Πάμε Θέατρο; Τι είδαμε, τι προτείνουμε, τι έρχεται… (09/05)
H στήλη αυτής της εβδομάδας αφιερώνεται στη μνήμη του Κώστα Καρρά. Πάλεψε με την επάρατη νόσο και μετά από άνιση μάχη άφησε τη τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής σε ηλικία 76 χρόνων. Γι ‘ άλλη μια φορά ο καλλιτεχνικός κόσμος βυθίστηκε σε απέραντη θλίψη. Καλό του ταξίδι…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΡΑΣ
1936 – 2012
Ο Κώστας Καρράς γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1936 στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν απόφοιτος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. Το 1963 αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη και την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στην “Ποντικοπαγίδα” της Αγκάθα Κρίστι. Τότε ξεκίνησε την επιτυχημένη του συνεργασία με την Έλλη Λαμπέτη και εμφανίστηκε μεταξύ άλλων και σε έργα όπως “Γυμνοί στο Πάρκο” του Νιλ Σάιμον και στο “Λεωφορείον ο Πόθος” του Τένεσι Ουίλιαμς. Από τότε δημιούργησε δικά του θεατρικά σχήματα και σημείωσε προσωπική επιτυχία στο “Ημερολόγιο ενός τρελού” του Γκόγκολ και στο “Blithe Spirit” του Νόελ Κάουαρντ. Στον ελληνικό κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961. Η καλύτερή του κινηματογραφική εμφάνιση θεωρήθηκε ο ρόλος του Μενέλαου στην “Ιφιγένεια” του Μιχάλη Κακογιάννη (1977). Στην ελληνική τηλεόραση πρωταγωνίστησε με μεγάλη επιτυχία σε πολλά σίριαλ. Από το 2000 μέχρι το 2007 ήταν βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν παντρεμένος με την Αγγελική Μπαρούτσου με την οποία είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Βασίλη. Το 2006 έμαθε από τον γιατρό του ότι έχει προσβληθεί από καρκίνο στον προστάτη. Διατέλεσε επίτιμος πρόεδρος στο “Χαμόγελο του παιδιού” από το 1994. Διοργάνωσε τον πρώτο διεθνή έρανο για τα θύματα του πολέμου της Βοσνίας. Επανειλημμένως έδωσε παραστάσεις για την ενίσχυση ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Βραβεύθηκε από πολλές οργανώσεις και συλλόγους για την κοινωνική και ανθρωπιστική του δράση (Λάιονς, Χαμόγελο του Παιδιού, δήμοι και κοινότητες).
ΕΙΔΑΜΕ…
(από την Tατιάνα Θεοδώρου)
«To έκτο πάτωμα» του Alfred Gehri
Ευφρόσυνα, ρυθμικά τραγούδια, γεννημένα από ποικίλα μουσικά όργανα και ρωμαλέες, μελωδικές φωνές, περίτεχνες χορογραφίες από ανθρώπινες φιγούρες ελαστικές σαν κινούμενα σχέδια, εντυπωσιακά, πλούσια σκηνικά και έντονοι, αποφασιστικοί φωτισμοί όλο εναλλαγές… Κι όλα τα παραπάνω, να καθορίζονται από μια ενιαία ατμόσφαιρα – απόρροια ενός συγκεκριμένου χωροχρόνου και να περιπλέκονται τριγύρω από το γαϊτανάκι μιας ιστορίας, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην τέρψη των κυρίαρχων εξωτερικών μας αισθήσεων: της όρασης και της ακοής. Αυτό είναι το μιούζικαλ. Το «επιδόρπιο», το «γλυκό» της θεατρικής τέχνης, κάτι σαφώς ευπρόσδεκτο στους περισσότερους θεατρόφιλους έπειτα από μια σειρά πιθανότατα «βαρέων κυρίως γευμάτων»: τραγωδιών, δραμάτων, κοινωνικών έργων, γενικά όλων εκείνων που στοχεύουν σε ένα πνευματικό «ταρακούνημα», στην αφύπνιση υπαρξιακών και λοιπών προβληματισμών μας. Κι όμως, η ποιότητα της υπόθεσης που διαδραματίζεται σε ένα μιούζικαλ δεν είναι κάτι το εντελώς ήσσονος σημασίας. Αντίθετα, από αυτήν εξαρτάται κατά πολύ η τελική αξία του. Πίσω από κάθε τραγούδι, πίσω από κάθε χορευτικό νούμερο, ένα κίνητρο, κάποιο συναίσθημα οφείλει να ελλοχεύει και να του προσδίδει ψυχή. Κι αν η χαλαρή πλοκή ενός θεατρικού κειμένου που προορίζεται για μιούζικαλ δε δύναται να παράσχει τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες και τα δυνατά συναισθήματα που έχει ανάγκη μια παράσταση ώστε να αιχμαλωτίσει την προσοχή των θεατών, αυτό το ρόλο οφείλει τότε να επωμιστεί (κι έτσι συνήθως πράττει) η σκηνοθεσία.
Το «Έκτο πάτωμα» του Alfred Gehri δεν ανήκει σίγουρα στην ομάδα των μιούζικαλ με τις ιδιαίτερα σπινθηροβόλες υποθέσεις. Δεν είναι παρά ένα διακριτικό κρυφοκοίταγμα στις ιδιωτικές ζωές των ενοίκων του έκτου ορόφου μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι την προπολεμική εποχή του 1930 – εποχή που χαρακτηρίζεται από μια οικονομική ύφεση όμοια με αυτή που ταλανίζει σήμερα τη δική μας χώρα. Η καθημερινότητα των ενοίκων του έκτου πατώματος, σχετικά συνηθισμένη και ήπια: προβλήματα ρουτίνας, όπως αδυναμία πληρωμής του ενοικίου και οικογενειακοί – γειτονικοί μικροκαυγάδες, ναυαγισμένα όνειρα και φρούδες φιλοδοξίες κυρίως καλλιτεχνικού περιεχομένου, φλερτ και ερωτικά μπερδέματα σύντομης διάρκειας και αμφιβόλου έντασης… Ίσως πολλοί από εσάς να έχετε παρακολουθήσει την παράσταση του «Έκτου πατώματος» όπως αυτή ανέβηκε το 1992 στο θέατρο «Περοκέ» (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Έξαρχου και σε διασκευή του πρωτότυπου κειμένου από την Άννα Παναγιωτοπούλου), όπου σημείωσε τεράστια επιτυχία. Σ’ αυτήν φυσικά συνέβαλαν κατά κύριο λόγο τα δεκαεφτά υπέροχα τραγούδια που συνέθεσε ο Σταμάτης Κραουνάκης, των οποίων τους σπιρτόζικους στίχους έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου, και φυσικά οι ηθοποιοί – μορφές που έπαιξαν στην παράσταση (Άννα Παναγιωτοπούλου, Νένα Μεντή, Τάσος Χαλκιάς κ.α.) Είκοσι χρόνια μετά, η Μαριάννα Κάλμπαρη αποτολμώντας να εμφυσήσει φρέσκια πνοή στο συγκεκριμένο έργο, θέτει στον εαυτό της ένα δύσκολο στοίχημα: τη δημιουργία μιας παράστασης, αν όχι αντάξιας της «ιστορικής» εκείνης του 1992, εντούτοις ξεχωριστά διαφορετικής, που να έχει φυσικά να προσφέρει κάτι το καινούριο. Το μέγεθος της ήδη τρανής πρόκλησης της σκηνοθέτιδος έρχονται να ενισχύσουν κι άλλοι αποθαρρυντικοί παράγοντες, όπως η σε πολλά σημεία «σκουριασμένη» θεματική του θεατρικού κειμένου (σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, η εγκυμοσύνη μιας ανύπαντρης νέας π.χ. δεν προκαλεί δα και τόσο μεγάλο πάταγο, ενώ όσοι από μας ζούμε σε πολυκατοικίες σπανίως γνωρίζουμε τόσο καλά τους γείτονές μας). Αρνητικά ακόμα λειτουργεί και η οριακή λιτότητα των οπτικοακουστικών μέσων που επιλέγονται: ανύπαρκτα σκηνικά (εκτός από κάτι ασημένιες λουρίδες που κρέμονται στο βάθος της σκηνής και μια σειρά λαμπτήρων πυρακτώσεως που πασχίζουν να προσδώσουν λάμψη στο όλο θέαμα – όλα αυτά μάλλον συμβατικές επιλογές του Κωνσταντίνου Ζαμάνη) και μονάχα ένα μουσικό όργανο (πιάνο) στο πλάι της σκηνής για να συνοδεύει τα τραγούδια. Έχοντας ως δεδομένες αυτές τις αδυναμίες, εύκολα συμπεραίνουμε ότι το βάρος της επιτυχίας του θεάματος πέφτει πλέον εξ’ ολοκλήρου στις πλάτες των ηθοποιών, οι οποίοι καλούνται να καταπλήξουν πάνω στη σκηνή υπό μια εξαιρετική σκηνοθετική, χορευτική και φωνητική καθοδήγηση, συγκαλύπτοντας έτσι την έλλειψη μιας πλούσιας και καλαίσθητης (αρμόζουσας στο είδος του μιούζικαλ) σκηνογραφίας και την απουσία μιας πιο πληθωρικής μουσικής που θα μπορούσε να προσφέρει μια μεγαλύτερη ορχήστρα, ή έστω, ένα συνθεσάιζερ…
Η παράσταση ξεκινά δυναμικά με τη σπαρταριστή είσοδο στη σκηνή ενός βλοσυρού νεαρού «φρικιού» (Στέλιος Δημόπουλος), ενός αλλόκοτου «διευθυντή σκηνής» ξεκαρδιστικού στην όψη, που «μαλώνει» με τους προβολείς και μας ξεναγεί ανόρεχτα στο χώρο της δράσης, ξαφνιάζοντας ευχάριστα τις προσδοκίες μας. Το άρωμα της πρωτοτυπίας εντείνεται κι άλλο με την παρουσία ενός ακόμα βοηθητικού ηθοποιού (Άρης Γεροντάκης) που επιτελεί επιτυχημένες μιμήσεις ήχων πίσω από ένα μικρόφωνο∙ ήχους που κανονικά θα έκαναν τα ανύπαρκτα σκηνικά (π.χ. οι πόρτες του ορόφου που ανοιγοκλείνουν), αλλά και παιχνιδιάρικους ήχους – σχόλια ανάλογα με τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Όμως, οι δυο αυτές πνευματώδεις σκηνοθετικές εμπνεύσεις, που μοιάζουν αρχικά να προωθούν μια ασυνήθιστη μείξη του είδους του μιούζικαλ με αυτό της παρωδίας, αποδεικνύονται δυστυχώς και οι… μόνες. Στη συνέχεια δυστυχώς το στοίχημα χάνεται, και μένουμε να παρατηρούμε βαριεστημένοι το μεγαλύτερο ποσοστό έως όλους τους ηθοποιούς να παρελαύνουν αδιάκοπα πάνω στη γυμνή σκηνή που φωτίζεται κατά μήκος και κατά πλάτος πάντα με όμοια ένταση (ο σχεδιασμός των φωτισμών ανήκει στον Γιώργο Τέλλο) και να συγχωνεύονται σε μια υπερβολικά ομοιογενή μάζα, μια ανθρώπινη «σούπα» που διαρκώς πάλλεται χωρίς ιδιαίτερο νόημα και σκοπό. Κανείς από τους ηθοποιούς δεν απολαμβάνει το προνόμιο να βρίσκεται στο επίκεντρο όποτε αυτό καθίσταται απαραίτητο κι έτσι οι χαρακτήρες, αντί να φωτίζονται, χάνουν όλο και περισσότερο την αίγλη τους όσο η υπόθεση κυλά. Τα γεγονότα συμβαίνουν απανωτά ή ακόμα και… παράλληλα, μπερδεύοντας τον θεατή που δεν ξέρει που να πρωτοεστιάσει την προσοχή του. Το θέαμα καταλήγει να σε ζαλίσει και, εν τέλει, να σε κουράσει, με αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να εύχεσαι να συμβεί επιτέλους «κάτι», ή όλη αυτή η κατάσταση να λάβει πια έναν επίλογο. Οι ερμηνείες των τραγουδιών από τους ηθοποιούς υπό τη διδασκαλία του Αλέξη Πρίφτη απλά ικανοποιητικές – καμιά δεν εντυπωσιάζει, ούτε χάρη στις φωνητικές δυνατότητες, ούτε χάρη σε κάποιο ιδιαίτερο, προσωπικό «στίγμα» του εκάστοτε ερμηνευτή (κάτι το δύσκολο έως ακατόρθωτο, μιας και οι ηθοποιοί, αντιστοίχως και με τον τρόπο που παίζουν, συνήθως τραγουδούν χορωδιακά ή όλοι μαζί, αναλαμβάνοντας να πουν ο καθείς τους από έναν ή δυο στίχους του ίδιου τραγουδιού). Στο ίδιο πνεύμα και οι χορογραφίες της Βάλιας Παπαχρήστου: «εύκολες» και αδιάφορες, σε κάνουν να νοσταλγείς εκείνες τις περίτεχνες, τόσο εκφραστικές χορογραφίες των μιούζικαλ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και τους δεινούς ηθοποιούς – χορευτές του τότε καιρού (Μάρθα Καραγιάννη, Ντίνος Ηλιόπουλος κ.α.). Τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη ζωηρόχρωμα, χτυπητά και, αρκετά από αυτά, όμορφα (ξεχωρίζουν τα φορέματα της Γκρίζας Κυρίας), εντούτοις παντελώς ασύνδετα μεταξύ τους και δίχως να σηματοδοτούν μια ξεκάθαρη εποχή, ορισμένα δε υπερβολικά παραφορτωμένα (Σπιτονοικοκυρά, Ζερμαίν). Θα ήταν άδικο για τους ηθοποιούς να αναφερθώ πιο συγκεκριμένα στις ερμηνείες τους, μιας και αυτές συνθλίβονται κάτω από το βάρος μιας άδικης σκηνοθετικής γραμμής. Αρκεί να γράψω ότι όλοι τους ήταν αξιοπρεπείς στο βαθμό που μπόρεσαν, κατέστη όμως τεχνικά αδύνατον μέσα από αυτή την παράσταση να καταφέρει έστω και ένας τους να ξεχωρίσει υποκριτικά.
Συνοψίζοντας, τελικά ναι, όπως αναγράφεται και σε πολλές διαδικτυακές ιστοσελίδες, η σκηνική αυτή εκδοχή του «Έκτου πατώματος» κάνει νύξεις στην κρίση του σήμερα, όχι όμως τόσο μέσα από το νόημα των περιστατικών που αναπαριστά, όσο μέσω της γενικής ένδειας που κυριαρχεί στη σκηνή – ένδεια που δεν οφείλεται τόσο στα πενιχρά σκηνικά μέσα, όσο στην έλλειψη καινοτόμων ιδεών, ευρηματικότητας και φαντασίας. Μοναδική «δύναμη» της παράστασης η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη∙ μολαταύτα, αν έχετε ήδη ακούσει τα συγκεκριμένα τραγούδια του ερμηνευμένα προ εικοσαετίας από Παναγιωτοπούλου, Μεντή, Μπαλανίκα κ.α., η τωρινή τους απόδοση θα σας απογοητεύσει.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Τζίνα Αλιμόνου, Αιμιλία Βασιλακάκη, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ευγενία Δημητροπούλου, Διαμαντής Καραναστάσης, Γιάννης Στεφόπουλος, Άρις Γεροντάκης, Μαριλού Κατσαφάδου, Ασπασία Κοκόση, Ρούλα Μανιάτη, Γιάννης Παπαϊωάννου, Δημήτρης Παπανικολάου, Δημήτρης Τσολάκης. Συμμετέχουν: Διονύσης Καλογερόπουλος (πιάνο), Στέλιος Δημόπουλος (Διεύθυνση σκηνής).
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ: 10 IOYNIOY 2012
ΘΕΑΤΡΟ: ΙΜΚ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, ΑΙΘΟΥΣΑ «ΘΕΑΤΡΟ»)
- Διασκευή: Άννα Παναγιωτοπούλου
- Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
- Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
- Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
- Μουσική Επίβλεψη & Διδασκαλία Τραγουδιών: Αλέξης Πρίφτης
- Μουσική επένδυση: Διονύσης Καλογερόπουλος
- Χορογράφος: Βάλια Παπαχρήστου
- Σκηνικά & Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
- Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Τέλλος
- Ηχητική Επένδυση: Άρης Γεροντάκης
- Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Δάφνη Σκρουμπέλου
- Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Μητροπούλου
- Φωτογραφίες: Βαγγέλης Κύρης
- Διεύθυνση Παραγωγής: Σταύρος Καπελούζος
- Διεύθυνση: Πειραιώς 206, Ταύρος
- Πληροφορίες: 210.3418550
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Σάββατο στις 18.15
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00
(εκτός από 10, 11, 12 & 13 Μαΐου)
Τιμές εισιτηρίων:
€16
€10 (φοιτητικό)
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ…
(από την Κατερίνα Μαθιουδάκη)
«H παγίδα» του Ρομπέρ Τομά
Με το θεατρικό έργο «Η παγίδα» του Ρομπέρ Τομά ξεκινάει τις παραστάσεις η εταιρία θεάτρου «ΕΛΙΑ» που ίδρυσαν η Αννέτα Παπαθανασίου και ο Γιώργος Φρατζεσκάκης, στον δικό τους χώρο στο Βοτανικό, το θέατρο «ELIART». Σ’ ένα κοσμικό χειμερινό θέρετρο, ένας άντρας δηλώνει στον επιθεωρητή της περιοχής την εξαφάνιση της συζύγου του. Ωστόσο, μετά από λίγο εμφανίζεται μία κυρία που συστήνεται ως η σύζυγός του. Ο επιθεωρητής βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα: Ποιόν θα πιστέψει; Τον άντρα που ορκίζεται πως βλέπει για πρώτη φορά αυτή τη γυναίκα ή μήπως τη γυναίκα που επιβεβαιώνει κάθε στοιχείο της ταυτότητάς της; Ο θεατής, λάτρης του αστυνομικού έργου ή όχι, μπλέκεται κι αυτός στην παγίδα του Τομά και σε όλη την διάρκεια της παράστασης συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι «γάτας και ποντικιού», προσπαθώντας να εξηγήσει τι συμβαίνει. Ένα έργο με χιούμορ και ανατροπές που κρατάει τον θεατή με κομμένη την ανάσα.
«Η παγίδα» γράφτηκε από τον Ρομπέρ Τομά το 1960 και αμέσως καταξιώθηκε ως ένα από τα πιο επιτυχημένα αστυνομικά έργα ξεπερνώντας τις 30.000 παραστάσεις παγκοσμίως, κάνοντας τον Άλφρεντ Χίτσκοκ να αγοράσει τα δικαιώματα για να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, σε μια εξαιρετική μετάφραση και διασκευή του ιδίου, η οποία κρατήθηκε σε αυτό το ανέβασμα του έργου.
Trailer:
Παίζουν: Χάρης Σώζος, Αννέτα Παπαθανασίου, Χρήστος Ευθυμίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Κορίνα Αλεξανδρίδου, Κωνσταντίνος Λεβαντής.
ΘΕΑΤΡΟ: ELIART
- Μετάφραση – Διασκευή: Δημήτρης Μυράτ
- Σκηνοθεσία: Γιώργος Φρατζεσκάκης
- Σκηνικό – Κοστούμια: Καλλιόπη Ζαφειροπούλου
- Μουσική επιμέλεια: Μαρία Χριστίνα Κριθαρά
- Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Βουτυρά
- Βοηθοί Παραγωγής: Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος, Ναταλία Νικολοπούλου
- Φωτογραφίες παράστασης: Chloé Kritharas
- Διεύθυνση: Κωνσταντινουπόλεως 127, Βοτανικός
- Πληροφορίες: 210.3477677
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Τιμές εισιτηρίων:
15€
10€ (φοιτητικό)
ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΞΑΝ ΣΕ «ΔΙΠΛΟ ΤΑΜΠΛΟ» ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΑΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ! (ΜΕΡΟΣ Δ’)
(από τον Αναστάση Πινακουλάκη)
Με την δραματική μείωση των τηλεοπτικών προγραμμάτων, το θέατρο ξανακερδίζει έδαφος στην συνείδηση του ελληνικού κοινού και βλέπουμε πολλές φορές ηθοποιούς να συμμετέχουν σε, παραπάνω από μία, παραστάσεις. Αποφασίσαμε να ξεχωρίσουμε μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους που τόλμησαν να καταπιαστούν με δύο ή τρεις παραστάσεις και κρίνουμε πως πέτυχαν και αξίζουν την προσοχή σας…
ΘΑΝΑΣΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ
Ο δημοφιλής ηθοποιός, πέραν της μεγάλης τηλεοπτικής του καριέρας, πρωταγωνιστεί χρόνια σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου. Φέτος πρωταγωνίστησε στην παράσταση «Κόκκινος Βράχος» και συμμετείχε στις «Πατρίδες» των Ρέππα -Παπαθανασίου. Η αλήθεια είναι πως και ‘γω εντάσσομαι σε εκείνους που δεν μπόρεσαν να βρουν εισιτήριο για τον «Κόκκινο Βράχο» του Ξενόπουλου γιατί η παράσταση έγινε σύντομα sold out. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης υποδυόταν τον Άγγελο, τον γοητευτικό ξάδερφο που επισκέφτηκε την ξαδέρφη του Φωτεινή στη Ζάκυνθο και δημιουργήθηκε ένας απαγορευμένος έρωτας. Στις «Πατρίδες» υποδύθηκε έναν Έλληνα που μετανάστευσε στη Γερμανία για να κερδίσει το ψωμί του. Ένα έργο βασισμένο σε αληθινές ιστορίες και ντοκουμέντα, αρκετά διαφορετικό από ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα από το γνωστό συγγραφικό δίδυμο των Ρέππα – Παπαθανασίου. Ο Ευθυμιάδης είχε πολύ καλή ερμηνεία, με έντονη έκφραση συναισθημάτων σε ένα κείμενο που ήταν ήδη πολύ δυνατό.
ΘΕΜΙΣ ΜΠΑΖΑΚΑ
Η Θέμις Μπαζάκα κατατάσσεται δικαίως ανάμεσα στις καλύτερες ηθοποιούς της χώρας μας. Τη φετινή θεατρική σεζόν συμμετείχε στον «Κόκκινο Βράχο» και τις «Πυρκαγιές». Στο πρώτο υποδυόταν την κυρία Σάντρη, τη μητέρα της Φωτεινής που ταίριαξε στη φιγούρα και τον χαρακτήρα μιας γυναίκας που ζει με τους επιβεβλημένους κοινωνικούς κανόνες. Στις «Πυρκαγιές» του Ουαζντί Μουαουάντ από την άλλη πλευρά, την είδαμε σε μια ανατριχιαστική ερμηνεία. Ένα έργο που εμπνέεται από τον μύθο του Οιδίποδα και τις ατελείωτες συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής. Η Θέμις έχει διπλό ρόλο, της Ναζίρα που εκπροσωπεί την παλιά γενιά των ανθρώπων και την Ναουάλ στην ώριμη φάση της ζωής της. Ως Ναζιρά προτρέπει την εγγονή της να φύγει από το σπίτι, να μορφωθεί, να μάθει να γράφει και να διαβάζει ώστε να βρει τη θέση της στην κοινωνία. Ως Ναουάλ, τη γυναίκα θρύλο που την συνοδεύει μια φρικτή ιστορία, ενώ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας με μερικούς μονολόγους που συγκίνησαν το θεατή. Η παράσταση παίχτηκε στην Κεντρική Αίθουσα του Εθνικού αλλά επί σκηνής, με τους θεατές δηλαδή να κάθονται στις θέσεις που είχαν τοποθετηθεί πάνω στην σκηνή.
ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑ
Η Λένα Παπαληγούρα έχει δικαίως ξεχωρίσει στο εγχώριο θέατρο καθώς είναι μια από τις πιο αξιόλογες ηθοποιούς της γενιάς της. Μπορεί να μην κατάφερε να κερδίσει το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» το οποίο διεκδικούσε φέτος, αλλά και η φετινή της παρουσία στο Εθνικό δικαιώνει την επιλογή της για μεγάλους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην «Αυλή των Θαυμάτων» και τις «Πυρκαγιές». Στην «Αυλή των Θαυμάτων» υποδυόταν την Ντόρα, μια ματαιόδοξη γυναίκα που κυνηγούσε το χρήμα και τη δημοσιότητα, γυρνώντας την πλάτη στον αληθινό έρωτα. Ο ρόλος της κατ’ ομολογίαν ήταν ένας από αυτούς που ξεχώρισαν στο μάτι του θεατή.
Στο άλλο άκρο ήταν ο ρόλος της Ναουάλ που κρατούσε στις «Πυρκαγιές», ένας ρόλος δυναμικός, τραγικός, συγκλονιστικός που φανερώνει για άλλη μια φορά το ταλέντο της ηθοποιού. Η Ναουάλ ερωτεύεται και γεννά ένα παιδί το οποίο χάνει, λόγω της αυταρχικής μητέρας της και των κοινωνικών καταστάσεων. Αποφασίζει να μορφωθεί και να ξεκινήσει ένα ταξίδι για να βρει τον γιο της, όμως οι συνθήκες θα την κάνουν να γίνει επαναστάτρια, να φυλακιστεί και να συναντήσει τον γιο της υπό άσχημες περιστάσεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΑΤΑΣ
Ο Δημήτρης Πιατάς αποτελεί ένα από τα δυνατά χαρτιά του Εθνικού και φέτος συμμετείχε σε δύο από τις πιο επιφανείς παράστασεις του Εθνικού, τον «Περικλή» και τις «Πυρκαγιές». Η πορεία του Περικλή είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους τους θεατρόφιλους αναγνώστες. Ένα παραγνωρισμένο κείμενο του Σαίξπηρ με λιτή σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, που εστίαζε στους ηθοποιούς και όχι την σκηνογραφία, καταφέρνοντας να κερδίσει τόσο το εγχώριο θέατρο όσο και το Βρετανικό με τη συμμετοχή του στο «Globe Theatre Festival». Ο Πιατάς ήταν ο ποιητής που αφηγούταν την ιστορία του Περικλή, πρίγκιπα της Τύρου που περιπλανήθηκε για το καλό της πατρίδας του και της οικογένειάς του. Στις «Πυρκαγιές» ο κος Πιατάς είχε έναν ρόλο κλειδί, αυτόν του συμβολαιογράφου Ερμίλ. Γνωρίζοντας μια φρικτή αλήθεια και έχοντας υπό την κατοχή του μια διαθήκη -μυστήριο της Ναουάλ προς τα παιδιά της, θα δώσει το έναυσμα για την εξέλιξη της δυνατής ιστορίας του Ουαζντί Μουαουάντ. Ο ρόλος του είχε έντονα δραματικά στοιχεία αλλά και μερικές εύθυμες νότες που συνέθεταν ένα ολοκληρωμένο προφίλ. Προσωπικά, μετά από αυτή την παράσταση εκτίμησα περισσότερο τον συγκεκριμένο ηθοποιό.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΡΕΠΠΑ!
(από τον Αναστάση Πινακουλάκη)
Ο πετυχημένος σεναριογράφος Μιχάλης Ρέππας έδωσε ένα σεμινάριο με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης με τίτλο «Σεμινάριο Συγγραφής Κωμωδίας» την Πέμπτη 3 Μαΐου. Κατά τις 13:00, κόσμος άρχισε να μαζεύεται στην είσοδο του Κακογιάννη για να παρακολουθήσει το δωρεάν σεμινάριο παρά την αφόρητη ζέστη. Ο Μιχάλης Ρέππας μίλησε για τη συνεργασία του με τον Θανάση Παπαθανασίου που ξεκίνησε το 1987. Οι δυο τους συναντιούνται καθημερινά για περίπου οκτώ ώρες για να συζητήσουν και στη συνέχεια να γράψουν τα επόμενα έργα τους. Η τακτική που ακολουθούν είναι 2/3 συζήτηση για τους ήρωες, την πλοκή και τα επιμέρους γεγονότα και το υπόλοιπο η καθαυτή συγγραφή. Με συνεχείς αναφορές στις «Χάριτες», στο «Safe Sex», στο «Το κλάμα Βγήκε Από τον Παράδεισο» και τα υπόλοιπα έργα του συγγραφικού διδύμου γινόταν κατανοητό το πώς δουλεύουν οι δύο συγγραφείς και το κοινό είχε τη δυνατότητα να ρωτήσει ότι ήθελε. Εντύπωση μου έκανε το πόσο ετοιμόλογος και ατακαδόρος ήταν ο κος Ρέππας, αφού μπορούσε να απαντήσει την κάθε ερώτηση, μερικές φορές και σε δύο και σε τρεις ερωτήσεις ταυτόχρονα ενώ μπορούσε να στέλνει μήνυμα, χωρίς να καθυστερεί να εκφράσει τις σκέψεις του! Ενημερώνουμε πως:
*Το έργο «Πατρίδες» θα δώσει άλλες 6 παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο αυτή την εβδομάδα (Τετάρτη-Σάββατο στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή στις 19:00).
*Οι Ρέππας – Παπαθανασίου αυτόν τον καιρό ετοιμάζουν δύο έργα για το επόμενο διάστημα, ολοκλήρωσαν την συγγραφή του πρώτου από αυτά και τώρα ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τις συζητήσεις για το δεύτερο.
*Η παράσταση «Να ζει κανείς ή να μη ζει» με την Κάτια Δανδουλάκη σε απόδοση και σκηνοθεσία Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα θα περιοδεύσει το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα, μετά την επιτυχία που σημείωσε στην Αθήνα.
Δείτε αναλυτικά Θεατρικές παραστάσεις που προτείνουμε ΕΔΩ
Για αναφορές, δημοσιεύσεις και δελτία τύπου, μην ξεχνάτε να επικοινωνείτε μαζί μας στο [email protected]