Rock Wave 2013 Day 4: Λίγοι και καλοί | φωτορεπροτάζ
Ξεκινώντας από τα θετικά σημεία πρέπει να τονιστεί ότι η συγκεκριμένη μέρα είχε με διαφορά τον καλύτερο ήχο από όλες τις υπόλοιπες, πράγμα παράδοξο αν σκεφτείς ότι ο χρόνος για το στήσιμο ήταν πολύ μικρότερος, εξ’ αιτίας της απουσίας της μικρής σκηνής. Εκτός αυτού το φεστιβάλ ήταν άρτιο εκεί που πραγματικά είχε σημασία: στη μουσική!
Κατά τ’ άλλα η διοργάνωση της ημέρας έπασχε στο πρόγραμμα. Κατ’αρχάς η μικρή σκηνή αποφασίστηκε να μην λειτουργήσει και οι καλλιτέχνες που θα εμφανίζονταν εκεί συγχωνεύτηκαν στην κύρια σκηνή. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα εάν η αλλαγή του προγράμματος δεν ανακοινωνόταν ενώ το φεστιβάλ είχε ήδη αρχίσει, κατά τις 1:30 δηλαδή, οι πρώτες δυο μπάντες έτσι κι αλλιώς έπαιζαν μπροστά σε συγγενείς, φίλους και δημοσιογράφους/φωτογράφους που ήταν υποχρεωμένοι να είναι εκεί για να γράψουν report, από ‘κει και πέρα κάποιος που θα ήθελε να δει Acid Death, Opera Chaotique και Chaostar απλά θα είχε ανέβει τζάμπα και σε όλο αυτό να προσθέσουμε ότι το φεστιβάλ θα διαρκούσε περισσότερο συν του ότι θα υπήρχαν κενά για να στήσουν οι καλλιτέχνες. Δεν έχει νόημα να γραφτούν παραπάνω, το πρόγραμμα προκάλεσε αλαλούμ και νεύρα σε πολλούς…
Το ετερόκλιτο το προγράμματος ήταν μια ακόμα φορά θέμα, αλλά σε πιο μέτρια επίπεδα από τις υπόλοιπες μέρες…
Mahakala
Το “Devil’s Music” (στο οποίο βρίσκονται όλα τα τραγούδια του σύντομου σετ) ήταν μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες από έλληνα καλλιτέχνη στο χώρο και η εμφάνισή τους στο φεστιβάλ αναμενόταν για να συνειδητοποιήσουμε αν όντως αξίζουν τον ντόρο που έγινε γύρω από το όνομά τους…
Δυστυχώς, το ότι η διάρκειά που θα είχαν στη σκηνή περικόπηκε για 10’ και οι συνθήκες παρακολούθησης ήταν απάνρθωπες για συναυλία δεν τους άφησε να κλείσουν και πολλά στόματα. Παίζοντας σε μια αρένα 10.000 ατόμων με 20 άτομα από κάτω δεν είναι ό,τι καλύτερο. Το συγκρότημα ανέβηκε και απέδωσε όσο καλύτερα μπορούσε το υλικό του, χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο, με καλό ήχο. Σίγουρα, αρκετά καλή πρόταση για κλειστό χώρο με τον κόσμο τους και τη σωστή ατμόσφαιρα.
Tardive Dyskenesia
Άλλο ένα ενδιαφέρον σχήμα από την ελληνική σκηνή που ήρθε να συνεχίσει την ‘παράδοση’ του θεσμού, στο να την ξεκινάνε αξιόλογα ακραία σχήματα. Οι Djent-άδες με πολύ καλό όνομα στο εξωτερικό έκαναν ό,τι περιμέναμε…
Η δυναμική τους αποδόθηκε ικανοποιητικά, ο ήχος δυναμίτης και οι ίδιοι έπαιξαν με επαγγελματισμό για τον κόσμο που (δεν) έβλεπαν από κάτω να τους παρακολουθεί. Η τελευταία τους κυκλοφορία, το αρκετά ενδιαφέρον “Static Apathy in Fast Forward” είχε την τιμητική της για ένα σχήμα που εξελίχθηκε αρκετά από την τελευταία φορά που έτυχε να τους παρακολουθήσω, όταν και άνοιξαν την συναυλία των The Dillinger Escape Plan στην Αθήνα.
Acid Death
Οι Αθηναίοι death metallers είναι ένα ιστορικό σχήμα για τον ήχο και κέρδισαν το όσκαρ της ατυχίας για το θεσμό, αφού η εμφάνισή τους πήγε πολλές ώρες πίσω και ξεκίνησαν λίγο μετά την ανακοίνωση του αναθεωρημένου προγράμματος.
Αυτονόητα ξενερωμένοι βγήκαν στη σκηνή και μας έδωσαν μια γεύση από την πλειοψηφία των κυκλοφοριών τους έχοντας καλό ήχο και δείχνοντας αρκετό επαγγελματισμό, πράγμα που εκτιμήθηκε από όσους παρακολουθούσαν εκείνη την ώρα.
Opera Chaotique
Το συγκρότημα ήταν προγραμματισμένο να ανοίξει την μεγάλη σκηνή την τελευταία μέρα του φεστιβάλ. Το σχήμα ήταν απορίας άξιον το πώς θα παρουσίαζε το υλικό του και το πώς θα μοίραζε το χρόνο της εμφάνισής του ανάμεσα στο μουσικό και στη διήγηση της αλλόκοτης ιστορίας του πρώτου της δίσκου…
Σίγουρα το ότι έπαιζαν μπροστά σε ελάχιστο κόσμο με την ακριβώς αντίθετη ατμόσφαιρα που χρειαζόντουσαν για να ανεβάσουν επίπεδο τη μουσική τους δεν τους βοήθησε. Δεν τους πτόησε κιόλας, εφόσον την μισή ώρα που βρέθηκαν στη σκηνή μοίρασαν άξια τη μουσική και την ιστορία που είχαν να πουν λέγοντάς μας για το δεύτερο, επερχόμενο δίσκο τους, το “Poems of a Dirty Old Man”. Το duo στάθηκε, υποβοηθούμενο σαφώς από μια κοπέλα-πασπαρτού, πολύ καλά, αν και αυτό το φεστιβάλ δεν τους ταίριαζε εξ’ αρχής…
Chaostar
Το ελληνικό σχήμα ήταν ότι πιο κοντινό στους Dead Can Dance εμφανιζόταν εκείνη την ημέρα. Όπως και οι Opera Chaotique είχαν αντίπαλη την ατμόσφαιρα και τον αντιφεστιβαλικό χαρακτήρα της μουσικής τους. Το συγκρότημα είχε μια ώρα στη διάθεσή του, αλλά θυσίασε τα 25’ για να στήσει και να κουρδίσει σωστά, θυσιάζοντας ποσότητα για ποιότητα…
Πράγματι. Ο ήχος πλησίαζε το τέλειο και το δέσιμο της μπάντας χτιζόταν τραγούδι το τραγούδι και στο τέταρτο “Misery Skin” η μπάντα βρισκόταν στην κορυφαία της στιγμή στην οποία διατηρήθηκε έως την ολοκλήρωση της εμφάνισης αναπαράγοντας το σκοτεινό και soundtrackικό τους ύφος. Όσοι τους παρακολουθούσαν έδειξαν χλιαρές αντιφάσεις, παρασυρμένοι μάλλον από την ακατάλληλη ώρα και συνθήκες…
Craig Walker
Το ότι μέσα στη χρονιά είδαμε τους Archive έδινε έξτρα ενδιαφέρον για της nerdοσυζητήσεις που θα προέκυπταν από τις αναπόφευκτες συγκρίσεις και φυσικά όλο αυτό αποτέλεσε αφορμή για κάποιους να φτάσουν στο Terra Vibe…
O Walker βρέθηκε για μια ώρα στη σκηνή και έδειξε θα λέγαμε το αντίθετο του επαγγελματισμού. Βγαίνοντας φάνηκε να ξενερώνει από τους λίγους που είχαν φτάσει και έχοντας σίγουρα αποτυχία σε πιθανό αλκοτέστ άρχισε να κελαηδάει, να λέει τον κόσμο ‘bitches’, να αναρωτιέται ‘Που πήγε ο κόσμος; Στα δέντρα; Πείτε τους να κατέβουν!’ και γενικά να χαβαλεδιάζει. Εντούτοις δεν είχε πρόβλημα στο να αποδώσει τη μουσική του ικανοποιητικά και ούτε ο ήχος ήταν κακός. Δεν μπορώ να πω ότι δεν θα περάσαμε ωραία, τώρα αν αυτό συνέβη επειδή σπάγαμε πλάκα με τον Ιρλανδό ή γιατί τον απολαύσαμε σα μουσικό είναι ερώτημα αναπάντητο, εγώ κλίνω προς την πρώτη επιλογή…
Ο κόσμος έριξε το πρώτο χειροκρότημα στο “Again”, ήτοι έκτο τραγούδι του σετ, το οποίο διάνθισε με ένα πέρασμα από το “Wish you were Here” και φυσικά στο τέλος όταν έκλεισε με το “Fuck You”. Απογοητευτική ανταπόκριση. Είναι να μην το ρίξεις στο πιοτί μετά;
Monophonics
Και ενώ περιμέναμε να δούμε Septicflesh βλέπουμε να στήνονται πλήκτρα και να ετοιμάζονται πνευστά, πράγμα που σήμαινε ακόμα μια αλλαγή στο πρόγραμμα!
Συνηθισμένα (πια) τα βουνά στα χιόνια, θα βλέπαμε μια μπάντα που δεν είχε περάσει χρόνος από την τελευταία της εμφάνιση στην Αθήνα. Ο πιο up tempo χαρακτήρας του υλικού τους και τα γνωστά μοτίβα θα βοηθούσαν να έχουμε επί τέλους ανταπόκριση αρκετά καλή από πλευράς κοινού, το οποίο άρχισε να χορεύει και να περνάει καλά. Χωρίς να στριμοχτεί μπροστά φαινόταν να περνάει καλά και να έχει έναν σεβαστό αριθμό. Ο ήχος πάρα πολύ καλός και ήδη από το πρώτο τραγούδι τα όργανα ξεχώριζαν μεταξύ τους.
To group απέδωσε το υλικό του εξαιρετικά και με τον εκπληκτικό Kelly Finnigan να οδηγεί με ιδιαίτερο πάθος το συγκρότημά του, το οποίο μας έπαιξε τραγούδια από το ντεμπούτο του και τρεις διασκευές στα “Bang Bang (My Baby Shot Me Down)” της Cher, “California Dreamin” των The Mamas & The Papas και “Baby I Love You” της Aretha Franklin.
Septicflesh
H μόνη μπάντα που ωφέλησε το διπλοανανεωμένο πρόγραμμα. Στην μεγάλη σκηνή έπαιξαν, με το μέγιστο δυνατό κόσμο, την κατάλληλη ατμόσφαιρα και μεγαλοπρέπεια. Η τετράδα κέρδισε από το γεγονός ότι έπαιζε εντός έδρας, από την εμπειρία και την αυτοπεποίθησή της και από την ικανότητά της να γεμίζει μια πολύ μεγάλη σκηνή με τα μέλη της να είναι στατικά…
Ο ήχος ήταν πολύ καλός, για την ακρίβεια ήταν η μοναδική μπάντα του 4ημέρου που χρησιμοποίησε σωστά τα προηχογραφημένα της μέρη. Στο πρώτο ‘πάμε’ του Seth το μεγαλύτερο μέρος του κοινού βρισκόταν μπροστά στη σκηνή παρακολουθώντας με προσοχή τη μπάντα.
Αρκετοί αργότερα αποσύρθηκαν πιο πίσω για να κάτσουν πιο άνετα. Η μεγαλοπρέπεια και η θεατρικότητα που χαρακτηρίζει τη μουσική των Septicflesh φάνηκαν και στην ζωντανή τους απόδοση και έκαναν αρκετούς να χτυπηθούν.
Η συμμετοχή του ιδρυτικού μέλους της μπάντας, του Σωτήρη Βαγενά, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, ειδικά κατά τα “Persepolis”, “Anubis”, “Five-Pointed Star”, όταν και πήρε την κιθάρα και ολοκλήρωσε μαζί με τους συνεργάτες του μια καθηλοτική εμφάνιση.
Dead Can Dance
Τον καλύτερο πρόλογο για την εμφάνιση των Dead Can Dance τον έκανε ο Seth μιλώντας για το πόσο επιδραστικοί υπήρξαν για την μουσική του και πόσο σημαντικοί καλλιτέχνες είναι εν γένει. Ό,τι όμως πεις/γράψεις για την μουσική αυτή κολεκτίβα είναι λίγο. Ηταν η δεύτερη φορά που θα έπαιζαν στην χώρα μας μέσα σε 9 μήνες…
Η τότε εμφάνιση είχε συζητηθεί πολύ και μόνο θετικά σχόλια έφταναν σε αυτιά και οθόνες, όσοι δεν είχαμε παρευρεθεί θα καταλαβαίναμε ότι η γνώμη που σχηματίσαμε ωχριά μπροστά στο μεγαλείο των Dead Can Dance. Το να τους παρακολουθείς ζωντανά είναι ένα ταξίδι. Όσο περισσότερο δεμένος είναι κανείς με το υλικό τους, τόσο πιο μακριά θα σε φτάσει. Κάτι τέτοιες εμφανίσεις κλείνουν γοερά το μάτι σε ανάλογους ταξιδιώτες. Και οι ίδιοι, όμως, σε βοηθούσαν: κατ’αρχάς το σκηνικό ανάδυε την μυσταγωγία με κάθε τραγούδι να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά, τονίζοντας τη μοναδικότητά του. Επιπλέον, ο ήχος ήταν αρτιότατος και οι μουσικοί απέδιδαν ακριβέστατα τα κομμάτια, σχεδόν στουντιακά, αφήνοντας την Lisa Gerrard και τον Brendan Perry να λάμψουν με την απλότητα και την αυθεντικότητά τους…
Ξεκίνησαν με το “Children Of The Sun” και συνέχισαν με τα “Agape”, “Rakim”, “Kiko”, “Amnesia”, “Sanvean”, “Black Sun”, “Nierika”, “Opium”, “The Ubiquitous Mr. Lovegrove” και “Cantara”. Απο’κει και πέρα έκαναν την έκπληξη και έπαιξαν δυο σιασκευές στα ρεμπέτικα “Είμαι Πρεζάκιας” και “Πως θα περάσει η βραδιά” με τον Perry να έχει πολύ καλή προφορά και σε εκείνο το σημείο έλαβαν το πιο ζεστό χειροκρότημα της βραδιάς. Ολοκλήρωσαν με τα “Song To The Siren” και “Return Of The She-King”
Το κοινό παρακολουθούσε εκστασιασμένο, απολαμβάνοντας με κλειστά τα μάτια τους DCD και το μόνο δείγμα ανθρώπινης παρουσίας ήταν τα χειροκροτήματα στο τέλος του κάθε τραγουδιού. Το συγκρότημα δεν αναλώθηκε σε κολπάκια για να ξεσηκώσει κανέναν. Η ατμόσφαιρα ήταν ιδανική…
Κρίμα για τους Dead Can Dance (βασικά, και για όλες τις μπάντες που εμφανίστηκαν) το ότι έπαιξαν μπροστά σε τόσο λίγο κόσμο. Οι ίδιοι είχαν εμφανιστεί (σύμφωνα με αναφορές στο διαδίκτυο) μπροστά σε 10000 άτομα στον Λυκαβηττό και λίγο καιρό αργότερα ούτε οι μισοί των μισών δεν ήταν εκεί για να τους ξαναδούν.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Κορέλης
Φωτορεπορτάζ: Νίκος Αντωνάκης