Rockwave Festival Day 1: The people were on High Street
Η πρώτη μέρα, θεωρητικά, είναι η πιο αδύνατη καθώς δεν διαθέτει το «μεγάλο» όνομα, αλλά συγχρόνως και η πιο μυστήρια. Τα ονόματα που την απαρτίζουν μόνο αμελητέες ποσότητες δεν είναι, καθώς αν έρχονταν ο καθένας μόνος σε ένα club όπως το Fuzz ή το Gagarin πιθανόν να έκανε sold-out. Σε αυτό το γεγονός ενδεχομένως να βασίζονταν και οι διοργανωτές ελπίζοντας σε μια αθροιστική παρουσία των οπαδών όλων των σχημάτων. Εδώ όμως, σε ένα open-air, οι όροι του παιχνιδιού αλλάζουν, καθώς άλλο είναι να πας στο κέντρο της Αθήνας να δεις ένα full show της αγαπημένης σου μπάντας, και άλλο να τραβιέσαι μέχρι τη Μαλακάσα για να την δεις να παίζει μία ώρα ανάμεσα σε συγκροτήματα που (πιθανόν) δεν σε ενδιαφέρουν. Αισθητικά, ο χαρακτήρας της ημέρας είναι μάλλον εναλλακτικός, καθώς αναμένεται να δούμε πολλά ονόματα που παίζουν κάποιο είδος μουσικής που απαρτίζεται από τουλάχιστον δύο συνθετικά (post-punk, geek-rock, white-boy-funk, indie-rock κλπ) και το κοινό αναμένεται να είναι ιδιαίτερα πολυσυλλεκτικό. Ενδιαφέρον είναι και το στοίχημα της διοργανώτριας με την επιλογή του headliner, καθώς με το συγκεκριμένο roster, σχεδόν οι μισές μπάντες θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο με ίσες πιθανότητες επιτυχίας. Όπως και να ‘χει, είναι μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, και με πολύ θετική διάθεση ανηφορίζουμε για την Μαλακάσα.
Στο terra vibe φτάνουμε λίγο πριν τις 17:00 με τον Vassiliko να ολοκληρώνει την εμφάνισή του στο Vibe Stage. Ελάχιστος ο κόσμος μπροστά στη σκηνή αλλά και γενικότερα στον χώρο του φεστιβάλ. Ο ‘μαραμένος’ από τον ήλιο Vassilikos αφιερώνει το “Fake” σε «Όλους εσάς εδώ μπροστά. Και τους έξι!» και αποχαιρετά με μια δυνατή εκτέλεση του “Whole Lotta Love” των Led Zeppelin (déjà vu από Moby εδώ). Άτυχος ο Πατρινός, και λόγω θέσης στο billing (είναι φεστιβαλικός καλλιτέχνης και είναι κρίμα να ‘θάβεται’ σε μεσημεριανή ώρα) αλλά και επειδή έπαιζε με τον ήλιο να τον χτυπάει κατευθείαν στο πρόσωπο. Οι εντυπώσεις που άφησε, πάντως, είναι θετικότατες. Κρίμα που δεν είχε την ευκαιρία να τον απολαύσει περισσότερος κόσμος.
Κατηφορίζοντας προς τη μεγάλη σκηνή, τα πράγματα, από άποψη προσέλευσης παραμένουν αποκαρδιωτικά. Έρχεται η ώρα των Stranglers με λιγότερα από 100 άτομα μπροστά. Οι βρετανοί είναι με διαφορά η πιο ‘ιστορική’ μπάντα της ημέρας και είναι λίγο περίεργο να παίζουν τόσο νωρίς. Πρόκειται για τους τελευταίους, ίσως, εναπομείναντες εκ των punk/rock πρωτοπόρων των 70’s που συνεχίζουν με τον ίδιο βασικό κορμό (3/4 του mark II [1975]).
Η δεκαετία του 90 δεν τους φέρθηκε καλά (κακοί δίσκοι, άσχημο κλίμα) με αποτέλεσμα να ξενίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της fan-base τους, αλλά ποτέ δεν τα παράτησαν. Οι δύο δίσκοι που έβγαλαν την περασμένη δεκαετία (‘Norfolk Coast’ [2001] και ‘Suite XVI’ [2006]) αποτέλεσαν ολική καλλιτεχνική επαναφορά, και πλέον απολαμβάνουν την εκτίμηση του συνόλου της rock κοινότητας.
Οι βετεράνοι αντιμετωπίζουν με χιούμορ την έλλειψη κόσμου πιάνοντας ψιλή κουβεντούλα με το κοινό. Άψογοι επαγγελματίες και μουσικοί, επιλέγουν να μας παρουσιάσουν ένα καθαρά best-of set. Οι εναλλαγές μεταξύ up-tempo και αργών τραγουδιών κρατάει σε εγρήγορση το ακροατήριο και οι κλασσικές δημιουργίες της μπάντας βρίσκουν ανταπόκριση και σε ανθρώπους που δεν ήρθαν να ακούσουν του Άγγλους. “Peaches”, “Always the Sun”, “Nice and Sleazy” και “Golden Brown” (μεταξύ άλλων) βρίσκουν το κοινό να σιγοτραγουδάει τους στίχους, ενώ το αποχαιρετιστήριο “No More Heroes” μας στέλνει κεφάτους πίσω στο Vibe Stage για τον Παύλο Παυλίδη και τους B-movies.
Η τελευταία φορά που ο Παύλος Παυλίδης εμφανίστηκε σε σκηνή του Rockwave ήταν το 1998 στην Φρεαττύδα με τα Ξύλινα Σπαθιά. Η εμφάνισή τους τότε αποτέλεσε σημείο αναφοράς, καθώς επισφράγισε το φλερτ της μπάντας με τον ηλεκτρονικό ήχο και το εξέλιξε σε σχέση πάθους, που κάποιους ενόχλησε, κάποιους ενθουσίασε και κάποιους ενέπνευσε. Από τότε έχουν συμβεί πολλά. Τα Σπαθιά διαλύθηκαν, η ‘Ελληνική Ροκ Σκηνή’ ξεθώριασε, ο Atlantis έκλεισε και ξανάνοιξε δύο φορές και το μεγαλύτερο φεστιβάλ της χώρας μετακόμισε από την παραλία στον κάμπο. Όλα αυτά τα χρόνια, όμως, ο Παύλος δεν έπαψε να πειραματίζεται και να μας χαρίζει ‘ιδιαίτερα’ ποιήματα, ντυμένα με όμορφες μελωδίες. Η μπάντα που τον συνοδεύει, οι B-movies δίνουν πλέον έναν λίγο πιο οργανικό τόνο στα ηλεκτρονικά θέματα του παρελθόντος με αποτέλεσμα την δεύτερη αναγέννηση της μουσικής του.
Αρκετός κόσμος, ακούγοντας μουσική από τα μεγάφωνα της μικρής σκηνής, κατευθύνθηκε προς τα πάνω, νομίζοντας ότι έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα του Παυλίδη. Αυτό που είχε συμβεί, είναι ότι είχε βγει όλη η μπάντα για soundcheck και ‘δοκίμαζε’ τον ήχο παίζοντας ‘κανονικά’ τραγούδια (και όχι το σύνηθες «ένα-δύο τσεκ»). Η πλάκα είναι ότι ακόμα και αφού το κατάλαβε αυτό ο κοινό, παρέμεινε μπροστά στο Vibe Stage προτιμώντας τον Παυλίδη από τους Stranglers και προκαλώντας την απορία και του ίδιου του καλλιτέχνη («Ρε παιδιά πρόβα κάνουμε. Εγώ στη θέση σας θα έβλεπα Stranglers»).
Με τον ήλιο ακόμα να καίει ο Παύλος ξεκινάει με δυο δροσερά τραγούδια. “Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα” και “Σαν Εσένα” μας γεμίζουν με μια γλυκιά νοσταλγία μέχρι να έρθει το ξεσηκωτικό “Πάρε μαζί σου” και να δώσει παλμό στο κοινό που αρχίζει (με αργούς ρυθμούς) να μαζεύεται. Οι εναλλαγές ανάμεσα σε κομμάτια από τις προσωπικές του δουλειές και σε κλασσικά των Σπαθιών πολλές και ευχάριστες. Άλλωστε πολλά από τα τραγούδια των δυο πρώτων δίσκων είχαν γραφτεί πριν την διάλυση του συγκροτήματος.
Η “Φωτιά στο Λιμάνι” καταφέρνει ακόμα να καθηλώνει το κοινό με την ατμοσφαιρικότητα που εκπέμπει ενώ το “Τώρα Αρχίζω και Θυμάμαι” παραμένει το πιο ηλεκτρισμένο μελαγχολικό κομμάτι της τραγουδοποιίας του. Δίπλα στα γνωστά τραγούδια του Παύλου προστίθενται πλέον ως κλασικά και κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο (‘Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει’) ενώ για το τέλος μας επιφυλάσσει και τρία νέα κομμάτια. “Λαθρεπιβάτης”, “Τόσο Κοντά” και “Μου Αρκεί” βρίσκουν τον χώρο τους και δένουν όμορφα με το υπόλοιπο ρεπερτόριο του Παυλίδη ενώ παράλληλα μας κάνουν να ανυπομονούμε για την κυκλοφορία νέου δίσκου. Ο ποιητής από την Θεσσαλονίκη μας αποχαιρετάει την στιγμή που ο ήλιος παύει να είναι τόσο εχθρικός και που ένα δροσερό αεράκι έρχεται να μας ανακουφίσει από τη ζέστη. Γρήγορα πάλι κάτω για τους Αμερικάνους Cake.
Οι Cake είναι ένα συγκρότημα που πολύς κόσμος το έχει παρεξηγήσει. Ίσως να είναι ο (ασύμβατος με τους Έλληνες σε αντίθεση με τον Βρετανικό) αμερικάνικος σαρκασμός τους, ίσως ο αδιάφορος (detached) τρόπος ερμηνείας του mainman, John McCrea ή μπορεί να είναι απλά ο college rock ήχος τους που ξενίζει το mainstream κοινό. Παρόλα αυτά, από τα μέσα των 90’s (‘Fashion Nugget’) μέχρι τα μέσα των 00’s (‘Comfort Eagle’) απολαύσανε εκτεταμένο airplay από τα ντόπια ραδιόφωνα και κάνανε σχετική επιτυχία στα μέρη μας (που κορυφώθηκε σε εκείνη την ‘ιδιαίτερη’ συναυλία στο Gagarin). Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, αν και δισκογραφικά ενεργοί έχουν παραμείνει στην (σχετική) αφάνεια (εκτός ΗΠΑ, γιατί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού απολαμβάνουν πρωτοφανείς δόξες), οπότε θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα μας παρουσιάσουν σήμερα.
Με το ρολόι να δείχνει πια 19:00 αλλά τον κόσμο να συνεχίζει (αν και περισσότερος) να είναι λίγος για το μέγεθος ενός φεστιβάλ, οι Cake βγαίνουν στη σκηνή με το μελαγχολικό και πανέμορφο “Frank Sinatra”. Στο κοινό βρίσκονται και φωνακλάδες fans των Καλιφορνέζων που δίνουν έναν ιδιαίτερο παλμό στη συναυλία. Ακολουθούν τα “Love you Madly” και “Guitar” πριν φτάσουμε σε ένα από τα νέα κομμάτια τους, το . Ο McCrea, αστειευόμενος, είπε ότι αμφιβάλλει για το κατά πόσο το νέο τους album (‘Showroom of Compassion’)είναι διαθέσιμο στα μέρη μας, οπότε το live είναι μια καλή ευκαιρία να ακούσουμε νέα τραγούδια.
Τα “Shadow Stabbing” και “Wheels” που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τα ‘καινούρια’ “Mustache Man” και “Long Time”, δημιούργησαν μια μικρή κοιλιά, που όμως οφειλόταν σε μια μερική αδιαφορία από το κοινό και όχι σε κάποια συνθετική ή ερμηνευτική αδυναμία. Κάπου εκεί όμως τελειώνουν τα ψέματα και αρχίζει το πάρτι. Άλλωστε το είχε δηλώσει και ο John ότι θα αφιέρωναν το τελευταίο μέρος στα παλιά τους hits. Never There και Short Skirt, Long Jacket δίνουν το έναυσμα για χοροπηδητό και αποτελούν βάση για ‘παιχνίδι’ του McCrea με το κοινό. Συνέχεια με ‘ουσιαστική’ διασκευή στο “War Pigs” των Black Sabbath και ειδική αφιέρωση στους έλληνες που «περνάνε δύσκολα αλλά θα επιζήσουν» με το “I Will Survive” (διασκευή Gloria Gaynor). Για το τέλος μας φυλάνε το τραγούδι που με το οποίο πρωτοσυστήθηκαν στο ευρύ κοινό. Το “The Distance” ήταν η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η αγάπη των οπαδών για την μπάντα και αποτέλεσε τον ιδανικό αποχαιρετισμό, αφήνοντάς μας με την επιθυμία να τους ξαναδούμε ζωντανά σε ένα κλειστό venue.
Το νούμερο 2 του billing είναι ένας καλλιτέχνης από αυτούς που κάνουν ιδιαίτερο ‘γκελ’ στην Ελλάδα. Αν και Μεσογειακός λαός, αγαπάμε πολύ την μελαγχολία των βορίων και έχουμε ‘δώσει τα κλειδιά της πόλης’ σε πολλούς μουσικούς που δεν τυγχάνουν αντίστοιχα καλή αντιμετώπισης πουθενά αλλού. Από τους Purescence μέχρι τους Anathema και από τους Placebo μέχρι τους Blackfield έχουμε ‘πάθει έρωτα’ με πολλές αντίστοιχες μπάντες κατά καιρούς. Μεταξύ αυτών και οι Νορβηγοί Madrugada που μας πρωτοκέρδισαν με το Industrial Silence και από τότε μέχρι και την άδοξη διάλυσή τους το 2008 τους στηρίζαμε διαρκώς. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Sivert Hoyem ο οποίος στην προσωπική του καριέρα συνεχίζει εκεί που σταμάτησε η παρέα από το Stokmarknes.
Η διάθεση με την οποία μαζεύεται ο (σταθερά λίγος, για φεστιβάλ) κόσμος στην μικρή σκηνή αποδεικνύει ότι η δημοτικότητα του Νορβηγού παραμένει ψηλά. Η μπάντα με την οποία εμφανίζεται στη σκηνή διαθέτει έντονη rock προσωπικότητα, ενώ ο ήχος που βγάζουν οι τρεις κιθάρες (η μία του ίδιου του Hoyem) είναι στιβαρός και δεμένος. Το set ξεκινάει δυνατά με “Sister Sonic Blue” και χωρίς ανάσα συνεχίζει με το μελαγχολικό και αγαπημένο “The Kids Are On High Street”. Το “What You Doin’ With Him?” ανεβάζει πάλι τη διάθεση του κοινού, στο οποίο ο Sivert εξομολογείται ότι χαίρεται πολύ που το βλέπει, καθώς τον τελευταίο καιρό ασχολούταν με την δημιουργία νέου album. To καινούριο “Warm Inside” που ακολουθεί, επιβεβαιώνει ότι γίνεται καλή δουλειά στο studio και ανεβάζει τις προσδοκίες για το επόμενο δισκογραφικό πόνημα του.
http://www.youtube.com/watch?v=ougukynbO4c
Συνέχεια πάλι με Madrugada και “What’s On Your Mind?” για να ακολουθήσει μια αναπόφευκτη κοιλιά, καθώς τα ‘δικά του’ “Into The Sea”, “Shadows/High Meseta” και “Long Slow Distance” δεν ενθουσιάζουν εξίσου με αυτά της πρώην μπάντας του. Το “The Hour of the Wolf” επαναφέρει τον παλμό στο κοινό που έχει την τύχη στη συνέχεια να ακούσει άλλο ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι, το “Animal Child”. Ο Sivert μας αποχαιρετάει με ένα παθιασμένο “Moon Landing” και ανανεώνει το ραντεβού μαζί μας για το Φθινόπωρο. 15λεπτο διάλλειμα και ώρα για Editors!
Η βραδιά γλυκαίνει χάρις στο δροσερό αεράκι που έχει πιάσει εδώ και κάμποση ώρα, ενώ όλοι κατευθύνονται στο Terra Stage για τους βρετανούς Editors που έχουν επωμιστεί το ρόλο του headliner της ημέρας. Περίεργη επιλογή, αλλά ανάμεσα στα ονόματα που εμφανίζονται την συγκεκριμένη βραδιά, αυτό των Editors απολαμβάνει το (ελαφρώς) μεγαλύτερο hype. Το post-punk κουαρτέτο από το Birmingham παίζει την σκοτεινή μουσική που αγαπάει το εναλλακτικό κοινό της Αθήνας. Ο Joy Division/Smiths ήχος των βρετανών αποτελεί ένα κράμα που πάντα συναντάει επιτυχία σε κλειστά venues και θα είναι στοίχημα το αν θα καταφέρουν να συντηρήσουν την γοητεία τους σε μια μεγάλη open-air σκηνή.
Στις 21:40 ακούγονται οι πρώτες νότες του ατμοσφαιρικού “Camera”. Το κοινό παρακολουθεί σαγηνευμένο το μελαγχολικό crooning του Tom Smith ο οποίος συνεχίζει με την ‘υποχώρηση’ του υπέροχου “Bones”. Ο κόσμος παρασύρεται σιγά σιγά από τις σκοτεινές μελωδίες των βρετανών που μας προσφέρουν τα “Bullets” και “An End Has A Start” προτού μας παρουσιάσουν το καινούριο και αρκετά πιασάρικο “Two Hearted Spider” του οποίου τους στίχους γνωρίζει ήδη μεγάλο μέρος του κοινού. “You don’t know love” και “The Racing Rats” για τη συνέχεια ενώ το ηλεκτρισμένο και ‘βαμπιρικό’ (όσες ξέρουν από Twilight, καταλαβαίνουν) “No Sound But The Wind” αποτελεί ιδανικό ηχοτοπίο για το λίκνισμα των θηλυκών fans της μπάντας. Το “Eat Raw Meat…” αποτελεί προπομπό για τον χαμό που θα προκαλέσει το άκουσμα της εισαγωγής του “Munich” με τον κόσμο από κάτω να χορεύει με τη ψυχή του και να χοροπηδάει. Το κυρίως set των Editors ολοκληρώνεται με μια ακουστική έκδοση του “The Weight Of The World” και τα “Smokers Outside The Hospital Doors” και “Bricks And Mortar”.
Οι ιαχές του κοινού για encore επαναφέρουν την μπάντα στη σκηνή με progresive διάθεση και “In This Light And On This Evening”. Ακολουθεί η electro ‘κλωτσιά’ του εναλλακτικού “Papillion” και οι Editors μας αποχαιρετούν οριστικά με το “Fingers In The Factories” και «keep with me…». Αν η προσέλευση του κόσμου ήταν λίγο μεγαλύτερη θα μιλούσαμε για μια τέλεια συναυλιακή βραδιά. Οι Editors υπήρξαν άψογοι σαν επαγγελματίες με τον χαρισματικό multi-instrumentalist frontman τους να ‘καίει καρδιές’ μελαγχολικών κοριτσιών. Είμαι σίγουρος όμως ότι αν κάτω από τη σκηνή έβλεπαν περισσότερο κόσμο, η εμφάνισή τους θα ήταν ακόμα καλύτερη. Άλλωστε, όταν πριν από τρεις μήνες παίζανε headlining show στο Royal Albert Hall, φαντάζομαι ότι θα περίμεναν μεγαλύτερη ανταπόκριση από το ελληνικό κοινό που στο Fuzz, τουλάχιστον, είχε πιο δυναμική παρουσία. Ανεβαίνοντας την ανηφόρα προς την έξοδο βλέπουμε ότι οι Inspector Cluzo, που χάσαμε το μεσημέρι, ετοιμάζονται για δεύτερη εμφάνιση. Δυστυχώς, η συμπαθής βαβούρα τους δεν στάθηκε ικανή να μας αποσπάσει από την πορεία προς τα έξω, καθώς ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον μελωδικό επίλογο των Editors που θέλαμε να κρατήσουμε σαν τελευταία εντύπωση.
Η πρώτη μέρα του Rockwave 2011, σχεδόν σαν ταινία του Woody Alen, στέφθηκε με απόλυτη καλλιτεχνική επιτυχία αλλά εμπορικά ‘πάτωσε’. Το στοίχημα του billing δυστυχώς χάθηκε για τους διοργανωτές που όμως δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Σαφώς και θα μπορούσε να γίνει καλύτερος καταρτισμός του προγράμματος, σώζοντας κάποιους καλλιτέχνες από το μεσημεριανό λιοπύρι. Άλλωστε το να τελειώνει φεστιβάλ στις 23:00, ημέρα Παρασκευή είναι λίγο υπερβολικό. Δεν νομίζω να γκρίνιαζε κανείς αν τελείωνε δώδεκα-δωδεκάμισι Από εκεί και πέρα, η αρένα της μεγάλης σκηνής απαλλάχθηκε από το ‘τετράγωνο της ντροπής’ (κλειστός χώρος διακεκριμένων θέσεων) που στιγμάτισε αρνητικά το Sonisphere που είδαμε δυο εβδομάδες νωρίτερα, ενώ όλα τα παρελκόμενα (περίπτερα χορηγών, φαγητών, ποτών) λειτούργησαν άψογα. Οι χορηγοί είχαν στήσει παιχνίδια για το κοινό με έπαθλο κουπόνια για ποτά και μικρά gadgets ενώ υπήρχε και η δυνατότητα βόλτας με segway. Ας ελπίσουμε ότι οι επόμενες δύο μέρες θα τύχουν ίδιας μουσικής επίδοσης αλλά σαφώς μεγαλύτερης συμμετοχής.
ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ROCKWAVE DAY 2
ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ROCKWAVE DAY 3