Στη συναυλία Hooverphonic: Mad about them
Η πορεία τους όμως ξεκίνησε τέσσερα χρόνια νωρίτερα, όταν (σαν Hoover τότε) μας παρουσίαζαν την δική τους εκδοχή της trip-hop. Με σαφείς επιρροές από τη σκηνή του Bristol (ο Alex Callier, βασικός συνθέτης της μπάντας και επί της ουσίας ‘ηγέτης’ της δηλώνει μεγάλος θαυμαστής των Portishead) αλλά με πιο κοσμοπολίτικο αέρα, κατάφεραν να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού και των συνοδοιπόρων τους καταφέρνοντας να περιοδεύσουν εκτός Βελγίου μαζί με τα κορυφαία ονόματα του χώρου, όπως Massive Attack και Morcheeba.
To σημείο καμπής, όμως, της καριέρας του ήταν το δεύτερο album τους (Blue Wonder Power Milk), όπου και μας συστήσανε την νέα φωνή του συγκροτήματος, την δροσερή και αιθέρια Geike Arnaert. Με σαφώς πιο μελωδική και pop διάθεση, τα κομμάτια του δίσκου ντύσανε πολλές σειρές, ταινίες και διαφημίσεις ενώ το βίντεο του μαγευτικού Eden έπαιζε με μεγάλη συχνότητα στα μουσικά κανάλια.Το αποκορύφωμα της καριέρας του συγκροτήματος ήρθε δυο χρόνια αργότερα με το ‘Magnificent Tree’. To “Mad About You” ακουγόταν σε όλα τα ραδιόφωνα της Ευρώπης ενώ κατάφερε να μπει στα chart και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. O ήχος τους πλέον ήταν ξεκάθαρα pop με lounge πινελιές. Η επιτυχία του δίσκου τους έδωσε την ευκαιρία να γράψουν το εναρκτήριο κομμάτι του Euro 2000, το prog-pop “Visions”, το οποίο και παίξανε ζωντανά κατά τη τελετή έναρξης της διοργάνωσης, σε ένα τηλεοπτικό event που παρακολούθησαν πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι!
Ακολούθησε ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα δισκογραφικά σχέδιά τους. Το ‘Jackie Cane’ του 2002 ήταν ένα concept album βασισμένο στην ιστορία της ομώνυμης ηρωίδας που μας είχαν συστήσει στο Magnificent Tree. Με πολλές progressive αλλά και με έντονη την αύρα του πρώιμου Scott Walker, ο δίσκος, αν και απέσπασε καλές κριτικές, αποδείχθηκε δύσκολος για το κοινό, αν και το single “The world is mine” ακούστηκε αρκετά εκείνο τον καιρό.
Τα ‘No More Sweet Music’ και ‘President of the LSD Golf Club’ που ακολούθησαν, αποδείχθηκαν ακόμα πιο απαιτητικά για τον μέσο ακροατή (με έντονους ψυχεδελικούς πειραματισμούς) και αποξένωσαν το casual κοινό. Αποτέλεσμα ήταν η ρήξη με την τότε εταιρία τους και η ανακοίνωση της επικείμενης αποχώρησης της Geike από την μπάντα προκειμένου να ξεκινήσει solo καριέρα.
Το 2010 ήταν χρονιά ανασύνταξης για τουν εναπομείναντες Alex Callier και Raymond Geerts. Μετά από εκτεταμένες ακροάσεις, η αντικαταστάτρια της Geike βρέθηκε στο πρόσωπο της Noémie Wolfs. Λίγους μήνες μετά κυκλοφόρησε και το ‘The Night Before’, το πρώτο τους album με τη νέα σύνθεση, που τους βρίσκει να επιστρέφουν στις κοσμοπολίτικες pop φόρμες που τους εκτόξευσαν δέκα χρόνια πριν. Ο δίσκος έγινε σχεδόν αμέσως πλατινένιος στην πατρίδα τους και τους οδήγησε σε μια εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία που τους φέρνει για άλλη μια φορά και από τα μέρη μας.
Το Fuzz είναι το τρίτο μεγάλο club στο οποίο απολαμβάνουμε τους Hooverphonic (είχαν ξαναπαίξει στο Ρόδον και το Gagarin) αλλά η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν αντίστοιχη με τις άλλες φορές, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ήταν απογοητευτική. Πάντως χαρακτηριστικό είναι ότι ο εξώστης δεν άνοιξε. Τα φώτα χαμήλωσαν κοντά στις 22:30 με τους Alex Callier και Raymond Geerts να βγαίνουν στη σκηνή ντυμένοι με γυαλιστερά κοστούμια. Επί σκηνής τους συνόδευσαν οι Steven Van Havere στα ντραμς, ο Remko Kühne στα πλήκτρα και ο Cédric Murrath στο βιολί. Τελευταία βγήκε εν μέσω θερμής υποδοχής η πολύ όμορφη Noemie.
H συναυλία ξεκίνησε με τρία κομμάτια από το τελευταίο album του συγκροτήματος, τα “One Two Three”, “The Night Before” και “Heartbroken”. Η έλλειψη εξοικίωσης του κοινού με τα νέα τραγούδια ήταν εμφανής, παρόλα αυτά όλοι χαζεύανε την αισθαντική μορφή της Noemie η οποία ερμήνευε με τρόπο αισθησιακό και ελκυστικά αποστασιοποιημένο.
The Night Before:
Η συνέχεια ήρθε με τρία παλαιότερα τραγούδια, ξεκινώντας από το πρόσφατο παρελθόν με το “The Last Thing I Need is You” και μέσω του “Club Montepulciano” έφτασε μέχρι τον πρώτο τους δίσκο με το “2Wicky”. H απόδοση της Noemie στα τραγούδια που είχαν ταυτιστεί με τη φωνή της Geike ήταν εξαιρετική και ‘κέρδισε’ το κοινό, ενώ το 2Wicky εξελίχθηκε σε ταξίδι στο Bristol της δεκαετίας του ’90.
The Last Thing I Need is You:
Μια σύντομη επιστροφή στο παρόν γίνεται με το Anger Never Dies, για να επιστρέψουνε πάλι στα μέσα του ’90 με μια καταπληκτική απόδοση του “Unfinished Sympathy” των Massive Attack το οποίο η Noemie ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο, συνοδευόμενη μόνο από τα πλήκτρα του Remko Kühne .
Unfinished Sympathy:
Ακολουθεί το prog-pop “Expedition Impossible” και το ατμοσφαιρικό “George’s Café”, για να δώσουν τη θέση τους στο “The World is Mine” το οποίο ζέστανε για τα καλά το κοινό, στον οποίο ο Alex απευθυνόταν συχνά και αστειευόταν, ενώ ο Raymond, παράλληλα, έπαιρνε αστείες πόζες.
The World is Mine:
Το “Jackie Cane” που ήρθε μετά, άφησε ανάμεικτα συναισθήματα. Όχι επειδή ερμηνεία της Noemie το αδικούσε (αντιθέτως, ήταν εξαιρετική, όπως και σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς), αλλά κυρίως επειδή ο ομώνυμος χαρακτήρας έχει ταυτιστεί με τη μορφή της Geike. Πάντως ο κόσμος το καταχειροκρότησε.
Jackie Cane:
Συνέχεια με τη μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος. “Mad About You” με όλον τον κόσμο να λικνίζεται στους ρυθμούς του, ενώ η προσθήκη της μελωδίας από τη Λίμνη των Κύκνων στο τέλος του έδωσε μια ακόμα πιο αιθέρια διάσταση.
Mad About You:
Το βασικό κομμάτι της βραδιάς ολοκληρώθηκε με το “Sometimes” κατά τη διάρκεια του οποίου το συγκρότημα έπαιξε με το κοινό και έδειχνε πραγματικά να το διασκεδάζει.
Vinegar & Salt:
Μετά την πρώτη καληνύχτα, η Noemie επέστρεψε παρέα με τον Remko Kühne για να μας προσφέρουν μια στοιχειωτική εκτέλεση του “Vinegar & Salt” ενώ η μπάντα επέστρεψε σύσσωμη για το ιδιαίτερα συναισθηματικό “Eden”. To πρώτο encore έκλεισε με ένα πολύ παθιασμένο “Renaissance Affair” στο οποίο η φωνή της Noemie ταιριάζει γάντι.
Eden:
Η επιστροφή του συγκροτήματος για δεύτερο encore έγινε με το James Bond-ικής αισθητικής (έτσι το περιέγραψε ο Alex) “Danger Zone”. Ο Alex, στη συνέχεια, πήρε το μικρόφωνο και απένειμε τα εύσημα στις πιο καλοντυμένες παρουσίες του κοινού, αναδεικνύοντας όμως στη πρώτη θέση την Noemie, η οποία κοκκίνησε. Ο οριστικός αποχαιρετισμός ήρθε με το “How Can You Sleep”, το οποίο εξελίχθηκε σε post-rock ορυμαγδό προς το τέλος, με τον Alex να σολάρει παθιασμένα πάνω στη σκηνή.
Η εμφάνιση των Hooverphonic μας προκάλεσε για άλλη μια φορά μια παραμυθένια μελαγχολία αφήνοντάς μας να θέλουμε περισσότερο. Από τη μία η σύντομη διάρκεια της συναυλίας (με το ζόρι μιάμιση ώρα) και από την άλλη η καταπληκτική απόδοση του συγκροτήματος άφησε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Εμείς πάντως θα κρατήσουμε την όμορφη μουσική και την υπόσχεσή τους ότι θα επιστρέψουν σύντομα στην Ελλάδα.