Πάμε Θέατρο: «Ριχάρδος ΙΙ» στο Βυρσοδεψείο | Είδαμε την παράσταση!
Στην σκέψη των περισσότερων ο Σαίξπηρ έχει χαραχτεί ως μια βαθιά ερωτική και ποιητική προσωπικότητα της παγκόσμιας δραματουργίας, αλλά το πλούσιο έργο του έχει χαρίσει και αμιγώς πολιτικά έργα βασισμένα σε ιστορικές προσωπικότητες που αξίζει να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Ριχάρδος ΙΙ, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Σαίξπηρ αλλά ταυτόχρονα ένα από τα πιο παραγνωρισμένα (τουλάχιστον στην Ελλάδα). Ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας βασίστηκε σε κείμενα χρονικογράφων για πλάσει τον ήρωα του, το Ριχάρδο, που δεν είναι άλλος από την ιστορική προσωπικότητα του γιου του βασιλιά Εδουάρδου που ανέλαβε την βασιλεία του κράτους σε ηλικία μόλις 10 ετών (!), ενώ στην πορεία θα διαπιστώσει πως η εξουσία του δεν είναι προϊόν της Θείας Βούλησης, αλλά πρέπει να διαπράξει φρικτά εγκλήματα για να παραμείνει στην εξουσία και τελικά θα χάσει την εύνοια των υπηκόων του. Αν αναλογιστούμε πως ο Ριχάρδος ΙΙ εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 22 ετών και πως είχε πραγματοποιήσει ήδη δυο γάμους, έχουμε μια ανάγλυφη εικόνα για το πώς λειτουργούσε (από κεκτημένη ταχύτητα, στο χειρόγραφο μου σημειώνω «λειτουργεί») η εξουσία το Μεσαίωνα και πως ο Νόμος μεταπλάσσεται ανάλογα με το ποιος είναι υποκείμενος του. Ο Σαίξπηρ λοιπόν εμπνέεται από αυτή την ιστορική προσωπικότητα και συνθέτει ένα θεατρικό έργο με σαφές πολιτικό περιεχόμενο, καλοδομημένους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, χωρίς να χάνει την ποιητικότητα του.
Ριχάρδο ΙΙ επιλέγει λοιπόν η σκηνοθέτιδα Έλλη Παπακωνσταντίνου σε μια διασκευή με εμφανείς αναφορές από διάφορες ιστορικές περιόδους, τη Δικτατορία, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τη δολοφονία του Μαρά μέχρι το Μυστικό Δείπνο με την προδοσία του Ιούδα και την Σταύρωση του Ιησού. Κρατώντας λοιπόν τους 30 χαρακτήρες του έργου μοιρασμένους σε 4 ηθοποιούς και χωρίς να παραλλάξει τους στίχους του Σαίξπηρ, ακολουθεί συνειρμικά την πορεία της εξουσίας και το «τυφλό παιχνίδι» όσων βρέθηκαν σε αυτή ή όσων προσπάθησαν να κρατηθούν σε αυτή παρά τις πολιτικές και τις κοινωνικές συνθήκες. Αυτά συμβαίνουν στο Βυρσοδεψείο, τον χώρο των 2000τ.μ. που λειτουργεί από το Μάρτιο του 2011 με πρωτοβουλία της Έλλης Παπακωνσταντίνου και αποτελεί πλέον κάτι σαν το «καλλιτεχνικό της σπίτι». Απομακρυσμένο από το θεατρικό κέντρο, κάνει δυναμικά βήματα στη θεατρική ζωή της πόλης με παραστάσεις που κάνουν ενδιαφέρουσες προτάσεις στο θεατρόφιλο κοινό. Σε αυτό το χώρο λοιπόν, με φυσικό φωτισμό, η σκηνοθέτιδα στήνει μεγαλοπρεπείς εικόνες τις οποίες στη συνέχεια θα σπάσουν οι ηθοποιοί με έντονο το στοιχείο της πολιτικής σάτιρας, δυνατές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηθοποιών αλλά και μεταξύ ηθοποιών και κοινού, με χιούμορ αλλά και με έναν έντονο προβληματισμό που δεν υποχωρεί στιγμή. Προσωπικά, αισθάνομαι πως δεν έχω ξαναεκτεθεί σε μια τέτοια θεατρική εμπειρία κι αυτό μου έδωσε να καταλάβω πως τελικά πραγματικά δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνεις στο θέατρο αρκεί να είσαι ανοιχτός στο κείμενο, στον εαυτό σου και στο κοινό που έχει έρθει για να δει και να επικοινωνήσει μαζί σου.
«Τι καταλύεται πιο εύκολα; Μια σαιξπηρική σκηνή η το Σύνταγμα;» αναρωτιούνται οι ηθοποιοί της παράστασης και σε αυτή την ερώτηση δεν υπάρχει μια μοναδική απάντηση, καθώς οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν συνεχώς ερωτηματικά στον πολίτη του 2014 που δε διαχωρίζεται από τον ηθοποιό. Οι συντελεστές της παράστασης, συνειδητοποιημένοι κι ανήσυχοι γι αυτό που συμβαίνει γύρω μας τελικά ίσως να μην προσπαθούν και πολύ να εκφράσουν τους σαιξπηρικούς χαρακτήρες, καθώς μάλλον οι πολίτες της συνεχώς μεταβαλλόμενης σύγχρονης κοινωνίας δεν απέχουν και πολύ από τη μεσαιωνική κοινωνία. Μπορεί η κοινωνία να αλλάζει σχήμα, μέγεθος, σύνθεση, να αποκτά νέες δομές και νέες συνήθειες, αλλά το κατά πόσο εξελίσσεται η φύση του ανθρώπου είναι κάτι που καμία παράσταση, καμία κοινωνιολογική θεωρία και κανένας επιστήμονας, δεν έχει φτάσει σε σημείο να το κοινωνήσει επαρκώς με την ανθρώπινη σκέψη. Ο τρόπος ωστόσο που η σκηνοθέτιδα της παράστασης, επεξεργάστηκε ολοκληρωμένους θεατρικούς χαρακτήρες μέσα σε αναγνωρίσιμες συνθήκες από ένα ευρύ φάσμα ιστορικών περιόδων, δείχνει μια ευγενή αγωνία που δεν αδικεί το πρωτότυπο, αλλά ταυτόχρονα φέρνει κάτι φρέσκο και εξαιρετικά ενδιαφέρον που ίσως το υπηρετεί, ίσως το ξεπερνά, πάντως του δίνει τη ζωή και το νεύρο που προστάζει. Εμπνεόμενη από τον Σαίξπηρ, το δυναμικό της, τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, την Τέχνη, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, την ιστορία και κυρίως από το κοινό το οποίο δε διαχωρίζει στιγμή από τα τεκταινόμενα της «σκηνής». Το κατά πόσο το κοινό μπορεί να αλλάξει τη δράση και τη ροή της παράστασης, είναι κάτι που αποτελεί ενδεχομένως και την ουσία της προβληματικής του εν λόγω ανεβάσματος.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε πως στην τέταρτη πράξη, οι ηθοποιοί μοιράζουν στο κοινό λάχανα για να τα πετάξουν στον Ριχάρδο κατά την σκηνή της δημόσιας εκτέλεσης του. Στην τραγικότερη σκηνή του κεντρικού ήρωα, το κοινό φανατίζεται και τον εξευτελίζει δημοσίως ως ένδειξη αποστροφής για τον τρόπο που χειρίστηκε την εξουσία. Εκείνη την στιγμή λοιπόν, με το λάχανο στο χέρι, κλονίζομαι και αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω. Να πετάξω κι εγώ το λάχανο ενστικτωδώς όπως κάνει η διπλανή μου και ο κύριος απέναντι ή να το ρίξω στο πάτωμα και να προσποιηθώ πως το πέταξα στο Ριχάρδο; Από το μυαλό μου περνούν οι σχολικές καταλήψεις, οι φοιτητικές συνελεύσεις, μια πρόσφατη πορεία, η ουρά στις δημόσιες υπηρεσίες, στιγμές φανατισμού κατά πολιτικών και ιθυνόντων σε διάφορους επαγγελματικούς φορείς. Το σκέφτομαι λιγάκι, αλλά μετά εκστασιάστηκα από την όλη ατμόσφαιρα και τελικά πέταξα κι εγώ το λάχανο στο Ριχάρδο. Και το χειρότερο δεν είναι πως πέταξα το λάχανο σε έναν άντρα που σε λίγο θα «πέθαινε» μπροστά στα μάτια μου, αλλά πως ένιωσα μια παράξενη αίσθηση χαράς, ένα φούντωμα.
Στον κεντρικό ρόλο του Ριχάρδου συναντούμε -κατά κύριο λόγο- μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του θεάτρου μας, την Αγλαΐα Παππά, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια είναι στην κορυφή των προτιμήσεων του θεατρόφιλου κοινού («Alarme», «Amor» σε σκηνοθεσία Τερζόπουλου, το δεύτερο είναι αυτή την στιγμή στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού κατά το Αθηνόραμα). Η Έλλη Παπακωνσταντίνου προτείνει λοιπόν στο ρόλο του Ριχάρδου, μια γυναίκα και συγκεκριμένα μια γυναίκα που μπορεί να επωμιστεί οποιοδήποτε ρόλο με μια αυθεντικότητα και μια σπάνια εκφραστικότητα. Κινούμενη στο χώρο με το «βαρύ» κοστούμι του βασιλιά, αρχικά φοβόμουν πως το επιβλητικό σκηνικό και τα περίτεχνα κοστούμια θα έκλεβαν από τη δυναμική της ερμηνείας της, αλλά η ηθοποιός έδωσε σχήμα στο χώρο κι όχι ο χώρος σε αυτήν. Μάλιστα, στο δεύτερο μισό της παράστασης, συνέβησαν διάφορα απρόοπτα από μεριάς του κοινού τα οποία χειρίστηκε με αξιοζήλευτη αμεσότητα. Σε ένα σημείο λοιπόν, λίγο πριν βάλουν στην αγχόνη, ένα 4χρονο παιδί, αναρωτιέται «γιατί θέλουν να σκοτώσουν το Ριχάρδο;» και όλοι μας παραλύουμε. Η ηθοποιός εκείνη την στιγμή σταματά τα λόγια της και απαντά ανοιχτά «αυτό που ρώτησες παιδί μου, είναι πιο ουσιώδες και πιο σημαντικό από αυτό που ετοιμάζουν να πω. Τις απαντήσεις τα παιδιά θα μας τις δώσουν». Ίσως να μην σχετίζεται αυτό το περιστατικό αυτό με μια ορθή προσέγγιση ενός έργου, αλλά νομίζω πως όταν ανοιγόμαστε σε μια θεατρική εμπειρία, οφείλουμε να μην έχουμε μόνο τα αυτιά και τα μάτια μας ανοιχτά, αλλά όλες τις αισθήσεις μας και κυρίως να επικοινωνούμε τόσο με τους ήρωες όσο και μεταξύ μας.
Η Βάλια Παπαχρήστου έχοντας στην πλάτη ένα πλούσιο βιογραφικό από χοροθεατρικές δουλειές, ξεχωρίζει για την εκφραστικότητα και την κίνηση της, ενώ μαζί με τον Ηλία Μελέτη συνθέτουν ένα δίδυμο που αλληλεπιδρά ακατάπαυστα με το κοινό «κλείνοντας το μάτι» αναπόσπαστα από τις σαιξπηρικές πράξεις με περισσή ενέργεια και γοητεία. Ο Μελέτης δίνει μια πολύ άμεση και γνήσια ερμηνεία που αναδεικνύει όλο το μεγαλείο της μεσαιωνικής κοινωνίας που περιγράφεται στο σαιξπηρικό έργο, ενώ διατηρεί τη φρεσκάδα και την αγανακτισμένη φωνή που θέλει να ακουστεί στη σημερινή μεταβαλλόμενη κοινωνία. Ειλικρινής και διαθέσιμος υπηρετεί τον Σαίξπηρ και τη θεατρική Τέχνη όσο και τον εαυτό του. Καθοριστική σημασία για την επιτυχία της παράστασης, έχει η εξπρεσιονιστική φιγούρα του Γερμανού ηθοποιού Adrian Frieling που διακρίνεται για την σπάνια εκφραστικότητα και η αστείρευτη διάθεση του για σάτιρα και για τσαλάκωμα των μεγάλων προσωπικοτήτων με τους οποίους καταπιάνεται. Βλέποντας τον να κάνει διάφορες ανεπαίσθητες πράξεις –τις οποίες δε θα ήθελα να σας προδώσω- συνειρμικά πέρασαν από το νου μου, τόσες άλλες στιγμές της κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας, που φτάνουν τα όρια του τραγελαφικού. Την ετερόκλητη ομάδα συνδέει ένας κοινός προβληματισμός και μια κοινή ανάγκη για αυτοέκφραση που μεταφράζεται σε μια ισορροπημένη ομαδική δουλειά με πολυποίκιλες ζυμώσεις.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια των Τέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου (με τη βοήθεια των Μελίνα Λούρου, Ανθή Μαλάκη, Βάσια Σταματελοπούλου) αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του θεατή και δημιουργούν ισχυρές εικόνες, τις οποίες τελικά δομούν και αποδομούν οι ηθοποιοί της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί της παράστασης δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που καθηλώνει και προκαλεί όμορφα συναισθήματα. Στην εν λόγω παράσταση δε θα μπορούσαμε να σταθούμε στον καθένα συντελεστή ξεχωριστά, αλλά σε όλους μαζί γιατί με την ξεχωριστή τους προσωπικότητα συνέβαλαν καθοριστικά στο συνολικό σκηνικό αποτέλεσμα, αυτό με μια λέξη μπορούμε αβίαστα να πούμε «αριστούργημα». Έχοντας δει μια ευρεία παραστάσεων, χωρίς καμία διάθεση σύγκρισης (γιατί κάθε θεατρική εμπειρία είναι μοναδική και αναντικατάστατη), μπορώ να αναγνωρίσω στο «Ριχάρδο ΙΙ» της Έλλης Παπακωνσταντίνου πως είναι μια από τις πιο ισχυρές και πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις όχι μόνο της φετινής θεατρικής σεζόν, αλλά διαχρονικά καθώς έχει να προσφέρει πολλά τόσο στο κοινό που επικοινωνήσει μαζί της όσο και στην πορεία του θεάτρου στην Ελλάδα.
“Ο βασιλιάς, λένε πώς πέθανε.
Δε μένουμε. Στον τόπο μας ξεράθηκαν
όλες οι δάφνες, και μετεωρίτες τ’ ουρανού
κάνουν τ’ ασάλευτα άστρα να τρομάζουν.
Προφήτες με πρόσωπα σβησμένα
ψιθυρίζουν γι’ απαίσιες αλλαγές.
Οι πλούσιοι περπατούν θλιμμένοι, ενώ οι φαύλοι
χορεύουν και πηδούν –
εκείνοι, από φόβο μήπως χάσουν
αυτό που τώρα χαίρονται, και οι άλλοι
ελπίζοντας πώς έχουν να κερδίσουν
με την βία και τον πόλεμο…
Οι πατριώτες μας έχουν όλοι φύγει.”
Συντελεστές της παράστασης:
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Σύλληψη / Διασκευή / Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου
Μουσική σύνθεση: Τηλέμαχος Μούσας
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Πάνος Σβολάκης, Ρωμανός Σιμωνετάτος
Σκηνικά / Κοστούμια: Τέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου
Βοηθοί Σκηνικών / Κοστουμιών: Μελίνα Λούρου, Ανθή Μαλάκη, Βάσια Σταματελοπούλου
Κατασκευές: Σπύρος Δουκέρης, Kamel Boussahsah
Φωτισμοί: Adrian Frieling, Έλλη Παπακωνσταντίνου
Φωτογραφίες: Alex Kat
Προβολές: Παναγιώτης Λαμπής
Παραγωγή: ΟΔC
Info:
Η παράσταση “Ριχάρδος ΙΙ” παίζεται κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη στις 20:45 στο Βυρσοδεψείο για λίγες ακόμη παραστάσεις.