Πάμε Θέατρο: Συνέντευξη | Μαρία Κίτσου «Μου αρέσει να ταξιδεύω νοητά σε εποχές περασμένες»
Από την αρχή της καριέρας της έχει ξεχωρίσει μέσα από τους ρόλους που έχει κληθεί να υποδυθεί, με το ρόλο της Έλεν στα Ορφανά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου να την καθιερώνει στις προτιμήσεις του θεατρόφιλου κοινού και της χάρισε τη διάκριση «Μελίνα Μερκούρη». Ακολούθησαν τα «Κόκκινα Φανάρια» σε σκηνοθεσία Κ. Ρήγου, η δεινή της ερμηνεία ως Αγαύη στις Βάκχες σε σκηνοθεσία Δ. Λιγνάδη και ο ρόλος της Ρεγγίνε στους Βρικόλακες του Ίψεν σε σκηνοθεσία Σ. Λιβαθινού. Αυτή τη φορά, η Μαρία πέρα από το καθαρά υποκριτικό κομμάτι δοκιμάζεται τόσο στη δραματουργία όσο και στην σκηνοθεσία (ως βοηθός σκηνοθέτη) συμπρωταγωνιστώντας με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη στο «Αρμαντέιλ» (διαβάστε την κριτική μας εδώ). Υποδύεται τη Λύντια Γκούιλτ τον πιο καταλυτικό χαρακτήρα της πλοκής του έργου με μια έντονη κινηματογραφικότητα και λογοτεχνικότητα δίνοντας ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία της -μέχρι στιγμής- πορεία της στο σανίδι. Χωρίς βαρύγδουπες εισαγωγές και εγκωμιαστικά σχόλια αυτό που θα ήθελα να πω για τη Μαρία και ίσως να μην το κατορθώσω με λέξεις, είναι πως το να την έχεις απέναντι σου έχει από μόνο του θεατρικό ενδιαφέρον καθώς είναι μια πολύ έντονα εκφραστική και σαγηνευτική συνομιλήτρια.
Ποια ήταν τα συναισθήματα σου όταν διάβασες για πρώτη φορά το Armadale;
Με μάγεψε! Το ρούφηξα πραγματικά σε 5 μέρες. Ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι να το διαβάσω. Με συγκλόνισε καταρχάς η ηρωίδα που υποδύομαι, η Λύντια Γκουίλτ δηλαδή το πόσο κακιά μπορεί να είναι και ταυτόχρονα το πόσο γλυκιά μπορεί να γίνει. Μου άρεσε πάρα πολύ ο χαρακτήρας του Μπάσγουντ, του γέρου. Μου άρεσε η πλοκή, το σασπένς, οι ανατροπές, το πώς ο άνθρωπος με το αυτεξούσιό του μπορεί να γίνει ο ίδιος καταλύτης σε τέτοιες ανατροπές και ν’ αλλάξει την πορεία του πεπρωμένου του και των άλλων γύρω του. Με ενδιέφερε πολύ το ερώτημα αν υπάρχει πεπρωμένο και μια δύναμη που τα καθορίζει όλα.
Νομίζω πως η μυθοπλασία του έργου έχει τις ρίζες του σε αρχαιοελληνική τραγωδία…
Έχει κάπως ναι! Έχει πάθη, έχει λύτρωση στο τέλος, έχει θυσία. Είναι σπουδαίος συγγραφέας ο Κόλλινς. Όλα του τα έργα είναι συγκλονιστικά. Στα ελληνικά κυκλοφορούν μόνο το «Αρμαντέιλ» σε μετάφραση της Σάντυ Παπαϊωάννου από τις εκδόσεις Gutenberg και η «Παρέα της Φεγγαρόπετρας». Ελπίζω να μεταφραστούν κι άλλα.
Η σκηνική σας απόδοση είναι πολύ αφαιρετική σκηνογραφικά, αλλά είναι πλούσια σε λογοτεχνικότητα…
Ναι, ήταν ένα στοίχημα για εμάς να κάνουμε μια παράσταση που όσο θεατρική είναι άλλο τόσο λογοτεχνική να είναι, δηλαδή η αφήγηση να ισοδυναμεί με το διάλογο και πιστεύω ότι αυτό το καταφέραμε. Θέλαμε πολύ να ξυπνήσουμε τη φαντασία του θεατή, όπως όταν λέμε παραμυθάκια στα παιδιά και χωρίς να έχουμε σκηνικά ή κουστούμια αυτά φαντάζονται τα πάντα κι έχουν αγωνία για τη συνέχεια. Πρωταρχικό μέλημα του Κωνσταντίνου ήταν πως θα διηγηθούμε ένα σκοτεινό παραμύθι βλέποντας τις εικόνες και μεταδίδοντας τες στο κοινό.
Θετική εντύπωση μου έκανε ότι κρατήσατε όλους τους χαρακτήρες του έργου και ότι τους δώσατε τον απαραίτητο χώρο να ξεδιπλωθούν..
Ήταν δεδομένο για εμάς ξεκινώντας. Όλοι οι χαρακτήρες είναι διαμάντια και θέλαμε να τους δώσουμε το χώρο και το χρόνο να ανοιχτούν. Δε θέλαμε να κάνουμε σε καμία περίπτωση μια παράσταση γύρω από τους δυο Άλαν Αρμαντείλ και τη Λύντια Γκουίλτ. Μόνο έτσι αναδεικνύεται το κείμενο και φωτίζονται οι κεντρικοί χαρακτήρες. Όταν κάνεις το βασιλιά δεν μπορείς να φανείς σα βασιλιά αν δε σε δει αυτό σα βασιλιά.
Πως θα μου περιέγραφες την ηρωίδα που υποδύεσαι, τη Λύντια Γκουίλτ;
Είναι μια πάρα πολύ σκοτεινή ηρωίδα, μια αντιηρωίδα, διεφθαρμένη, τυχοδιώκτρια, πολύ αινιγματική, μυστηριώδης, περιπετειώδης, με ένα άθλιο παρελθόν. Είναι μια γυναίκα που είναι ικανή για τα πάντα, και για το μεγαλύτερο κακό και για το μεγαλύτερο καλό. Γενικά αυτοί οι χαρακτήρες μου αρέσουν πολύ. Μη σου πω πως βαριέμαι τους χαρακτήρες που είναι καλοί, ρομαντικοί, γλυκούληδες και λίγο αναμενόμενοι. Θεωρώ πως είναι πολύ μαγικό για τον ηθοποιό να κάνει κατάβαση στο σκοτάδι ενός τέτοιου ήρωα. Δηλαδή στις πρόβες και στις παραστάσεις ακόμα μαθαίνω νέα πράγματα γι’ αυτό τον χαρακτήρα και ψάχνω τι άλλο μπορεί να είναι, τι άλλο μπορεί να φανεί, τι άλλο μπορώ να δείξω.
Συνομιλώντας μαζί της πόσο καταλαβαίνεις το χαρακτήρας της και πόσο δικαιώνεις τις πράξεις της;
Μπορώ να την καταλάβω σε κάποια πράγματα, όχι σε όλα. Μπορώ να την καταλάβω στο ότι έζησε μια δύσκολη ζωή, ότι προσπάθησε να ξεφύγει αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε έκλεινε μια πόρτα μπροστά της. Από την αρχή της ζωής της ως κακοποιημένο παιδί, την άφηναν να πεινάει, την πουλούσαν ο ένας στον άλλο, την έδιωξαν από το σχολείο, ήθελε να γίνει καλόγρια, φαινόταν δηλαδή πως προσπαθούσε να ξεφύγει. Η ομορφιά και τα χαρίσματα της έλκυαν γύρω της ανθρώπους κακούς που την έβλαπταν και τους έβλαπτε κι αυτή. Ανέπτυξε μια αρέσκεια στην πολυτελή ζωή, στο εύκολο χρήμα. Τη θαυμάζω πολύ για την απόφαση που παίρνει στο τέλος, αλλά δεν μπορώ να πω περισσότερα για να το δει ο κόσμος στην παράσταση.
Τι είναι αυτό που κάνει τους άντρες του έργου να ερωτεύονται τη Λύντια νομίζεις;
Καταρχάς είναι γεμάτη χάρες! Είναι πολύ μορφωμένη, πολύ έξυπνη, πολύ όμορφη, πολύ ενδιαφέρον άτομο. Οι άντρες ερωτεύονται το μυστήριο της, είναι σα να ερωτεύονται δέκα γυναίκες μαζί, και την ευαίσθητη και την καλλιεργημένη και την έτσι και την αλλιώς. Ακριβώς αυτό το μυστήριο πιστεύω πως είναι και η καταστροφή της. Ο πρώτος καθηγητής που την ερωτεύτηκε πήγε να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα και της είπε πως είναι δαιμονισμένη, ο δεύτερος άντρας που την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε τη ζήλευε παράφορα. Αυτό το μυστήριο λοιπόν που κάνει τους άντρες να την ερωτεύονται την ίδια στιγμή τους απομακρύνει από αυτήν.
Πρόκειται για μια γυναίκα που σπάει την πεπατημένη..
Σίγουρα! Οι άντρες έχουν συνηθίσει τη γυναίκα να είναι με τα μάτια κάτω, με τα γαλλικά και το πιάνο, ενώ αυτή έχει τα γαλλικά και το πιάνο αλλά έχει και ένα θάρρος που την κάνει αρσενικό. Είναι 35 χρονών και ερωτεύεται τον Μιντγουίντερ που είναι 21 και λέει χαρακτηριστικά «έπρεπε να γίνω 35 χρονών για να καταλάβω τι είναι έρωτας;».
Οι ήρωες του έργου τείνουν να κρύβουν τα συναισθήματα τους και να κατευθύνονται περισσότερο από το όνομα και την εικόνα τους.
Είναι η περίφημη υποκρισία της Βικτωριανής Εποχής, μια εποχή που άλλο φαίνεσαι κι άλλο είσαι. Οι άντρες έπρεπε να ήταν γλυκοί και ιπποτικοί και οι γυναίκες σεμνές και χαμηλοβλεπούσες, αλλά από κάτω συνέβαιναν εγκλήματα, μοιχείες και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα μαζί!
Σκηνοθετικά νομίζω αξιοποιήσατε αυτή την αντίθεση, με το ρεαλιστικό που ήταν το κείμενο και το σουρεαλιστικό που ήταν το μετακείμενο…
Ακριβώς! Δίνουμε χώρο στην παράσταση στο υποσυνείδητο των ηρώων, στις εσωτερικές σκέψεις τους, τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Είναι φανερό ότι όταν οι ήρωες σχετίζονται με άλλους παρουσιάζουν ένα χαρακτήρα κι όταν είναι μόνοι τους παρουσιάζουν ένα άλλο, δαιμονικό εαυτό.
Φέτος, πέρα από το καθαρά υποκριτικό κομμάτι, ασχολείσαι με τη δραματουργία και την σκηνοθεσία (ως βοηθός σκηνοθέτη). Πως βιώνεις τη θεατρική εμπειρία σε σχέση με άλλες χρονιές;
Εμένα πάντα μου αρέσει, όταν ασχολούμαι με ένα έργο ως ηθοποιός να ασχολούμαι και με όλα τα άλλα, την ενδυματολογία, την σκηνογραφία, η δραματουργία, οι φωτισμοί. Σαν απλή ηθοποιός όταν έπαιζα σε μια παράσταση δε μου έφτανε να είμαι μόνο αυτό, ήθελα να έχω εποπτεία του όλου πράγματος. Φέτος, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα ότι ασχολήθηκα και με άλλα πράγματα. Δε σου κρύβω πως η πρώτη μου σκέψη όταν πήγα στο Εθνικό ήταν να γίνω σκηνοθέτης όχι ηθοποιός. Νιώθω πως είναι μια πολύ ωραία στιγμή που συνεργάζομαι με τον Κωνσταντίνο γιατί είναι εκπληκτικός σκηνοθέτης και με δίδαξε ως ηθοποιό κι ελπίζω να έχει και συνέχεια.
Λέγεται πως στην Ελλάδα οι ηθοποιοί λίγο πολύ είναι αυτοδίδακτοι. Συμφωνείς με αυτό;
Ισχύει. Επίσης λένε πως στη Δραματική Σχολή μπαίνεις καλύτερος και βγαίνεις χειρότερος (σ.σ. γέλια). Είναι δυνατόν να μην υπάρχει σχολή σκηνοθεσίας; Είναι δυνατόν στις δραματικές σχολές να υπάρχουν εμπειρικοί δάσκαλοι ηθοποιοί; Που χωρίς κάποια επαφή με αυτό που λέμε «παιδαγωγός» απλά και μόνο με την εμπειρία τους σου μεταφέρουν τις γνώσεις τους. Υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις βεβαίως, αλλά δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις.
Ξεκινώντας τη θεατρική σου πορεία μέχρι σήμερα, υπήρξε κάποια δουλειά που πιστεύεις πως σε καθόρισε, πως άλλαξε κάτι μέσα σου;
Σίγουρα η πρώτη μου δουλειά, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Σ.Λιβαθινού. Εκεί λάτρεψα τη λογοτεχνία που γίνεται θέατρο. Ήταν ένας τεράστιος μαγικός κόσμος που ανοίχτηκε μπροστά μου. Ήταν μια δυνατή εμπειρία, μια εξάωρη παράσταση για την οποία δουλέψαμε μήνες και στην οποία γνώρισα και συνεργάστηκα ανθρώπους που θαύμαζα πριν μπω στη σχολή. Στην τηλεόραση, σταθμός για μένα ήταν ο «Καρυωτάκης» όπου αγάπησα πολύ την Πολυδούρη και γνώρισα μια άλλη πλευρά της υποκριτικής την οποία δεν την είχα διδαχτεί στη σχολή. Βούτηξα κατευθείαν στα βαθιά. Με βοήθησε πολύ ο Τάσος Ψαρράς, με εμπιστεύτηκε, με ενέπνευσε, με πήρε από το χέρι και μετά με άφησε ελεύθερη. Η τεχνική που έχεις στην τηλεόραση είναι πολύ διαφορετική από το να κάνεις θέατρο. Γυρίζεις μια σκηνή και μετά μπορεί να γυρίσεις μια άλλη σκηνή που διαδραματίζεται δυο μήνες μετά μόνο και μόνο γιατί είσαι στο ίδιο σκηνικό και πρέπει μέσα σε μισή ώρα να αλλάξεις συναίσθημα. Θυμάμαι πως μετά τη σειρά ήθελα να κάνω ένα μεγάλο διάλειμμα, ήμουν εξαντλημένη. Κι ως τρίτο σταθμό να πω σίγουρα τα «Ορφανά» που ήταν η παράσταση που μου χάρισε και τη διάκριση. Ήταν ένα εκπληκτικό έργο, δουλέψαμε πολύ καλά και ήταν μια παράσταση που κράτησε δυο χρόνια.
(Φωτογραφία του Αντώνη Λέκκου από τις πρόβες της παράστασης)
Οι ρόλοι που έχεις υποδυθεί μέχρι στιγμής είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους κι ερμηνευτικά νομίζω πως διαφοροποιείσαι αρκετά από τη μια παράσταση στην άλλη. Είναι κάτι που το επιζητείς;
Βέβαια! Με γοητεύει πολύ να γνωρίζω διαφορετικές γυναίκες και να μπαίνω σε μια διαδικασία να μην μανιερίζω, αλλά να ανακαλύπτω κάτι καινούργιο. Το να υποδύομαι πολύ διαφορετικούς ρόλους μεταξύ τους δεν είναι μόνο ζητούμενο για εμένα, είναι ο αέρας που αναπνέω. Θέλω άλλο πράγμα να είναι η Πολυδούρη κι άλλο η Λύντια, άλλο πράγμα να είναι η Ρεγγίνε κι άλλο η Έλεν. Τι ευτυχία είναι να σου λένε «μα δε σε γνώρισα στην αρχή»!
Για κάποιον λόγο σε φαντάζομαι να κάνεις κωμωδία… Θα το σκεφτόσουν;
Δε μου έχει γίνει κάποια πρόταση. Στην παρέα πάντως, μου αρέσει να είμαι καραγκιοζάκι, να μην είμαι καθόλου σοβαροφανής, καμία σχέση λοιπόν με αυτό που έχω δείξει μέχρι στιγμής στην σκηνή.
Φέτος ήταν μια χρονιά με περισσότερες παραστάσεις από κάθε άλλη χρονιά. Ίσως μιλάμε και για 600 δουλειές που παρουσιάστηκαν ή παρουσιάζονται ακόμα στην Αθήνα. Μπορεί να λειτουργήσει το θέατρο σε τόσο μεγάλο βαθμό;
Πιστεύω πως είναι ευλογία να υπάρχει τόσο πολύ θέατρο στην Αθήνα κι όχι τόσα πολλά μπουζούκια ή προπατζίδικα ας πούμε. Το άσχημο είναι ότι όλες αυτές οι ομάδες που ανεβάζουν έργα, δεν έχουν τόσο συχνά τη διαφήμιση, τον τρόπο να μπορέσουν να προβάλουν τη δουλειά τους, οπότε είναι πολύ δύσκολο να μαθαίνουμε τι γίνεται. Πρέπει να το ψάξεις πάρα πολύ τι αξίζει και τι δεν αξίζει κάθε φορά, αλλά σε κάθε περίπτωση μόνο καλό είναι αυτό.
Τι πιστεύεις πως έχει ανάγκη το θέατρο αυτή την στιγμή στην Ελλάδα;
Θα έλεγα πως έχει ανάγκη καταρχάς προσοχής από το κράτος. Ο πολιτισμός –δυστυχώς- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Οι ιθύνοντες αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό σα να μην υπάρχει, σα να μην το βλέπουν. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο σε τριτοκοσμικές χώρες. Πρέπει να δοθούν κονδύλια για τις Τέχνες και το Θέατρο. Από εκεί και πέρα κάθε δημιουργός πρέπει να ακούει τη φωνή της καρδιάς του και του ενστίκτου του κι ότι θέλει να ανεβάζει να το ανεβάζει γιατί μόνο τότε θα είναι κάτι καλό και αληθινό. Πιστεύω δηλαδή στην ιδιωτική πρωτοβουλία περισσότερο –αφού δεν υπάρχει κρατική- αλλά δεν έχω σκεφτεί αν υπάρχει κάτι που χρειάζεται περισσότερο το θέατρο. Σίγουρα θα ήθελα να υπάρχουν πολύ περισσότεροι θεατές για να το στηρίξουν όλο αυτό. Αυτό βέβαια πρέπει να ξεκινήσει από το σχολείο. Υπάρχουν πολλοί που έρχονται να δουν μια παράσταση και λένε «αυτό είναι;» γιατί δεν είχαν έρθει σε επαφή με το θέατρο. Φαντάσου αυτό να είχε ξεκινήσει από τότε που ήταν παιδιά!
Προσωπικά τι θεωρείς επιτυχία για μια παράσταση;
Επιτυχία θεωρώ να μην φύγουν οι θεατές και να χειροκροτήσουν στο τέλος, να τους έχει αγγίξει το κείμενο. Επιτυχία είναι να το συζητούν μετά την παράσταση, το να πεις «είδα πολύ καλή παράσταση, τρέξε», να αισθανθείς, να καταλάβεις γιατί ανέβηκε και να πάρεις κάποια μηνύματα.
Μια πιο προσωπική ερώτηση.. Θέλω να μου πεις ένα ταξίδι που έχεις κάνει και ένα φανταστικό ταξίδι (διαβάζοντας ένα βιβλίο, παίζοντας σε μια παράσταση) που έχεις κάνει και τα θυμάσαι πολύ έντονα…
Είναι δύο ταξίδια που έχω κάνει και με σημάδεψαν πάρα πολύ. Το πρώτο ήταν στην Αίγυπτο. Ήθελα από μικρή να πάω εκεί, έλεγα πως θέλω να γίνω αιγυπτιολόγος. Συμβαίνει λοιπόν να με καλέσουν στην Αλεξάνδρεια με την ταινία που είχα κάνει κι έμεινα εκεί για 15 μέρες. Για μένα ήταν ένα όνειρο! Επίσης σημαντικό ταξίδι, ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα στο εξωτερικό, στην Πράγα. Είχα πάει Χριστούγεννα –τα οποία λατρεύω- και η πόλη ήταν στολισμένη. Κυκλοφορούσε ο κόσμος στους δρόμους κι έπινε το mulled wine, το ζεστό κρασί που φτιάχνουν εκεί. Τώρα, νοητό ταξίδι κάνω συνήθως μέσα από τα έργα που διαβάζω. Μου αρέσει να ταξιδεύω με το μυαλό μου σε περασμένες εποχές.
Έχεις κάποια περίοδο που σε γοητεύει περισσότερο;
Με γοητεύει πάρα πολύ ο Μεσοπόλεμος γιατί είχε μια ελευθερία και ένα θάρρος στην έκφραση. Με γοητεύουν πολύ ο Μεσαίωνας, γενικότερα εποχές που κάτι γινόταν, που ο άνθρωπος δημιουργούσε κόντρα στα ταμπού και τα πρέπει.
Μια τέτοια ταραχώδη περίοδο ζούμε αυτή την στιγμή στην Ελλάδα…
Δυστυχώς δεν το βλέπω να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει μια τρομοκρατία που αντί να κάνει τον άνθρωπο να σηκώνεται τον κάνει παθητικό, να κρύβεται κάτω από το σεντόνι του και να φοβάται.
Βρισκόμαστε ενδεχομένως μπροστά σε έναν επικείμενο πόλεμο…
Και πέρα από τον κανονικό πόλεμο υπάρχει και ο εσωτερικός πόλεμος που βιώνουμε καθημερινά από το κράτος. Τίποτα δε λειτουργεί σωστά. Ακολουθούνται τα συμφέροντα ξένων κρατών και είναι πραγματικά σα να βρισκόμαστε σε πόλεμο. Βιώνουμε ένα άτυπο κοινωνικό πόλεμο.
Αν έγραφες τώρα ένα έργο από πού θα έπαιρνες έμπνευση;
Από τα ανθρώπινα πάθη. Είναι ένα ανεξάντλητο θέμα!
Η εμπειρία από τη δραματουργία πως είναι μέχρι στιγμής;
Βαριά! (σ.σ. γέλια) Δυσκολεύτηκα πολύ γιατί είχα ταυτόχρονα τους Βρικόλακες και είχαμε τις πρόβες, οπότε δεν είχα ωράριο. Για να κάνεις δραματουργία πρέπει να το έχεις σπουδάσει ή να αγαπάς πάρα πολύ ένα κείμενο και να το πονάς.
Ποια θέση έχει το θέατρο στη ζωή σου; Πόσο έχει αλλάξει τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι προς τους άλλους;
Νομίζω με έχει κάνει πιο ανεχτική. Πάντα έδινα περιθώριο στους άλλους, αλλά αυτό που μου έδωσε το θέατρο είναι να μπαίνω βαθύτερα στις ψυχολογίες των άλλων και να βλέπω πως υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από αυτό που βγαίνει προς τα έξω. Αυτό με βοήθησε και στους ρόλους που υποδύομαι, δηλαδή ακόμη και τους πιο στρυφνούς και σκοτεινούς χαρακτήρες τους πλησιάζω με πολλή κατανόηση.
Στον ελεύθερο σου χρόνο τι σου αρέσει να κάνεις;
Μου αρέσει πολύ να διαβάζω, όταν διαβάζω αισθάνομαι πως γίνομαι ένας από τους ήρωες και πλάθω στη φαντασία μου τα πάντα, να ταξιδεύω και να έχω δίπλα μου αγαπημένους μου ανθρώπους.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Το καλοκαίρι θα κάνω την Αρετούσα στον Ερωτόκριτο σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη που θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα και θα δοθούν και δυο παραστάσεις στο εξωτερικό.
Info:
Η παράσταση «Αρμαντέιλ» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη παίζεται για λίγες ακόμη παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 20:00 στο Σύγχρονο Θέατρο.
Συνέντευξη στον Αναστάση Πινακουλάκη
Φωτογραφίες παράστασης: Τάκης Λυκοτραφίτης