Rosenberg Trio και Mιχάλης Παούρης live | Φωτορεπορτάζ
Από νωρίς, πριν ανοίξουν οι πόρτες είχε δημιουργηθεί συνωστισμός έξω από τον χώρο, αφού ελάχιστα καθυστέρησαν να ανοίξουν οι πόρτες, χωρίς να προλάβει να δημιουργηθεί κάποια δυσαρέσκεια ή παράπονο.
10 λεπτά πριν τις 10 ο Mιχάλης Παούρης και το κουαρτέτο του ανέβηκαν πάνω στη σκηνή και για τα επόμενα 45 λεπτά θα έπαιζαν Jazz fusion με το μπουζούκι να είναι πρωταρχικό όργανο. Ο Παούρης ήταν βιρτουόζος παίκτης, αλλά άφηνε και τα υπόλοιπα όργανα του συγκροτήματός του να έχουν στιγμές που γίνονται πρωταγωνιστές, κυρίως τα πλήκτρα. Το μπάσο ήταν λίγο πιο δυνατά απ’ότι χρειαζόταν και τα τύμπανα τέλος ισορροπούσαν την κατάσταση. Όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις η μπάντα είχε το ρόλο του να παίζει τα backing tracks έτσι ώστε ο πρωταγωνιστής να βιάσει το όργανό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρότι ο βιασμός ήταν αναπόφευκτος η μπάντα είχε σημαντικότατο ρόλο.
Στο ξεκίνημα του “The Stage” και του “Alleys Groove” ο Παούρης είχε καταφέρει να αφήσει μεγάλη μερίδα του κοινού άφωνη από της ικανότητές του και για το ότι έπαιζε μπουζούκι με τέτοιο τρόπο, μακριά από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως μπουζούκι. Ο Al Di Meola έχει ήδη εκτιμήσει τις ικανότητες του συμπατριώτη μας και τον έχει πάρει για αρκετά σόου εκτός Ελλάδος μαζί του κάτι που όταν τον δει κανείς να παίζει τόσο γρήγορα και τεχνικά δεν θα φαντάζει εντυπωσιακό.
Σε αντίθεση με την ικανότητά του να ανεβοκατεβαίνει την ταστιέρα του εν ριπεί οφθαλμού, στο μικρόφωνο φάνηκε κάπως ντροπαλός και δεν μίλησε, παρά μόνον για να ευχαριστήσει τους συμπαίχτες του και να μας πει ‘πόσο παιχτάρες είναι’ και να προλογίσει τους δυο του guest: Τον ‘special’ guest, Πάνο Mουζουράκη, του οποίου το μόνο ‘special’ ήταν ότι θα τραγούδαγε ένα μόλις τραγούδι, και μιλάμε για το “Στην άκρη της σκηνής”, όπου ήταν και το μοναδικό τραγούδι με φωνητικά της βραδιάς. Ο Mουζουράκης εξαιρετικός και φοβερά παθιασμένος. Ο δεύτερος ήταν ο Stochelo Rosenberg, ο οποίος για κακή τύχη όλων δεν ακουγόταν καθόλου, και όσες γκαρίδες ακούστηκαν από τον κόσμο προς την κονσόλα για να δώσει ένταση στη κιθάρα ήταν άκαρπες…
Εξ’ αιτίας του ήχου ο Παούρης δεν κατάφερε να χαιρετήσει επίσημα και απλά υποκλίθηκε και ευχαρίστησε μεγαλοφώνως. Το στήσιμο ήταν τέτοιο ώστε στην αρχή να βγουν κατ’ευθείαν οι ξάδερφοι Rosenberg και να ξεκινήσουν να παίζουν. Πριν τις εναρκτήριες νότες του “Coquette” o Stochelo ήταν ήδη στη σκηνή μαζί με τον Παούρη (και του έπλεκε το εγκόμιο ενώ τα άλλα δύο μέλη κατέβαιναν στη σκηνή). Όταν οι Nonnie και Nous’che εγκαταστάθηκαν πίσω από την (ρυθμική) ακουστική κιθάρα και κόντρα μπάσο εν μέσω επευφημιών και προσμονής. Η πρώτη εμφάνιση, ίσως του πιο διάσημου τρίο στο χώρο της Gypsy Jazz ήταν γεγονός.
Στα πρώτα τραγούδια η κάμερα ήταν αμετακίνητα κολλημένη επάνω στην ταστιέρα του Stochelo, όπως και η προσοχή του κάθε παρευρισκομένου στο χώρο. Εκείνος ήταν αναντίρρητα ο πρωταγωνιστής της βραδιάς και προσεκτικός για να μην χάσει νότα ήταν προσκολλημένος στην ταστιέρα το μόνο που έκανε ήταν να χαρίζει κάποιο χαμόγελο στο κοινό αδιάφορα. Κάθε φορά που ολοκλήρωνε τα τεχνικότερα των solos του, το κοινό χειροκροτούσε έντονα, ίσως περισσότερο από όταν ένα τραγούδι ολοκληρωνόταν.
Οι υπόλοιποι δυο είχαν συμπληρωματικό ρόλο, αλλά δυστυχώς στα πρώτα 4 ή 5 τραγούδια δεν ακούγονταν καν. Τι και αν ο Nonnie κάθε φορά που τέλειωνε ένα τραγούδι τελείωνε σηκωνόταν από την καρέκλα του και ζήταγε να του ανεβάσουν την ένταση; Αυτό άργησε πολύ να γίνει και σε πολλές περιπτώσεις το κοινό φώναζε προς τον ηχολήπτη να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Κορυφαία ήταν τα ειρωνικά βλέμματα του Stochelo όταν ήθελε να μιλήσει και καταλάβαινε ότι το μικρόφωνο ήταν κλειστό (κάτι που συνέβη ΟΛΕΣ τις φορές που πήγαινε να μιλήσει). Η μπάντα στα κενά ανάμεσα στα τραγούδια έλεγε σε ποιον δίσκο ανήκουν και σε μια ένδειξη ευγνωμοσύνης, όταν έπαιζαν διασκευή έλεγαν δυο λόγια για τον συνθέτη του τραγουδιού.
Στο “Bossa Dorado” η ανταπόκριση ήταν εκπληκτική, αφού το κοινό άρχισε να τραγουδάει της μελωδίες τις κιθάρας. Αυτό συνέβαινε αρκετά συχνά σε συνθέσεις όπως τα “Made for Izaak”, “Double Jeu” ή “Sephora”: Αρκετοί έκλειναν τα μάτια τους για να χαθούν στις ταξιδιάρικες μελωδίες, άλλοι πάλι χτύπαγαν το πόδι τους ρυθμικά στο έδαφος, άλλοι χτυπούσαν σιωπηλά παλαμάκια, άλλοι κοίταζαν τη μπάντα αποσβολωμένοι και άλλοι απλά είχαν πιάσει τη κουβέντα. Η μπάντα παρότι έχει τεχνικό παίξιμο, βασίζεται περισσότερο στο συναίσθημα που η μουσική της δημιουργεί στον ακροατή: σε αυτό αρίστευσαν. Χαμογελαστοί, ολιγομίλητοι, ερωτευμένοι με το όργανό τους και χαρούμενοι για την πρώτη τους εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους. Ίσως είχαμε κάπως καλύτερη μεταχείριση εφόσον ήμασταν και τελευταία στάση της χειμερινής περιοδείας τους…
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τραγουδιού του κανονικού τους σετ υποδέχτηκαν τον Mιχάλη Παούρη. Το υπερτεχνικό του παίξιμο ερχόταν σε αντίθεση με το πιο ταξιδιάρικο υλικό του Rosenberg Trio, αλλά αυτό φάνηκε να μην έχει αντίκτυπο ούτε σε αυτόν, που φάνηκε κεφάτος για το ότι έπαιζε δίπλα στα ινδάλματά του, που τον κοίταζαν συνεχώς προσεκτικά, ούτε και στο κοινό που συχνά ξέσπαγε σε χειροκροτήματα.
Στο τέλος έφυγαν από τη σκηνή και τους είδαμε ξανά λίγο αργότερα όταν και βγήκαν για να παίξουν και να κλείσουν με το “Vendedi 13”, συνοδεία όλης της μπάντας του Mιχάλη Παούρη. Η εμφάνιση έκλεισε μέσα σε κλίμα αποθέωσης και για τους δυο συμμετέχοντες…