Βιογραφία | Patti Smith
Θεωρείται σημαντική επίδραση στη γέννηση του πανκ με το πρώτο της άλμπουμ Horses. Την αποκάλεσαν «νονά του πανκ» καθώς συνδύασε το στυλ της μπητ ποίησης με το garage rock. Οι αναφορές της εισήγαγαν την γαλλική ποίηση του 19ου αιώνα στους αμερικανούς έφηβους, ενώ η τολμηρή γλώσσα της αψήφησε την εποχή της ντίσκο. Η Σμιθ είναι περισσότερο γνωστή για το τραγούδι της “Because the Night”, το οποίο έγραψε μαζί με τον Μπρους Σπρίνγκστιν και έφθασε στο no 13 του Billboard Hot 100. Το 2005 η Patti Smith επονομάστηκε τιμητικά Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων από τον Γάλλο υπουργό Πολιτισμού, και το 2007 πήρε τη θέση της στο Rock and Roll Hall of Fame.
Η Smith γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Δεκεμβρίου 1946. Οι γονείς της μετακόμισαν στη Φιλαδέλφεια όταν ήταν ακόμα τριών και έπειτα στην κοντινή και λιγότερο αστική πόλη του Woodbury του New Jersey όταν ήταν εννιά. Όντας στο σχολείο κοινωνικά απόκληρη, βρήκε σωτηρία στην ποίηση του Arthur Rimbaud, στα έργα της γενιάς του Beat και στη μουσική των soul και rock καλλιτεχνών, όπως ο James Brown, οι Rolling Stones, οι Doors και ιδιαίτερα ο Bob Dylan.
Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στο Glassboro State Teachers College, το οποίο όμως παράτησε λόγω απροσδόκητης εγκυμοσύνης. Έδωσε το παιδί για υιοθεσία και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο, προκειμένου να μαζέψει χρήματα και να μετακομίσει αργότερα στη Νέα Υόρκη το 1967. Μετακομίζοντας εκεί, δούλεψε σε βιβλιοπωλεία κι έγραφε άρθρα σε περιοδικά όπως το Rolling Stone και το Creem. Εκεί γνώρισε επίσης, τον φοιτητή τέχνης και μελλοντικό φωτογράφο Robert Mapplethorpe, ο οποίος έγινε και εραστής της, παρά το γεγονός ότι ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως ομοφυλόφιλος.
Το 1969, η Smith πήγε στο Παρίσι με την αδερφή της παίζοντας μουσική στους δρόμους ως πλανόδια καλλιτέχνης. Με την επιστροφή της, μετακόμισε στο ξενοδοχείο Chelsea για μια σύντομη περίοδο με τον Mapplethorpe, ενώ στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με το underground θέατρο και το συγγραφέα Sam Shepard. Συνεργάστηκε μαζί του στη συγγραφή και συμπρωταγωνίστησαν στο αυτοβιογραφικό έργο Cowboy Mouth το 1971.
Στις αρχές του ’70 πέρασε σε μια δημιουργική περίοδο, ζωγραφίζοντας και γράφοντας η ίδια ποίηση, την οποία παρουσίασε το 1971 για πρώτη φορά στο κοινό, με τη μουσική συνοδεία της κιθάρας του Lenny Kaye.
Γνώρισε τον κιθαρίστα Lenny Kaye, όταν αυτός εργαζόταν ως υπάλληλος σε ένα δισκοπωλείο και ήταν και μουσικός κριτικός. Ο Kaye είχε γράψει σε ένα περιοδικό ένα άρθρο πάνω στο doo wop, το οποίο εντυπωσίασε την Smith και οι δύο τους σύντομα ανακάλυψαν ότι μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το πρώιμο και λιγότερο γνωστό rock n’ roll. Όταν η Smith αποφάσισε να διαβάσει δημόσια ποίηση στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου το Φεβρουάριο του 1971, κάλεσε μαζί της και τον Kaye για να τη συνοδεύσει με την ηλεκτρική του κιθάρα σε τρία κομμάτια.
Τα επόμενα δύο χρόνια η Patti Smith εξέδωσε κάποια από τα ποιήματά της, ενώ το 1974 προστέθηκαν τα πλήκτρα του Richard Sohl στις βραδιές ποίησης, στις οποίες συμμετείχε, κι έτσι, κατά τα λεγόμενά της, τρία ακόρντα ενώθηκαν με τη δύναμη των στίχων. Ως τρίο εμφανίζονταν συχνά στη Νέα Υόρκη και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους ανεξάρτητο single “Hey Joe” b/w “Piss Factory”. Προσθέτοντας τον κιθαρίστα/ μπασίστα Ivan Kral, αλλά και τον Jay Dee Daugherty στα ντραμς, συνόδευσαν το γκρουπ “Television” στις εμφανίσεις τους στο CBGB, για περίπου δύο μήνες, οι οποίες προκάλεσαν το ενδιαφέρον του προέδρου της Arista Records, Clive Davis, που τους πρότεινε συμβόλαιο.
Έτσι, το 1975 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Horses”, το οποίο ανοίγει με μια μοναδική διασκευή στο “Gloria” του Van Morrison, περιλαμβάνοντας ίσως τους πιο διάσημους στίχους στην ιστορία της ροκ μουσικής “Jesus died for somebody’s sins but nοt mine”. Παρά τους προκλητικούς στίχους του “Gloria”, αλλά και του “Land of 1000 Dances”, το άλμπουμ κατάφερε να φτάσει το Top 50.
Το 1976 ακολούθησε ο δεύτερος δίσκος της Patti Smith και του γκρουπ της, “Radio Ethiopia,” έχοντας πιο καθαρά ροκ ακούσματα. Το Radio Ethiopia του 1976 περιείχε μερικά από τα πιο άμεσα ροκ τραγούδια της Patti Smith (“Ask the Angels”, “Pumping (My Heart)”), μαζί με μερικά από τα πιο πειραματικά της (όπως το ομώνυμο κομμάτι).
Στις αρχές του 1977, η Smith έπαιζε στο Tampa της Φλόριντα, όπου έπεσε κατά λάθος από τη σκηνή σπάζοντας δύο σπόνδυλους στο λαιμό της, γεγονός που την ανάγκασε να αποσυρθεί για λίγο μέχρι να αναρρώσει.
Στο διάστημα εκείνο έγραψε κι εξέδωσε την ποιητική της συλλογή “Babel”, ενώ το 1978 κυκλοφορεί το “Easter” με την πιο γνωστή μπαλάντα, το “Because the Night”, που έγραψε με τον Bruce Springsteen, να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Το εν λόγω τραγούδι θεωρείται μια από τις διασημότερες ποπ μπαλάντες, έφτασε στο Νο 13 των pop charts και ανέβηκε κατευθείαν στο Top 20.
Στο Easter υπήρχε επίσης και η διαβόητη ‘μπηχτή’ της Smith, το ‘Rock n’ Roll Nigger’, στο οποίο προσπάθησε να μετατρέψει την έννοια του όρου σε σύμβολο τιμής για όποιον ζούσε έξω από κατεστημένο. Με το Wave του 1979, ο ήχος της Smith έγινε πιο ‘στιλπνός’, κυρίως χάρη στο νέο της παραγωγό Todd Rundgren.
Έχοντας κερδίσει τη μάχη, αν όχι και τον πόλεμο, η Patti Smith μετακόμισε στο Detroit, παρακολουθώντας το καινούριο άλμπουμ της, “Wave”, να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, ιδίως με τα κομμάτια “Dancing Barefoot” και “Frederick”, όπου και αφιέρωσε στον σύντροφό της – και μετά το 1980 και σύζυγο – Fred “Sonic” Smith, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Έκτοτε και για την επόμενη δεκαετία, απομακρύνθηκε από τη μουσική σκηνή, αφιερώθηκε στην οικογένειά της και στην ποίηση, εκδίδοντας, μεταξύ άλλων, την ποιητική συλλογή “Woolgathering”.
Το 1988 βγήκε ο δίσκος “Dream of Life”, σε παραγωγή του Fred “Sonic” Smith, ο οποίος συμμετείχε και στο δημιουργικό μέρος και με μουσικούς από το παλιό της γκρουπ, τον Sohl και τον Daugherty. Tο “People Have The Power”, παρά τις καλές κριτικές, δεν ήταν αρκετό για να σημάνει την επιστροφή της Smith στη μουσική σκηνή.
Το 1994, έπειτα από μία σειρά θανάτων στενών της φίλων, συνεργατών, αλλά και του συντρόφου της και του αδελφού της, αρχίζει ξανά να επανακτεί την επαφή της με το κοινό και αναδιοργανώνει το γκρουπ της, με μουσικούς τον Kaye, τον Daugherty και τον Tony Shanahan στο μπάσο. Μαζί ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Gone Again” (1996), με την έξτρα κιθάρα του Tom Verlaine, αλλά και συμμετοχές των John Cale και Jeff Buckley.
To Gone Again είχε ένα πιο αισιόδοξο από τα αναμενόμενα ήχο και πήρε πολύ καλές κριτικές. Το επόμενο άλμπουμ ήταν το Peace and Noise του 1997, το οποίο κέρδισε μια υποψηφιότητα στα Grammy για το κομμάτι ‘1959’. Με πιο σκοτεινό περιεχόμενο από τον προκάτοχό του, το άλμπουμ αυτό είχε αναφορές και στο θάνατο δύο βασικών επιρροών της Smith, του Allen Ginsberg και του William S. Burroughs. Η Smith επέστρεψε το 2000 με το “Gung Ho”, το πιο επιθετικό ηχητικά και κοινωνικό στη συνείδηση άλμπουμ της. Η Patti Smith, επηρεασμένη από πνευματικούς, πολιτικούς ηγέτες, αλλά και γεγονότα, όπως και από τους αγώνες των απλών ανθρώπων, κέρδισε μία υποψηφιότητα για το βραβείο Grammy, με το τραγούδι του δίσκου “Glitter in Their Eyes”.
Κλείνοντας τη συνεργασία της με την Arista Records το 2002, κυκλοφορεί έναν διπλό δίσκο με τις επιτυχίες της, ενώ το 2004 υπογράφει στην Columbia και ηχογραφεί το δίσκο “Trampin”. Το 2005 το διαχρονικό, πλέον, άλμπουμ “Horses” επανεκδίδεται από την Arista και μένει στην ιστορία. Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε με τον τίτλο “Commandeur des Art et des Lettres” από το γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού και στις 12 Μαρτίου του 2007 εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame.
Πέρα από τη μουσική, η Patti Smith εκφράστηκε καλλιτεχνικά μέσω της φωτογραφίας, της ζωγραφικής του θεάτρου και της ποίησης. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σε Αμερική και Ευρώπη, ενώ έργα της υπάρχουν σε μουσεία της Νέας Υόρκης, αλλά και στο Παρίσι. Η τελευταία της δουλειά βρίσκεται από τον Απρίλιο στα δισκοπωλεία και έχει ως τίτλο τη λέξη “Twelve”, εμπνευσμένη από τα δώδεκα κομμάτια, που διάλεξε να διασκευάσει από Hendrix (“Are you Experienced?” ), Jefferson Airplane (“White Rabbit” ), Nirvana (“Smells Like Teen Spirit” ), Doors (“Soul Kitchen” ), Rolling Stones (“Gimme Shelter” ) κ.ά.
Από το Μάιο του 2007 ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία, παρέα με τους μουσικούς της, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάδα με δύο εμφανίσεις.
Συνοψίζοντας, η Patti Smith, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ποιήτρια του punk rock, είναι μία από τις πιο σημαντικές και επιδραστικές γυναίκες στην ιστορία του rock n’ roll. Υπήρξε πάντα μια δυναμική παρουσία στα live της, τραγουδώντας και ψάλλοντας τους στίχους της με μία ανεκπαίδευτη αλλά ωστόσο εκπληκτική φωνή. Θαμώνας στο θρυλικό CBGB’s club κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του Νεoυορκέζικου punk, ήταν η πρώτη που κατάφερε να αποσπάσει δισκογραφικό συμβόλαιο και να κυκλοφορήσει άλμπουμ. Η μουσική και το γενικότερο έργο της άσκησε μεγάλη επιρροή στο punk κίνημα, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στην Αγγλία, ανάμεσα σε σύγχρονους και συνεχιστές της. Ακόμα περισσότερο, η Smith έγινε σύμβολο για πολλές γενιές γυναικών. Ποτέ δε στηρίχθηκε στο σεξ απιλ για την επιτυχία της, καθώς η εμφάνιση της ήταν πάντα σκληρή και ανδρόγυνη. Ποτέ δεν έκανε θέμα το φύλο της, καλώντας το κοινό να την προσέξει σαν καλλιτέχνη και όχι σαν γυναίκα. Η Smith έκανε ξεκάθαρο σε όλους τι μπορεί μια γυναίκα να κάνει στο rock και άνοιξε τα όρια έκφρασης του κάθε καλλιτέχνη ανεξαρτήτως φύλου.
Το 2011, Smith ανακοίνωσε την πρώτη έκθεση του Μουσείου Φωτογραφίας της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τον Φεβρουάριο του 2012, ήταν καλεσμένη στο Φεστιβάλ Μουσικής του Σαν Ρέμο.
To καινούριο της άλμπουμ Banga (Believe or explode), κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου 2012.
http://www.youtube.com/watch?v=gxYid-L05xw
Δισκογραφία:
Studio albums
- Horses (1975)
- Radio Ethiopia (1976)
- Easter (1978)
- Wave (1979)
- Dream of Life (1988)
- Gone Again (1996)
- Peace and Noise (1997)
- Gung Ho (2000)
- Trampin’ (2004)
- Twelve (2007)
- Banga (2012)
Live albums
- Live aux Vieilles Charrues (2004)
- Horses/Horses (2005)
- The Coral Sea (2008)
Πιο αναλυτικά, δείτε την εδώ
Πηγές:
www.soundmag.gr
www.rocking.gr
el.wikipedia.org
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου