που παίζει στη σκηνή πάνω από το κεφάλι μου. Ησυχία, σκόνη, ήχος από τακούνια και τρίξιμο ξύλου. Δεν ξέρει κανένας οτι έχω βρεθεί εκεί κάτω και νιώθω υπέροχα.
Μάνος Καρατζογιάννης (Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα, Θέατρο Θησείον)
Μια κατηφόρα, που γυρνούσαμε απογοητευμένοι, που Ο Μορμόλης της Καλογεροπούλου, δεν έπαιξε λόγω βροχής, σε ένα βουνό κοντά – ίσως στην Ηλιούπολη κάπου..
Ο Δρακουμέλ βγήκε ξαφνικά σε μια σκοτεινή αίθουσα και εγώ φοβήθηκα και έβαλα τα κλάματα..
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν παίζει όπως στις ταινίες τα σαββατόβραδα και δεν έχει τόσα μαλλιά – Η Κυρία δε με μέλλει, 1992.
Μαυροντυμένες γυναίκες βρίζουν τον Οδυσσέα στην Επίδαυρο, « Γιατί μαμά, τον πολυμήχανο ;» .Τρωάδες μάλλον..
Βλαχοπούλου, Ρίζος, Μουστάκας ! Για την Ελλάδα ρε γαμώτο στο Ακροπόλ – τότε έπαιζε επιθεωρήσεις.. Η παράσταση τελειώνει και ο μπαμπάς μου, που με πήγαινε και με άφηνε στα Θέατρα, γιατί είχε αποειδεί ο άνθρωπος με ξεχνάει και μένω ολομόναχος για πρώτη φορά σε ένα θέατρο.
Ο Νίκος, ο Μίλτος και ο Ορέστης… Κάνουμε σκετσάκια κάπως κωμικά και τα ανεβάζουμε στο σχολείο..
Με την ξαδέρφη μου, την Άντυ τραγουδάμε Χατζιδάκι και Ξαρχάκο – αυλαία οι κουρτίνες του σπιτιού μας..
Ένα μαύρο σαρίκι, που φοράω στο κεφάλι μου και καμαρώνω, γιατί μοιάζω στον παππού μου και στον Κατράκη, που μου αρέσει και απαγγέλω στη γιορτή του σχολείου : « Ίντα με λένε Κρήτη, όλη τη γη την θάμπωνα με τον πολιτισμό μου, καινούργια πάλι αν θέλετε τ’ Αρκάδι θυμηθείτε, θεριά είναι τα κοπέλια μου, ποτάμι χύσαν το αίμα. Έ Δημοτικού, νομίζω.
Σεπτέμβρης 1999. Με τη συμμαθήτρια μου Λουκία (Μιχαλοπούλου) προετοιμαζόμαστε για τη Δραματική, πάνω στην πιο δραματική.. στιγμή χτυπάει ο εγκέλαδος..
Χάρης Αττώνης (The Oh Fuck Moment, Bios)
Θυμάμαι στο γυμνάσιο, με μια υπέροχη καμικάζι-διαφωτίστρια” φιλόλογο που ήμασταν τυχεροί να έχουμε. Κάναμε τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Έπαιζα το Βλέπυρο και τη μέρα της πρεμιέρας στο Κατράκειο Θέατρο, στην σκηνή που βγαίνω με ένα “κροκοτό” φορεματάκι και ψάχνω μια γωνιά να ενεργηθώ, φυσάει δυνατός αέρας και γκρεμίζεται ολόκληρο το σκηνικό – ακριβώς τη στιγμή που ζοριζόμουν. Δε χρειάζεται να πω κάτι άλλο για τη σύμπτωση, για την αντίδραση του κόσμου και για το πόσο ρεαλιστική ήταν η ανάγκη του Βλέπυρου να ανακουφιστεί με εκρηκτικό ταπεραμέντο.
Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ένας Άνθρωπος για όλες τις εποχές, Εθνικό Θέατρο)
Στη πρώτη δημοτικού στην γιορτή των Χριστουγέννων έπαιξα τον παλιό τον χρόνο ντυμένος με φθαρμένα ρούχα και όταν εμφανίστηκα τραγουδήσαμε το πάει “ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά”..
Επιμέλεια: Αναστάσης Πινακουλάκης, Κατερίνα Μαθιουδάκη