Σμυρνέϊκο ηχόχρωμα
Μικροί παρασυρόμασταν από την εποχή μας, κάναμε μια επανάσταση μέσω της μουσικής και της εμφάνισης, χωρίς στα αλήθεια να ξέρουμε μέσα μας το γιατί. Είναι αυτό που λένε μάλλον για τις γενιές μετά το ’80. Οτι τάχα δεν έχουν να παλέψουν για τίποτα, ότι η μάζα και ο καινούριος τρόπος ζωής οδηγεί στο αποξέχασμα και την αποχαύνωση, ταμπέλες που χαρακτηρίζουν και κοσμούν ολόκληρες γενιές και τις βάζουν στο ράφι, τις κάνουν ανενεργές και άχρηστες. Ότι τάχα η ζωή μας έγινε ο υπολογιστής και τα αμερικανόφερτα της τηλεόρασης. Ότι τάχα χάθηκε η επικοινωνία και υποκαταστάθηκε από κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονική κοινωνική δικτύωση.
Η ιστορία όμως αποφάσισε ότι και αυτές οι ξεγραμμένες γενιές έχουν τελικά να παλέψουν, να διατηρήσουν και να θυμηθούν. Δεν ήξεραν ότι ο νέος που την δεκαετία του ’90 έκανε σχιζοφρένεια και χτυπιόταν με καπνογόνα και μπύρες σε μια συναυλία του Παπακωνσταντίνου με το «ΕΛΛΑΣ», την άλλη μέρα στο σπίτι του άκουγε την ηχογράφηση από το ΑΤΤΙΚΟΝ του Νταλάρα και του Βασίλη στο τραγούδι «Δε λες κουβέντα».
Από τους παππούδες μας και τους πατεράδες μας με τους αμανέδες, από τα πανηγύρια, από τα κουτούκια που μας πήγαιναν παιδιά, από το παραπάνω βίντεο, από το αίμα που δεν αλλάζει δρόμο και συνεχίζει να κυλάει μέσα μας, ρίζωσε στα κατάβαθά μας η παράδοση.
‘Οταν η εφηβεία πέρασε, ήρθε το λεγόμενο έντεχνο, επηρεασμένο και βασισμένο στην παράδοση και σύγχρονες ανησυχίες και ήχους. Έμειναν έως σήμερα και κάποιοι μάγκες όπως ο Λεμπέσης να μας θυμίζουν και να μας ταξιδεύουν στο τότε. Και έτσι ήρθε η στιγμή που ο καθένας για τον εαυτό του, για την παρέα του, θα αναζητούσε τα βήματά του.
Ώσπου φέτος το καλοκαίρι, σπρωγμένος από μία παράδοση που μέσα μου είχε γίνει -χωρίς να το καταλάβω- δέντρο που άνθιζε και ξεραινόταν, βρέθηκα στη Σμύρνη. Ακολούθησα εκείνη τη μυρωδιά των υπαίθριων παζαριών και τον ήχο από χορδές και ψυχές. Διψούσα να βρω, να αναγνωρίσω κάτι, να σκαλίσω να θυμηθώ από αυτά που είχα ακούσει, να δω αν συνεχίζει να ζει η μουσική εκείνης της εποχής, αν ο ήχος παντρεύτηκε την αιωνιότητα. Αν όλα τα συναισθήματα, τα χαμόγελα, οι χαρές, οι λύπες, ο πόνος, κυκλοφορούν ελεύθερα τριγύρω στα σοκάκια.
Όταν πάτησα το πόδι μου στην παλιά Αλικαρνασσό και ξεκίνησα το ταξίδι, βάρυνε το στήθος μου…έναν κόμπο ένιωσα στο λαιμό και ξεκίνησα. Έπειτα από τρεις ώρες βρέθηκα στη Σμύρνη. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν συγκεκριμένος, οι θύμησες και ό,τι απέμεινε ελληνικό.
Ξύπνησα πρωί, όταν χάραζε η αυγή, να μυρίσω, να νιώσω…Τη νύχτα λες και μεταμορφωνόταν ο τόπος. Δε ξεχώριζε το πανάκριβο κοστούμι που του φόρεσαν, οι δρόμοι, οι αποβάθρες, το σακάτεμα, η αλλοτρίωση. Τη νύχτα καθώς περπατούσα, τίποτα δεν είχε αλλάξει.Τα παζάρια άντεξαν, τα κουτούκια το ίδιο. Μικρά, σκοτεινά μαγαζιά, με παραδοσιακά όργανα και τραγούδια στα τούρκικα, των οποίων τους ήχους και την προέλευση θα ξεχώριζε και θα κατανοούσε ακόμα και κάποιος που πήγαινε για πρώτη φορά.
Κρασί, ρακί, μεζέδες, χορός, νοσταλγία, μεράκι. Χαμογελούσα, δάκρυζα, έπινα.
Το άλλο πρωί ξεκίνησα για την παλιά ελληνική συνοικία κοντά στην προκυμαία και το ελληνικό προξενείο. Λες και ο χρόνος έμεινε στάσιμος…έτσι είναι, έτσι έμειναν, όπως τα βλέπουμε στα ντοκυμαντέρ. Σαν ταινία παλιά, αφημένα στο έλεος του καιρού, κλειδωμένα, καμμένα, ακόμα όμως όρθια, τσακισμένα αλλά όρθια. Αμόλυντα, να χάσκουν στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Αν ελευθερώσεις, λένε, την ψυχή σου, θα δεις σκιές να σεργιανάνε, θα ακούσεις παρέες να τραγουδάνε και θα μυρίσεις λάδι και αργιλέ.
Με πολλή προσπάθεια και μπαχτσίσι, και μετά από πολλές ώρες κατάφερα να βρω έναν Έλληνα παππού που άντεξε. Στη δύση της ζωής του, αποκαμωμένος από τα χρόνια, φοβισμένος, έμενε εκεί, στο πατρικό του, στην παλιά συνοικία. Τον βοήθησα να κατέβει και πήγαμε σε ένα καφενείο να πιούμε τσάι. Οι ένοικοι του τόπου μαζεύτηκαν από πάνω μας να ακούσουν. Του μιλούσα ελληνικά αλλά μου απαντούσε στα τούρκικα, δάκρυσε, μου είπε μέσω του ξεναγού ότι τα είχε ξεχάσει πια. Επέμενα, μου έσφιγγε το πόδι με τρόπο, φοβόταν.
Ψιθύρισε κάτι σκόρπιες λέξεις και άρχισε έναν αμανέ, μισό ελληνικό, μισό τουρκικό. Με κοίταξε σα να μου λέει «καταλαβαίνεις»; Τον αγκάλιασα, του φίλησα το χέρι, κλάψαμε, έφυγα.
Ακόμα δεν έχουν κάτσει μέσα μου όλα αυτά που έζησα εκεί, οι παλιές αρχαίες επιγραφές στην αρχαία Έφεσο, στην πατρίδα του Ηράκλειτου…Είμαι όμως σίγουρος ότι η ιστορία και η παράδοση είναι ένα καράβι που θα συνεχίζει να ταξιδεύει για πάντα, μέσα από τη μουσική, τις μνήμες, μέσα μας.
Δεν έχουμε παρά να κρατήσουμε ζωντανές αυτές τις εικόνες, τους ήχους, τους αμανέδες, να τους μεταδώσουμε στα παιδιά μας, σε αυτούς που έρχονται. Ένα κομμάτι από τα χιλιάδες κομμάτια του τεράστιου παζλ που λέγεται Ελλάδα. Ήθελα, ένιωθα υποχρέωσή μου να μοιραστώ μαζί σας τα παραπάνω.
Καλή μας αντάμωση, τραγουδήστε καμιά πενιά αληθινή, ζεϊμπέκικο ή καρσιλαμά…
Την ειλικρινή μου αγάπη κόσμε.