Θέατρο | Συνέντευξη Θανάσης Τσαλταμπάσης: “Ερωτας είναι αυτή η δουλειά”
Ο λόγος φυσικά για το Θανάση Τσαλταμπάση, ένα πηγαίο κωμικό ταλέντο που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στο χώρο του θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, συμμετείχε απο μικρός σε τοπικές θεατρικές ομάδες, ενώ το 1996 παίζει στη Μελωδία της Ευτυχίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Λίγα χρόνια αργότερα περνάει στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και φεύγει για την Κοζάνη, όπου συμμετέχει σε θεατρικές ομάδες αλλά και σε παραστάσεις του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Το 2005 κατεβαίνει στην Αθήνα, φοιτεί στη σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη και η πορεία του στο χώρο έχει μόλις ξεκινήσει… Φέτος τον απολαμβάνουμε στην κωμωδία “Η Γιαγιά” παρέα με τον Νίκο Ορφανό, σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη, στο θέατρο Αριστοτέλειο στη Θεσσαλονίκη μέχρι 22/12 και από 3/12 στο Θέατρο Διάνα στην Αθήνα κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Μας μίλησε λοιπόν τόσο για την παράσταση στην ποία συμμετέχει όσο και για την κρίση που βιώνει το επάγγελμα του αυτή την περίοδο…
Στο έργο υποδύεσαι μια γιαγιά. Πόσο εύκολο είναι για έναν ηθοποιό να υποδύεται έναν ρόλο του αντίθετου φύλου;
Δεν ξέρω αν είναι θέμα ευκολίας ή δυσκολίας, αλλά οι κόντρα ρόλοι πάντα είναι πρόκληση στο θέατρο. Για να μιλήσω προσωπικά, όσο πιο διαφορετικός από μένα είναι ο ρόλος που υποδύομαι, τόσο πιο πολύ μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Νομίζω δεν υπάρχει πιο κόντρα ρόλος για έναν νέο άντρα να υποδύεται μια γυναίκα γιαγιά. Φυσικά υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες, η κίνηση κλπ. εμφανή πράγματα δηλαδή που χτυπούν αμέσως στο μάτι του θεατή για το αν γίνονται σωστά ή όχι, που όμως λύνονται με τη βοήθεια του σκηνοθέτη. Βέβαια εγώ υποδύομαι έναν άντρα που κάνει τη γιαγιά και αυτό έχει μια μικρή διαφορά. Μπορεί να έχει κάποιες ατέλειες ενός ερασιτέχνη ηθοποιού, όπως είναι ο τύπος που υποδύομαι, που στέκει θεατρικά και πείθει το κοινό, ότι μέχρι ένα σημείο βλέπει μια γιαγιά. Όμως , αν παρατηρήσεις κάποιες λεπτομέρειες και τις συγκρίνεις μετά στο μυαλό σου, εξηγείται γιατί αυτός δεν ήταν όντως η γιαγιά.
Η παράσταση θίγει επίσης και το θέμα της ληστείας, στην οποία ο ληστής είναι μετανάστης. Η επιλογή ήταν τυχαία;
Αυτό είναι από γραφής έτσι, αλλά είναι μια πραγματικότητα δοσμένη με τέτοιο τρόπο που τελικά το μήνυμα του έργου μας όχι μόνο δεν είναι ρατσιστικό, αλλά αντιρατσιστικό. Απλά έχει σχέση με το πως συνδέουμε στο κεφάλι μας κάποια πράγματα, ότι π.χ. αυτός που θα μας κλέψει είναι αλλοδαπός. Επίσης, είναι και μια θεατρική «λύση» για το έργο, γιατί ένας Πακιστανός βοηθάει να φύγεις από το πραγματικό σου πρόσωπο, δεδομένου ότι βάφεσαι κλπ. Βλέπεις είναι Έλληνες και οι δύο , επομένως έπρεπε να μεταμφιεστεί κάπως ο ληστής ώστε να μην τον καταλάβει ο άλλος. Ένας άλλος λόγος είναι ότι όντως υπάρχουνε αλλοδαποί στη χώρα μας. Αλλά κι εγώ προσωπικά και νομίζω και η παράσταση μας το δείχνει, ότι δεν φταίνε αυτοί οι άνθρωποι, αλλά η κατάσταση της χώρας μας.
Τελικά αυτό που λένε ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι διαφορετικό από το κοινό της Αθήνας ισχύει ή όχι;
Δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι όπως σε διαφορετικές χώρες βρίσκουμε διαφορετικές κουλτούρες, ακόμα και στην ίδια χώρα σε διαφορετικά σημεία της, βρίσκουμε επίσης διαφορετικές κουλτούρες κατά κάποιο τρόπο. Αυτό το βλέπω σε όλη την επαρχία, δηλαδή σε όποια πόλη και να πάω έχει το δικό της ύφος και το κοινό έχει έναν άλλο τρόπο που αντιδράει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κάτι μαζικό ή πως εξηγείται, αλλά σίγουρα το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι εκπαιδευμένο θεατρικά, έχει δει θέατρο, είναι φιλότεχνο και το κριτήριο του είναι αρκετά υψηλό θα έλεγα. Τώρα δεν νομίζω ότι μπορώ να το συγκρίνω με της Αθήνας. Ίσως εδώ διψάνε πιο πολύ για θέατρο, ο κόσμος έρχεται πιο ενθουσιασμένος. Στην Αθήνα ίσως να έρχεται λίγο πιο καχύποπτος. Αυτό έχει και τα καλά και τα κακά, γιατί κι εδώ μπορεί να αντιμετωπίσεις ένα ψυχρό κοινό, που ευτυχώς όμως δε μου ‘χει τύχει. Αν κι εγώ νομίζω ότι η ίδια η παράσταση μιλά από μόνη της. Αν εσύ έχεις ένα καλό έργο, το κοινό θα ανταποκριθεί κι ας είναι και το πιο «αυστηρό». Αν εσύ το κερδίσεις με το σπαθί σου, θα το κερδίσεις είτε βρίσκεσαι στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη.
Για σένα πόσο εύκολο είναι να παίζεις στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Είναι πολύ ευτυχές να παίζω εδώ. Εγώ πάντα ήθελα να παίζω στη Θεσσαλονίκη, πάντα χαίρομαι όταν παίζω και η φετινή μου προσπάθεια ήταν να ξεκινήσει μια παράσταση από δω, όπως κι έγινε. Η παράσταση κάνει το ανάποδο, ξεκινάει από Θεσσαλονίκη για να πάει στην Αθήνα. Ήταν ένα όνειρο που είχα κι ευτυχώς εκπληρώθηκε φέτος κι ελπίζω να έχει και συνέχεια.
Τι ήταν αυτό που σε κέρδισε στην ηθοποιία αλήθεια; Πως από Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στην Κοζάνη κατέληξες στην υποκριτική;
Μηχανολόγος καταρχήν (γέλια). Δε με κέρδισε τότε, με είχε κερδίσει πολύ πιο πριν το θέατρο.
Εννοώ τι σε έκανε και πήρες την απόφαση και κατέβηκες στην Αθήνα.
Θα σου έλεγα καλύτερα τι με έκανε να θέλω να γίνω Μηχανολόγος Μηχανικός, γιατί ηθοποιός το είχα σίγουρο ότι θα γίνω. Μηχανολόγος Μηχανικός πήγα να γίνω εξαιτίας του πατέρα μου, γιατί κάνει αυτή τη δουλειά. Οπότε νομίζω ότι λοξοδρόμησα όσον αφορά αυτό, κι όχι όσον αφορά το θέατρο, γιατί από μικρός ήξερα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός κ πάντα έλεγα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Τώρα επειδή είναι ένα επάγγελμα ανασφαλές από τη φύση του και λίγο ιδιαίτερο για τον «απλό» κόσμο, δεν ακούς τακτικά κάποιον να λέει ότι είναι ηθοποιός. Πάντα υπάρχει λοιπόν μια μαγεία, ένα μυστήριο γύρω απ’ αυτό, οπότε συνήθως θεωρούμε, ότι το θέατρο είναι η δεύτερη λύση. Για μένα όμως ήταν η κύρια λύση. Για μένα πάρεργο ήταν το άλλο, το οποίο δεν έγινε κιόλας. Το παράτησα τελευταίο έτος. Την κοπάνησα.
Στο βιογραφικό σου διάβασα ότι είχες παίξει στη Μελωδία της Ευτυχίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Ήμουνα 15 χρονών, στα μέσα της εφηβείας μου, οπότε δεν μπορώ να την ονομάσω συνεργασία, περισσότερο σαν παιχνίδι το έβλεπα και ως κάτι πολύ μεγεθυμένο στο μυαλό μου, γιατί είχα ξαφνικά μπροστά μου την Αλίκη Βουγιουκλάκη που είχα μεγαλώσει με ταινίες της. Δεν περίμενα καν ότι θα την δω από κοντά, πόσο μάλλον ότι θα την βλέπω καθημερινά και θα παίζω μαζί της. Κι επειδή πέθανε κιόλας εκείνη τη χρονιά μου έμεινε αυτή η εικόνα του μύθου. Δεν απομυθοποιήθηκε καθόλου στα μάτια μου. Ήταν μια εμπειρία ζωής, που θα την θυμάμαι πάντα όχι επαγγελματικά, αλλά ως μια εμπειρία ζωής στα μέσα της εφηβείας μου.
Παρά το νεαρό της ηλικίας σου, έχεις συνεργαστεί όμως με πολύ μεγάλα ονόματα της υποκριτικής τέχνης. Τι έχεις αποκομίσει απ’ τον καθένα προσωπικά;
Τα πάντα. Ό,τι μπορούσα να κλέψω το έκλεψα, την εργατικότητα, την πειθαρχία, το ήθος, τι είναι θέατρο, τι νομίζουν άλλοι ότι είναι θέατρο και τι δεν είναι τελικά. Τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αφοσιώνεσαι και να αγαπάς αυτή τη δουλειά και να την κάνεις σωστά για να μείνεις χρόνια στο χώρο. Φυσικά συμβουλευόμουνα πολύ τους μεγαλύτερους και τα έχω ρουφήξει όλα με το παραπάνω. Δεν αφήνω ποτέ τις ευκαιρίες να χάνονται σε οποιοδήποτε τομέα, πόσο μάλλον σ’ αυτό που είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι.
Πόσο σε έχει επηρεάσει η κρίση εσένα προσωπικά; Έχεις περιορίσει πράγματα που έκανες στο παρελθόν;
Με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, όπως όλους. Οι δουλειές έχουνε μειωθεί κατακόρυφα, ενώ και οι απολαβές έχουνε μειωθεί πάρα πολύ. Από πολλές δουλειές περιμένουμε και δεν πληρωνόμαστε, αλλά το θετικό που βγαίνει απ’ όλη αυτήν την κατάσταση είναι ότι πλέον επιλέγουμε με ισχυρότερα κριτήρια τις δουλειές μας. Εγώ θέλω να πιστεύω ότι το έκανα και πριν, αλλά πολύ περισσότερο τώρα με την κρίση, επιλέγω πολύ προσεκτικά το κείμενο, τους συνεργάτες, τους πάντες για να είμαι σε μια δουλειά, είτε είναι θέατρο είτε τηλεόραση είτε κινηματογράφος.
Μέσα στο έργο αναφέρεσαι και στα τούρκικα σήριαλ. Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να παίζεις σε μια ζώνη με ανταγωνιστές τουρκικές και όχι ελληνικές σειρές;
Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Είναι μια εποχή που συμβαίνει αυτό, είναι η εποχή των τούρκικων. Ίσως είναι λογικό αυτό που συμβαίνει, γιατί κάπως πρέπει να αγοραστεί ένα πιο φτηνό προϊόν, από το να ετοιμαστεί μια καινούργια ελληνική παραγωγή, που και η πιο φτηνή κοστίζει 60 φορές παραπάνω από ένα έτοιμο αγορασμένο επεισόδιο. Θα μου πεις, γιατί δεν υπάρχουν και σήριαλ άλλων χωρών; Εντάξει, άλλες φορές υπήρχαν βραζιλιάνικα, άλλοτε μεξικάνικα, τώρα υπάρχουν τα τούρκικα. Στις δύσκολες εποχές βρίσκουν και οι ιδιοκτήτες των καναλιών διεξόδους για να τους βγει πιο οικονομικά η χρονιά και η ψυχαγωγική ζώνη. Γι’ αυτό το λόγο γίνεται. Θα ήθελα να γίνονται περισσότερα ελληνικά σήριαλ, εννοείται, αλλά τι να κάνουμε; Θα προσαρμοστούμε τώρα.
Μέσα σε 6 χρόνια από τότε που ξεκίνησες να ασχολείσαι επαγγελματικά με την υποκριτική, έχεις κάνει και τηλεόραση και θέατρο και κινηματογράφο. Ποιο από τα τρία σ’ αρέσει περισσότερο;
Το καθένα έχει τη δική του χάρη. Η λατρεία των ηθοποιών πάντα είναι προς το θέατρο, γιατί το πρωτόγονο συναίσθημα του ανθρώπου που θέλει να γίνει ηθοποιός, είναι να παίζει μπροστά σε κοινό. Αυτή η άμεση επαφή λοιπόν υπάρχει στο θέατρο. Μ’ αυτήν την έννοια νιώθω πιο πολύ θεατρίνος, αλλά και τα άλλα δύο μέσα έχουν τρομερή δύναμη και μαγεία, που μ’ αρέσουνε επίσης πολύ όταν γίνονται καλά. Γιατί μπορεί να είσαι σ’ ένα σήριαλ με συνθήκες πολύ καλύτερες από μια χάλια παράσταση στο θέατρο ας πούμε και να προτιμήσω την τηλεόραση. Όλα μου αρέσουν. Στην τηλεόραση ας πούμε παίζεις σε μια σειρά και λες κάτι και την άλλη μέρα το ξέρουν τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Αν το σκεφτείς είναι λίγο μαγικό προς το τρελό… Στον κινηματογράφο πάλι πας δύο μήνες, γυρίζεις την ταινία σε διάφορα σημεία της Αθήνας ή της Ελλάδας, στην αρχή γυρνάς την 50 σελίδα, την άλλη μέρα κάνεις την 10, και όλα αυτά τα βλέπεις ξαφνικά ενωμένα σε μια τεράστια οθόνη και ακόμα κι εσύ λες «τι έγινε;» και σε συνεπαίρνει και ξεχνάς τι έχεις κάνει. Το καθένα έχει μια μαγεία που μ’ αρέσει ξεχωριστά, αλλά νομίζω ότι ένα κλικ περισσότερο μ’ αρέσει το θέατρο.
Πριν λίγες ημέρες εμφανίστηκες στην οπερέτα «Ο Βαφτιστικός» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μίλησε μας λίγο γι’ αυτήν σου την εμπειρία.
Το έργο αυτό είναι μια οπερέτα, στην οποία όλοι οι ρόλοι τραγουδάνε, εκτός από έναν, το Βαφτιστικό και συνήθως στις παραστάσεις που ανεβαίνουν παίζουν ηθοποιοί της Λυρικής, που τραγουδάνε δηλαδή, και το συγκεκριμένο ρόλο τον κάνει ένας ηθοποιός της πρόζας. Φέτος λοιπόν με πήρανε για να κάνω αυτό το ρόλο. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Για μένα βέβαια δε μετράει ο χώρος όσο το πώς κάνουμε τα πράγματα. Με το ίδιο πάθος θα έπαιζα στο Μέγαρο, στην Επίδαυρο, ή σ’ ένα θέατρο δέκα θέσεων αν χρειαζόταν. Βέβαια είναι πολύ ωραίο να παίζεις σ’ ένα τέτοιο χώρο και με τέτοιους συνεργάτες και με τέτοια έργα και πόσο μάλλον με τη σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου που ήταν για μένα εμπειρία ζωής. Ο σκηνοθέτης μας είναι από τους κορυφαίους θεατρανθρώπους πιστεύω αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία για μένα, γιατί με βοήθησε να εξελιχθώ και τεχνικά, γιατί σε μια αίθουσα 1600 ατόμων, κλειστή με τρείς εξώστες, είναι δύσκολο να περάσεις την ενέργεια σου και τη φωνή σου στο κοινό. Και εφόσον το πέτυχα πήρα νομίζω ένα μεγάλο μάθημα, μου κάνε πολύ καλό και πρακτικά.
Τι θα έλεγες στα παιδιά που θέλουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά φοβούνται να το πράξουν λόγω κρίσης, λόγω ανεργίας;
Έχουν δίκιο να φοβούνται έχω να πω από τη μια, αλλά αν γι’ αυτούς είναι ζήτημα ζωής και θανάτου κυριολεκτικά, δηλαδή αν αισθανθούν ότι δεν μπορούν να ζήσουνε χωρίς αυτή τη δουλειά, τότε ας την κάνουνε κι ας περιμένουνε και το οποιοδήποτε κόστος, γιατί έτσι είναι τα πράγματα, αν αγαπάς κάτι πρέπει να παλέψεις γι’ αυτό, σ’ όλους τους τομείς. Δεν μπορείς να κάθεσαι σπίτι σου και να περιμένεις να σε πάρει τηλέφωνο ο έρωτας της ζωής σου, πρέπει να βγεις έξω βόλτα να το συναντήσεις, να του δώσεις ευκαιρία, να σου δώσει κι αυτός ευκαιρία. Κι έτσι είναι και μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί έρωτας είναι κι αυτή η δουλειά. Θέλει να δοθείς και να αφοσιωθείς. Αν είναι έτοιμοι λοιπόν να αφοσιωθούν σ’ ένα στόχο και να μην αποκλίνουνε στιγμή απ’ αυτόν σα να κάνουνε πρωταθλητισμό στο στίβο, να το κάνουν. Αλλά στο στίβο θα το κάνουν για 20 χρόνια, ενώ αυτό θα το κάνουνε για μια ζωή. Δε θέλω βέβαια να ακούγεται τόσο βαρύ, γιατί αν το αγαπάς το κάνεις με χαρά, αλλά δεν παύει να είναι ένα πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο επάγγελμα. Πρέπει να το φιλοσοφήσεις πολύ και να σκεφτείς αν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό. Αν αισθανθείς ότι μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό, μην το κάνεις. Αυτή είναι η συμβουλή μου.