Σπύρος Καούρης – Τσαμπουκάς με τσαμπούνα
Οι δυνατότητες στο κούρδισμα και στην έκταση είναι περιορισμένες και αυτός ο περιορισμός διαμόρφωσε τους σκοπούς που εκτελούσε. Αυτά τα όργανα δημιούργησαν αρχικά το χαρακτηριστικό ύφος της κάθε τοπικής παράδοσης. Τα κλαρίνα και τα βιολιά το υιοθέτησαν με αποτέλεσμα να εξελιχθούν ανάλογα με τις διαφορετικές τεχνικές δυνατότητες και τις επιρροές που δέχτηκαν. Υπάρχουν σκοποί με ονόματα όπως «φλογέρα» ή «τσαμπούνα» που προδίδουν και πρέπει να αποδοθούν με τρόπους που θυμίζουν την προέλευσή τους.
Τα πιο εξελιγμένα όργανα δυτικού τύπου έθεσαν τα παλιότερα στο περιθώριο.
Το «φυσικό» τους κούρδισμα αντιλαμβάνεται πλέον ως φάλτσο, παρ’ όλο που αντιπροσωπεύουν μια μουσική πρακτική χιλιάδων ετών.
Ο άσκαυλος είναι ένα πνευστό. Αποτελείται από τομάρι που φουσκώνεται με επιστόμιο και καλάμια που παράγουν τον ήχο.
Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο βασικοί τύποι άσκαυλων.
1. Την γκάιντα της βόρειας Ελλάδας με ένα καλάμι- αυλό για την μελωδία με εφτά οπές μπροστά και μία πίσω. Ένας δεύτερος σωλήνας μακρύτερος, χωρίς τρύπες παράγει το ίσο, μια νότα συνεχόμενη σαν χαλί κάτω από την μελωδία.
2. Την τσαμπούνα των νησιών του Αιγαίου με δύο παράλληλα καλάμια. Το ένα έχει πέντε το άλλο -ανάλογα με την προέλευση του οργάνου- μία, τρεις ή πέντε οπές. Ο ήχος της είναι διαπεραστικός. Λόγω δυσκολίας συγκεκριμένου κουρδίσματος δύσκολα συνυπάρχει με άλλα μουσικά όργανα εκτός των κρουστών και της λύρας.
Ο Σπύρος Καούρης δεν είναι επαγγελματίας μουσικός αλλά εργάζεται σαν καθηγητής χημείας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Με καταγωγή από την ορεινή Αχαΐα. γεννήθηκε το 1961 στην Πάτρα και μεγάλωσε εκεί. Το 1976 έρχεται στην Αθήνα. Έχει από παιδί ακούσματα από τη μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του. Σε μικρή ηλικία τον κερδίζουν τα ρεμπέτικα και μαθαίνει τρίχορδο μπουζούκι. Συμμετέχει κατά διαστήματα σε λαϊκά και ρεμπέτικα συγκροτήματα. Η τελευταία συνεργασία από το 1995 μέχρι το 2005 ήταν με την ρεμπέτικη κομπανία «Οι άσωτοι»
Την τεχνογνωσία που απέκτησε με τις σπουδές του και την αγάπη για την μουσική τα εφάρμοσε κατασκευάζοντας μπουζούκια, μπαγλαμάδες και ταμπουράδες.
Ακούει τον ήχο της τσαμπούνας πρώτη φορά από κασετόφωνο στα δεκαοκτώ του, όταν μάθαινε ελληνικούς χορούς στο χορευτικό συγκρότημα του πανεπιστημίου.
Αυτός ο οξύς ήχος ο τόσο διαφορετικός από τα συνηθισμένα σημερινά ακούσματα του κάνει μεγάλη εντύπωση.
Ψάχνει να βρει κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα.
Σε ένα ταξίδι στη Κάλυμνο το 1986 που φημίζεται για τις τσαμπούνες της αποφασίζει να βρει μία. Στις λίγες μέρες που έχει στη διάθεσή του καταφέρνει να βρει τον ογδοντάχρονο (κατά τα λεγόμενά του) τσαμπουνιέρη Γιάννη Μίχα στην Τέλεντο, ένα νησάκι που απέχει μόλις 900 μέτρα από την Κάλυμνο και να αγοράσει ένα όργανο. Ο Γιάννης έχει γεράσει. Ο ίδιος δεν παίζει πια και δεν μπορεί να του δείξει κάποια από τα μυστικά του οργάνου. Πίσω στην Αθήνα όχι μόνο δάσκαλος δεν υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να βρει ούτε έναν που να παίζει λίγο τσαμπούνα για να του δείξει έστω να φουσκώνει τον ασκό.
Όπου προσπαθεί να μάθει, όπως στο «Λαϊκό σχολείο παραδοσιακής μουσικής» του Αριστείδη Μόσχου τον αποθαρρύνουν και τον παροτρύνουν να στραφεί σε κάτι άλλο.
Το 1995 γνωρίζει τον Θεολόγο Γρίλλη από την Πάτμο που ζει στην Αθήνα και είναι ο μόνος που ηχογράφησε μέχρι τότε έναν δίσκο με τσαμπούνα. Ο Σπύρος αρχίζει μαθήματα και ξεπερνάει έτσι τις πρώτες τεχνικές δυσκολίες.
Από τότε αρχίζει με κάθε ευκαιρία να γυρίζει τα νησιά για να γνωρίζει τσαπουνιέρηδες και να μάθει όσα μπορεί περισσότερα.
Το 2000 θεωρεί ότι πλέον παίζει.
Δεν είναι μόνο οργανοπαίχτης, αλλά και ερευνητής, που ενδιαφέρεται γενικότερα για ότι αφορά την τσαμπούνα. Επίσης πειραματίζεται και προσπαθεί να προσαρμόσει στο όργανο και άλλους σκοπούς που δεν υπήρχαν στο τυπικό ρεπερτόριο του.
“Δεν έχει νόημα να αντιγράψουμε απλώς τους παλιούς. Και οι ίδιοι, όταν τους άρεσε κάτι καινούργιο προσπαθούσαν να το μάθουν. Επειδή η τσαμπούνα μπορεί να παίζει μόνο μία κλίμακα, έκαναν με μεγάλη δεξιότητα διάφορα κόλπα. Καμιά φορά το κατάφερναν με περισσότερη, άλλες φορές με λιγότερη επιτυχία. Δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν πάντα ευρηματικό. Δεν προσπαθώ μόνο να αναπαράγω αλλά και να εκφραστώ μουσικά.”
Το 2003 μαθαίνει για τις «πανκυκλαδικές συναντήσεις λαϊκών πνευστών» που
διοργανώνεται από το 2000 κάθε χρόνο σε άλλο νησί. Σε αυτές τις συναντήσεις γνωρίζεται με πολλούς τσαμπουνιέρηδες, που μένουν στην Αθήνα. Συναντιούνται και το χειμώνα. Μαζί διοργανώνουν εκδηλώσεις και συναντήσεις σε διάφορους καλλιτεχνικούς χώρους στην Αθήνα αλλά και στο μουσείολαϊκών οργάνων στην Πλάκα.
“Πολλοί από τους παλιούς οργανοπαίχτες έκρυψαν τις τσαμπούνες τους στα μπαούλα, αφού ο κόσμος τα θεωρούσε υποδεέστερα. Μια πρακτική χιλιάδων ετών που ήταν ακόμα ζωντανή κινδύνευε να εξαφανιστεί. Σε άλλες χώρες, όπως την Ιρλανδία προσπαθούν να αναβιώνουν μια παράδοση που είχε χαθεί. Οι τελευταίοι πρακτικοί οργανοπαίχτες της ιρλανδέζικης γκάιντας είχαν πεθάνει. Στην Ελλάδα όμως που το νήμα της παράδοσης των άσκαυλων δεν έχει κοπεί, αντί να προσπαθούμε να την κρατήσουμε ζωντανή, την αγνοούμε.
Τώρα με τις «πανκυκλαδικές συναντήσεις λαϊκών πνευστών» ενθαρρύνονται πολλοί από τους παλιούς τσαμπουνιέρηδες, βγάζουν τα όργανά τους από τα μπαούλα και αρχίζουν πάλι να παίζουν. Έτσι ανανεώθηκε και το ενδιαφέρον νεότερων.