Πάμε Θέατρο: Ο Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου μας συστήνεται και μας μιλάει για το «Rien ne va plus» που σκηνοθετεί στο 104
Ο Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου έχει καταγωγή από την Κύπρο και την Ικαρία και σπουδάζει στη δραματική σχολή της Δήμητρας Χατούπη. Την περασμένη θεατρική σεζόν συμμετείχε στην επιτυχημένη ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα «Δαίμονες» σε σκηνοθεσία Κακλέα, ενώ από 2 Νοεμβρίου παρουσιάζεται το αφήγημα της Μ. Καραπάνου «Rien ne va plus» σε μορφή μονολόγου με τη Φένια Σχοινιά στην πρώτη του επαγγελματική σκηνοθεσία. Αισιόδοξος και δημιουργικός μας μίλησε για την πρώτη του επαγγελματική σκηνοθεσία.
Κάνεις το σκηνοθετικό σου ντεμπούτο με το αφήγημα της Μαργαρίτας Καραπάνου «Rien ne va plus». Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο έργο;
Το «Rien ne va plus» το διάβασα όταν ήμουν 15 χρονών, μαθητής τότε της Α’ Λυκείου. Όταν άρχισα να ανακαλύπτω την Καραπάνου, ένιωσα ένα σοκ αφενός λόγω περιεχομένου κι αφετέρου λόγω γραφής και μου γεννήθηκε η ανάγκη να κάνω κάτι με αυτό το έργο. Αρχικά το φαντάστηκα σε ντουέτο άντρας-γυναίκα, μετά σε κινηματογραφικό σενάριο και τελικά κατέληξα σε μονόλογο όταν γνώρισα τη Φένια στη δραματική σχολή όπου είμαστε συμφοιτητές. Στο πρόσωπο της Φένιας βρήκα την ηρωίδα του βιβλίου, τη Λουίζα, γιατί από τη μια είχε μια εκθαμβωτική ομορφιά κι από την άλλη είχε μια εσωστρέφεια και ένα βάθος που δε συναντάς εύκολα σε άνθρωπο.
Η Καραπάνου γράφει πολύ με την έννοια του χρώματος δίνοντας του μια αυθύπαρκτη παρουσία. Πως το χρησιμοποίησες αυτό μέσα από τη δική σου σκηνοθετική ματιά;
Γενικά, δεν κάτσαμε τόσο στα χρώματα ως χρώματα αλλά στις αντιθέσεις που δημιουργούν. Για παράδειγμα, ενώ μιλάει για έναν πολύ ωραίο άντρα, του δίνει μωβ μάτια. Κινηθήκαμε περισσότερο στις αντιθέσεις και ως καμβά χρωμάτων είχαμε το άσπρο-κόκκινο και το άσπρο-μαύρο (σ.σ. η παράσταση παίζεται στο Black Box του 104).
Η σκηνοθεσία σου έχει μια έντονη κινηματογραφική οπτική. Είναι κάτι που το επιδίωξες;
Ο στόχος ήταν να πλάσουμε μια φιγούρα που ενώ την θαυμάζεις και θα ήθελες πολύ να την γνωρίσεις σου είναι πολύ δύσκολο να την προσεγγίζεις γιατί έχει την διάφανη μεμβράνη μιας σταρ. Στον κινηματογράφο έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ένα κοντινό πλάνο στον ηθοποιό και να βγάλεις κάτι καθαρό και λιτό. Είναι πολύ ωραίο να συναντιούνται το θέατρο και το σινεμά και να αξιοποιούμε τη σχέση τους.
Η σημερινή κοινωνική κατάσταση είναι ιδιαίτερα ταραχώδης και βίαιη. Προσωπικά, πως διαχειρίζεσαι αυτό που συμβαίνει;
Όλο αυτό που συμβαίνει μπορεί να λειτουργήσει ως μια ευκαιρία για εσωστρέφεια. Υπάρχει ένας καθρέφτης γύρω μας που έχει δημιουργηθεί από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Τόσο καιρό υπήρχε μια κουρτίνα που σήμερα άρχισε να γίνεται διαφανής κάνοντας ορατό των καθρέφτη των πράξεών μας. Προσωπικά, προσπαθώ να σπάω μέρα με τη μέρα αυτό τον καθρέφτη με το να είμαι ειλικρινής στην καθημερινότητά μου και συνεπής προς τα συναισθήματά μου και να με το να ζητάω συγγνώμη όπου πρέπει. Βλέπαμε τους ανθρώπους σαν πηγές χρημάτων κι όχι σαν πηγές συναισθημάτων και παρεξηγήσαμε τον όρο «ζωή» με τον όρο «δουλειά». Είμαι θετικός πως βρίσκουμε σιγά-σιγά την ισορροπία και πως θα βρούμε τον χρόνο να συναισθανθούμε αυτό που συμβαίνει.
Ποια πιστεύεις πως είναι η θέση του θεάτρου τη δεδομένη στιγμή;
Θεωρώ πολύ μεγάλο λάθος αυτό που συμβαίνει έντονα τα τελευταία τα χρόνια, πως οι θίασοι αρπάζουν το θέμα της κρίσης για να προσελκύσουν κόσμο χάνοντας το νόημα της Τέχνης. Προσωπικά, δε θέλω να δω κάτι που βλέπω κάθε μέρα στους δρόμους, αλλά κάτι που πηγάζει από τον καλλιτέχνη και όπως το γεννά η Τέχνη. Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα, είναι το Κουρδιστό Πορτοκάλι που ανεβάζει ο Κακλέας, γιατί διαφοροποιείται από την τάση των εποχών και δοκιμάζει κάτι διαφορετικό και πιο διαχρονικό και ανθρώπινο.
Στο «Rien ne va plus» ο Έρωτας κινείται ανάμεσα στο ρομαντικό και το κυνικό. Που τοποθετείσαι εσύ πιο πολύ;
Ο έρωτας είναι ένα θέμα που δε θα σταματήσει πολύ να απασχολεί τους ανθρώπους και να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες γιατί ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη παλέτα με χρώματα που δεν τελειώνει ποτέ για να ορίσουμε το τι είναι έρωτας και κατ’ επέκταση τι είναι ζωή. Ένας έρωτας περνάει πάντα και από το ιδανικό και από το μη ιδανικό με την εσωτερική βία, την πάλη και την σύγκρουση. Γι’ αυτό το λόγο δεν πιστεύω πως στο «Rien ne va plus» υπάρχει μόνο ένας Αλκιβιάδης ή μόνο μια Λουΐζα γιατί ο έρωτας μπορεί να μας οδηγήσει αλλού από εκείνο το σημείο που είχαμε στο μυαλό μας. Έχει πολύ ενδιαφέρον πως ένας πολύ καλός άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί μέσα σε μια σχέση στον χειρότερο θύτη και τον χειρότερο εκβιαστή. Στο έργο, δεν ψάχνουμε την έννοια του έρωτα, αλλά μελετήσαμε τα ανθρώπινα ένστικτα και κάνουμε μια διαδρομή που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε κάθε σχέση οτιδήποτε συμβαίνει έχει κάποια σκέψη από κάτω και κάτι βαθύτερο από την επιφάνεια.
Αν σου ζητούσα να επιλέξεις κάποιο στίχο του έργου που συνοψίζει το περιεχόμενο του, ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;
Πολύ δύσκολο αυτό που με ρωτάς. Θα έλεγα τη φράση που με καταδιώκει από την πρώτη στιγμή που διάβασα το έργο, που λέει πως «Ο έρωτας είναι σατανικός. Αναιρεί πάντα αυτό που υπόσχεται και υπόσχεται πάντα αυτό που θα αναιρέσει στο μέλλον». Είναι φουλ απαισιόδοξο αλλά πολύ ρεαλιστικό. Νομίζω πως η ερωτική ζωή όλων μας κινείται γύρω από τις υποσχέσεις που δίνει ο έρωτας.
Αν ήσουν λογοτεχνικός ήρωας από κάποιο βιβλίο που έχεις διαβάσει, ποιος θα ήσουν και γιατί;
Ίσως ήμουν ο ήρωας του βιβλίου «Η Ταυτότητα» του Μίλαν Κούντερα γιατί η αναζήτηση της ταυτότητας μέσα από μπρος-πίσω στον χρόνο είναι κάτι που απασχολεί.
Πέρα από την παράσταση που σκηνοθετείς, συμμετέχεις στην παράσταση «Το μπουλούκι» που ανεβάζετε με τους απόφοιτους ηθοποιούς της σχολής Δήλος-Δήμητρα Χατούπη. Μίλησε μας για αυτή τη δουλειά…
Είναι μια παράσταση πάνω στη σειρά της ΕΡΤ όπου βλέπουμε τη ζωή ενός περιοδεύοντα θιάσου μέσα από τις χαρές και τις λύπες τους, τις σχέσεις εκτός σκηνής, λίγο πριν ανέβεις στην σκηνή και λίγο αφού κατέβεις. Είναι μια παράσταση που σίγουρα σε αγγίζει γιατί περνάει από δύσκολες ιστορικές περιόδου με αποκορύφωμα τη διδακτορία που απαγόρευσε τα μπουλούκια. Παρουσιάζουμε την παράσταση κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή με ελεύθερη συνεισφορά του κοινού.
Συνέντευξη στον Αναστάση Πινακουλάκη