Στην παρουσίαση δίσκου της Μάρθας Φριντζήλα!
Τότε που η Μοσχολιού ήταν του Ζαμπέτα, η Φαραντούρη του Θεοδωράκη. Με τον καιρό όμως, ο συνθέτης έγινε του τραγουδιστή, οι δισκογραφικές δουλειές έγιναν προσωποπαγείς, χάνοντας τη ζεστασιά της παρέας. Οι παρέες όμως δεν χάνονται πότε, κάνουν κύκλους και γεννιούνται καινούργιες. Έτσι κι η παρέα της Μάρθας Φριντζήλα με τον Θέμο Σκανδάμη. Μια φωνή κι ένας συνθέτης κάνουν βόλτα σε στενά λαϊκα, αφουγκράζονται τους ήχους μιας άλλης, παλαιάς Ελλάδας, και τους μετουσιώνουν σε φρέσκο υλικό. Πηγαίνουν εκεί, όπου η Μάρθα είναι του Θέμου, η αλλιώς εκεί που «η Μάρθα Φριντζήλα τραγουδάει Θέμο Σκανδάμη»
Την Τρίτη λοιπόν, οι δύο καλλιτέχνες, μας παρουσίασαν τον καινούργιο τους δίσκο : «η Μάρθα Φριντζήλα τραγουδάει Θέμο Σκανδάμη», στο Baumstrasse, μια πραγματική όαση τέχνης, έναν χώρο που η αύρα του από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις σου δίνει την αίσθηση πως «εδώ κάτι γίνεται, κάτι καινούργιο γεννιέται». Μια αίσθηση που αναβιώνει κανείς και με την πρώτη ακρόαση του δίσκο τους: υπέροχες μουσικές, που ακροβατούν μεταξύ παλαιού λαϊκού και σύγχρονου τραγουδιού, στίχοι ενίοτε αιχμηροί και ενίοτε περιπαικτικοί, ενορχηστρώσεις τόσο απλές, αλλά μ’ ένα ηχόχρωμα τόσο μαγικό και μια φωνή, που μπορεί να εκφράσει μέχρι και την τελευταία συλλαβή που θα αρθρώσει, τις πτυχές κάθε συναισθήματος και κάθε έννοιας. Με τραγούδια όπως ο ποταμός, η λεπτομέρεια, μην το λυπάσαι, πόλεμος χαρακωμάτων, έχει η θάλασσα καράβια, προσευχή, Αύγουστος στην Αθήνα, ο Θέμος Σκάνδαμης έφτιαξε έναν δίσκο μεστό, αυθεντικό, με σαφείς επιρροές από το παλιό, καλό λαϊκό τραγούδι, με πινελιές ρεμπέτικου και παραδοσιακού.. Επιτέλους, ένας δίσκος που έχει άποψη και την φωνάζει, είναι κάτι καινούργιο, το οποίο δεν απαξιώνει το παρελθόν με δήθεν νεομοντερνισμούς σε ήχο και λόγο, αλλά συγχρόνως δεν παραμένει στο κλασικό μοτίβο του λαϊκού τραγουδιού έτσι όπως το έχουμε συνηθίσει, και με ερμηνείες που προσαρμόζονται στα μέτρα της σύνθεσης κι –ευτυχώς- όχι το αντίστροφο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πως αυτή αυθεντικότητα και η μεστότητα του δίσκου συνοδευόταν με μια εξίσου όμορφη και αυθεντική παρουσίαση. Με τη Μάρθα Φριντζήλα ασφαλώς, καθείς ξεχνάει αυτά που ξέρει για δήθεν τάχα μου παρουσιάσεις με πολλά λόγια και μακρόσυρτους μονολόγους εταιριών και λοιπών συντελεστών. Αντίθετα, μας χάρισε μια παρουσίαση δίσκου, με όλη την σημασία της λέξης: ο Θέμος με την κιθάρα του, ο Παναγιώτης Τσεβάς με το ακορντεόν του, ο Βασίλης Μαντζούκης με τα κρουστά του, ο Αντώνης Μαράτος με το κοντραμπάσο του, ο Ορέστης Κολέτσος με το μπουζούκι του κι η Μάρθα με τη φωνή της, να ντύνει και να ταξιδεύει τις μελωδίες, γνωρίζοντάς μας τα νέα τους τραγούδια. Δεν είπαν λέξη για τον δίσκο, αλλά τα είπαν όλα με τα τραγούδια τους, χαρίζοντας μας μια υπέροχη βραδιά, μακριά από τις στημένες, αμήχανες και αποστειρωμένες παρουσιάσεις δίσκων.
Όσοι έχουν ακούσει για μια φορά την Μάρθα Φριντζήλα ξέρουν. Ξέρουν για την στιβαρή, απόκοσμη και χαρισματική φωνή της, για την αγέρωχη παρουσία της και για το ήθος και τον σεβασμό που διέπει την ίδια κι ό, τι με πάθος αναλαμβάνει να μας παρουσιάζει. Μια γνήσια, σύγχρονη ρεμπέτισσα- θα το λέω και θα το ξαναλέω γιατί δεν υπάρχει άλλη- με φωνή, ψυχή, πολυσχιδές ταλέντο, ευφυΐα, διάθεση για πειραματισμό και αγάπη, πραγματική αγάπη κι αφοσίωση σ’ ό, τι κάνει, πράγμα που φαίνεται από τις εξαιρετικές επιλογές της. Ο Θέμος Σκανδάμης από την άλλη, είναι ένας καλλιτέχνης ανήσυχος, χαρισματικός, που οι μουσικές του μαρτυρούν βαθιά και ουσιώδη μελέτη του ελληνικού τραγουδιού. Με στίχους είτε αλληγορικούς, είτε ισχυρά ρεαλιστικούς καταφέρνει να φτιάξει τραγούδια βιωματικά. Είτε ερμηνεύει ο ίδιος τα τραγούδια του, είτε τα ερμηνεύουν άλλοι, ο Θέμος έχει κάτι το σπάνιο και σημαντικό: ξέρει απόλυτα τι θέλει να πει με κάθε λέξη και με κάθε νότα. Εν γένει η μουσική συνάντηση Μάρθας-Θέμου, είναι μια ευτυχής συγκυρία. Είναι συγκινητικό να παρατηρείς ότι εν τέλει υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες με ιδέες, όρεξη και ταλέντο όπως ο Θέμος, και παράλληλα, να υπάρχουν καλλιτέχνες σαν τη Μάρθα, να μην αναλώνονται ποτέ, να είναι πάντα σε επαγρύπνηση και σε διάθεση πειραματισμού. Γιατί αυτός είναι ο Θέμος κι αυτή είναι η Μάρθα: δύο καλλιτέχνες με όλη την σημασία της λέξης.
Φεύγοντας από την παρουσίαση κράτησα μια εικόνα κι έναν ήχο: πέντε «μπερμπάντηδες» μουσικούς να ευχαριστιούνται με την καρδιά τους το παίξιμο και τη μουσική τους, σαν να βρίσκονται σ’ έναν τεκέ του ’30 και μια κοκκινομάλλα σαντέζα, με καημό αλλά και πηγαία χαρά να ερμηνεύει τα τραγούδια τους και να λέει « Γεια σου Θέμο μου», όπως προσφωνούσαν και οι παλιές ρεμπέτισσες τους συνθέτες τους. ..«Γεια σου Μάρθα μας και Θέμο μας» λέω εγώ, «να ‘στε καλά και να κάνετε πάντα τόσο όμορφα πράγματα. Σας ευχαριστούμε.»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΑΡΘΑΣ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ- ΘΕΜΟΥ ΣΚΑΝΔΑΜΗ
Μάρθα, έχει δημιουργηθεί ένα θέμα τις τελευταίες δύο μέρες, με κάποια άρθρα πιο προκλητικά που σε «στηλιτεύουν» για την πρόζα που έκανες στο τραγούδι του Αλκαίου και του Θ. Μικρούτσικου, «Ρόζα», και κάποιοι το χαρακτήρισαν από κακόγουστο έως ιεροσυλία. Πώς το σχολιάζεις;
Μ.Φ: Κατ΄ αρχήν, ας βάλουμε σε μια σειρά τα πράγματα. Όταν απομονώνεις από μια παράσταση, ένα fragment και το σχολιάζεις, χωρίς να ‘χεις δει τι προηγείται και τι έπεται, δεν μπορείς να μπεις στη διαδικασία και να μιλήσεις γι αυτό, γιατί δεν ξέρεις. Δηλαδή όποιος θέλει να δει τι ακριβώς συμβαίνει μ’ αυτό πρέπει να δει την παράσταση. Μ’ αυτή τη λογική κι εγώ μπορώ να πάρω τη δήλωση του Πάπα «υπάρχουν μπουρδέλα στην Αμερική;» ας πούμε και να πω : ο Πάπας ρωτάει αν υπάρχουν μπουρδέλα γιατί θέλει να πάει να γαμήσει , έτσι; Όμως αυτός ρώτησε αν υπάρχουν μπουρδέλα στην Αμερική, γιατί νόμισε ότι είχανε κλείσει όλα. Λοιπόν, όταν παίρνεις ένα απόσπασμα και βγάζεις όλη σου την κακία και το υπερασπίζεις, δεν ξέρω, δεν είναι λογικό, εγώ δεν μπορώ να μπω σ’ αυτήν την λογική. Πολύ εύκολα μπορείς να μιλήσεις για έναν ηθοποιό για παράδειγμα, όμως όταν τον δεις στην παράσταση να μην μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου από την εικόνα. Έτσι κι ένα live, δεν είναι το βιντεάκι που ανέβασαν στο youtube, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δίνει παράσταση. Είναι τελείως άλλο πράγμα. Επίσης το άλλο. Τα φόρουμ, τα σχόλια, το βήμα αυτό που δίνει το διαδίκτυο, ανήκει σε όλους. Στους μόνους που δεν ανήκει, είναι στους καλλιτέχνες. Αυτοί έχουν βήμα, έχουν την ίδια τη σκηνή σαν βήμα, γι’ αυτό και δεν θα έμπαινα ποτέ στον κόπο να συμμετέχω σε όλο αυτό το βήμα του κοινού, δεν είμαι κοινό.
Ας πάμε τώρα στα σοβαρά, τα ωραία πράγματα που κάνετε μαζί, Μάρθα και Θέμο. Κάνατε μαζί έναν δίσκο ο οποίος έχει κυρίως λαϊκό ηχόχρωμα, αλλά έχει και πινελιές παράδοσης. Ήταν ιδέα του Θέμου, ήταν ιδέα δική σου, ήταν κοινή απόφαση, στο πρότεινε εκείνος, πώς εν πάση περιπτώσει γεννήθηκε όλη αυτή η ιδέα;
Μ.Φ: Κοίταξε να δεις, με τον Θέμο, τόσα χρόνια κάνουμε διάφορα πειράματα, κάνουμε διάφορες ασκήσεις. Ο δίσκος αυτός ξεκίνησε ως μια άσκηση ύφους, δηλαδή-εγώ το πρότεινα-«Θέμο, θες να κάνουμε έναν δίσκο μαζί; Αλλά να είναι αλά παλαιά! Δηλαδή να γράψεις ζεϊμπέκικα, λαϊκά, ό, τι προκύψει και να κάνουμε μια κλασική ενορχήστρωση, όπως έκαναν ο παλιοί! Έτσι ξεκίνησε, κι επειδή αυτός είναι βλαμμένος, κατευθείαν δέχτηκε και σε δέκα μέρες είχε ήδη αρχίσει η παραγωγή, γιατί, μπορεί τα πάντα να τα κάνει τραγούδι και γι’ αυτό του το ‘πα κι όλας!
Θ.Σ: Μέσα απ’ αυτό το παιχνίδι στην ουσία νομίζω ότι ικανοποιείται και μια ανάγκη, που είναι να ειπωθούν κάποια πράγματα απλά, χωρίς περιττές υπεκφυγές. Δηλαδή: θέλω να κάνω ένα τραγούδι που να μιλάει γι’ αυτό κι αυτό, και να μην χρειάζεται κάποιος να έχει το x ή y background ή την εξοικείωση με εμένα, με το ύφος μου, με το χώρο κ. λπ για να το λάβει, αλλά να είναι ένα τραγούδι το οποίο αντικειμενικά, να λέει αυτό που λέει. Και νομίζω ότι για ‘μενα τουλάχιστον αυτό υπογείως ικανοποιήθηκε. Ταυτόχρονα, ο τόπος στον οπoίο συναντιόμαστε με τη Μάρθα, είναι τα λαϊκά και τα παραδοσιακά τραγούδια κι έχουμε κοινές αναφορές πάνω σ’ αυτό, αγαπάμε πολύ κοινά πράγματα, λέμε: «Ρε συ, ο τάδε στίχος τι φοβερός που είναι», είναι τα τραγούδια που τραγουδάμε στις συντροφιές μας, και είπαμε εν τέλει, γιατί να μην έχουμε δικά μας τέτοια τραγούδια; Και μπήκαμε στη διαδικασία και το κάναμε.
Μ.Φ: Ίσως επειδή κι εγώ και ο Θέμος πιστεύουμε πολύ στην άσκηση, και εκπαιδευόμαστε συνεχώς, ίσως γι’ αυτό είχαμε αποτέλεσμα. Εγώ, δεν έχω καμία ανάγκη να εκφραστώ, και να πω ποια είμαι. M’ αρέσει να μπαίνω στη διαδικασία να υπηρετώ ρόλους, εποχές, λόγο και γι αυτό αυτός ο δίσκος στο μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στο Θέμο. Ο Θέμος δηλαδή έφτιαξε τα τραγούδια, τη μουσική, το κείμενο και ουσιαστικά με οδήγησε στο ποια θα ‘μαι εγώ για να τα πω. Γιατί εγώ δεν θα έλεγα ποτέ: «Αύγουστος στην Αθήνα και είμαι μόνη μου», δεν είμαι αυτό το κοριτσάκι… Δηλαδή θες να πας στη Σαμοθράκη με τις Μενάδες; (στίχος από τραγούδι του δίσκου) Άντε και γαμήσου, είμαι εγώ. Ο Θέμος όμως με έβαλε σε ρόλους.
Επίσης, μετά από καιρό, πιάσαμε στα χέρια μας έναν δίσκο, στον οποίο επίκεντρο, είναι ο συνθέτης, κι όχι ο ερμηνευτής όπως έχει επικρατήσει τα τελευταία 20 χρόνια, κι αυτό φαίνεται κι από τον τίτλο του δίσκου: Η Μάρθα Φριντζήλα τραγουδάει Θέμο Σκανδάμη. Πείτε μας για την επιλογή αυτού του τίτλου.
Θ.Σ: Κοίτα, αυτό έχει να κάνει με τον σεβασμό που δείχνει η Μάρθα στους δημιουργούς. Σήμερα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο τραγουδιστής έχει τον πρώτο λόγο και προβάλλεται. Η Μάρθα με τρομερή υπομονή και σιγουριά κι απλότητα, λέει: «Παιδιά, εγώ λέω τα τραγούδια αυτού». Όλο αυτό λοιπόν προϋποθέτει μια απόφαση και μια πρωτοβουλία που στην προκειμένη περίπτωση είναι της Μάρθας, μια απόφαση πολύ σταθερή, αλλά και κινητική, αφού το κάθε πράγμα έχει τη θέση του.
Μ.Φ: Ναι, μωρέ γιατί εμείς δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε εμπορικά όλο αυτό, είμαστε φίλοι, πάνω απ’ όλα. Δεν είναι δηλαδή: «Άντε τώρα, τι κάνει η Μάρθα; Μια συλλογή από δισκογραφικές δουλειές..» Έχει αλλάξει το πράγμα, εμένα μ’ αρέσει να τραγουδάω πάνω στη σκηνή κι αν προκύψει να κάνω κι έναν δίσκο. Δεν υπάρχει προσωπικός δίσκος, ποιος προσωπικός δίσκος; Είναι προσωπικός δίσκος του φίλου μου του Θέμου, εγώ απλά τραγουδώ τα τραγούδια του.
Αποφασίσατε να κάνετε έναν δίσκο, σε μιαν εποχή που η δισκογραφία παραπαίει, πώς έχετε στο μυαλό σας την πορεία αυτού του δίσκου;
Μ.Φ: Εμείς θέλαμε το cdάκι μας, αυτό και μόνο. Να το πάρει ο μπαμπάς μας, η μαμά μας, οι φίλοι μας να έχουν στο χέρι τους το cdάκι μας, είμαστε πολύ ρομαντικοί ακόμα. Τώρα, το αν πουλάει, πόσο θα πουλήσει, γιατί και πόσο πεθαίνει η δισκογραφία, δεν το σκέφτομαι καθόλου.
Θ.Σ: Η δισκογραφία δεν πεθαίνει, η δισκογραφία έχει ήδη πεθάνει, μιλάμε απλώς για ένα πτώμα. Αλλά είναι τελείως παράλογο τη στιγμή που έχεις ανάγκη να γράψεις τραγούδια, να σκέφτεσαι τη δισκογραφία και τις πωλήσεις.
Μ.Φ: Η παραγωγή τραγουδιών, είναι αυτή που δεν πεθαίνει. Όπως δεν πέθανε το θέατρο επειδή βγήκε η τηλεόραση, έτσι δεν θα πεθάνει και το τραγούδι επειδή διατίθεται στο διαδίκτυο. Θα βρεθεί διαφορετικός τρόπος. Επίσης δεν πεθαίνει η σκηνή, οι παραστάσεις.
Πιστεύετε ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, πνευματικά, ηθικά, οικονομικά και μέσα σ’ αυτήν την οικονομική δικτατορία, ας πούμε, η τέχνη μπορεί να είναι διέξοδος και να ανθίσει; Δηλαδή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, βγήκαν τα πιο μεγάλα και σημαντικά ελληνικά τραγούδια, πιστεύετε ότι μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο και τώρα;
Μ.Φ: Ναι.
Θ.Σ: Όχι!
Μ.Φ: Για ‘μενα ναι. Βασικά πιστεύω πως βιώνουμε μια βαθιά πολιτιστική κρίση, η οποία έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα κι έχει άμεση σχέση με το τραγούδι. Δηλαδή αυτό που ο καθένας βγαίνει και λέει το μακρύ του και το κοντό του κι έτσι φτιάχνεται ένα πολιτιστικό τοπίο μιας χώρας, δεν είναι και το καλύτερο. Ας πούμε τα 90s , πέρα από πολύ λίγα μοναχικά δείγματα έφτιαξε αυτό που θεωρείται έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Ξεχάστηκαν οι συνθέτες, μπήκαμε σε μια παραγωγή γενικότητας και φτιάχτηκαν ξαφνικά μεγάλοι πυρήνες. Αυτοί είναι οι έντεχνοι, αυτοί είναι οι λαϊκοί και τους έχουμε στην άκρη, ε, αυτός είναι του ποπ, και χτίστηκαν κάποιες περιοχές ας πούμε που δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική. Αλλά ίσως φταίει και ότι της λείπει και της Ελλάδας η φροντίδα του πολιτισμού. Πρέπει να επενδύσει και το κράτος, κάποια στιγμή στον πολιτισμό, αυτό έχει σίγουρο αποτέλεσμα. Έχει να επενδύσει στον πολιτισμό η Ελλάδα, από την εποχή του Ευριπίδη. Δεν έχει επενδύσει το κράτος στους βασικούς τομείς. Να επενδύσει στην παιδεία, στην υγεία, στον πολιτισμό. Τότε ναι, τότε θα παραχθεί έργο. Αντίθετα, επενδύει σ’ άλλα πράγματα και ζούμε αυτήν την περίοδο τώρα, των άλλων επενδύσεων.
Τι λέτε για τις ταμπέλες λοιπόν: έντεχνο, ελαφρό, λαϊκό;
Μ.Φ: Λέει κάτι πολύ ωραίο ο Φοίβος (Δεληβοριάς), ότι μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει να ονομάσεις, ένα κύμα με μια ειδική ταυτότητα, δηλαδή ελαφρό ας πούμε. Έντεχνο. Ελαφρολαϊκό…
Θ.Σ: Η πλάκα ήταν με τις ενδιάμεσες περιοχές, ότι ο Χατζηγιάννης έφτασε να έχει την ταμπέλα: «σκεπτόμενη ποπ». Επίσης, όταν ο Τσιτσάνης άκουσε τον όρο έντεχνο, είπε : «Γιατί εμείς άτεχνοι είμαστε;» και το είπε ο Τσιτσάνης αυτό το πράγμα, ξέρεις…
Μ.Φ: Δεν μπορείς να κατηγοριοποιήσεις με ηθικές ταυτότητες τη μουσική. Τι θα πει ελαφρό; Δηλαδή τα άλλα είναι βαριά; Δεν είναι jazz δεν είναι rock είναι έντεχνο, είναι ελαφρό, σοβαρό. Άρα κι ο ακροατής είναι σοβαρός και ελαφρύς αντίστοιχα. Αυτός που ακούει έντεχνο, έντεχνος, αυτός που ακούει σκυλάδικο, σκυλάς. Είναι ακραίο όλο αυτό.
Θ.Σ: Ίσως υπάρχει ανάγκη ταυτοποίησης, ποιότητας. Κατά βάθος υπάρχει μια μεγάλη ανάγκη να ξέρω τι είμαι, αν ακούω το τάδε είμαι έτσι αν ακούω τα άλλο είμαι αλλιώς. Είναι κενό ταυτότητας του καθενός. Έτσι δημιουργούνται επίπεδα διαχωρισμού σε όλα τα πράγματα. Στη μουσική, στην τηλεόραση, ακόμη και στους ιδιωματισμούς. Είναι δύσκολο να αποδειχθεί κάποιος την αμφιβολία του ότι δεν ξέρω ποιος είμαι… γιατί ακούω Χατζιδάκι και τρελαίνομαι και μετά βάζω Βανδή και χτυπιέμαι , αυτήν την τρέλα δεν την αποδέχεται εύκολα κανείς και ψάχνει ταμπέλες. Υπάρχει μια απώλεια χιούμορ. Και το να είσαι ο πολύ ωραίος τύπος που τα ακούει όλα είναι πάλι μια ταυτότητα, κανείς δεν μπορεί να πει τι του αρέσει και τι δεν του αρέσει και να είναι οκ με αυτό. Είναι νεοελληνική παράνοια αυτό το πράγμα.
Εσύ Θέμο είπες πως δεν νομίζεις ότι η κρίση στην οποία ζούμε σήμερα, μπορεί να οδηγήσει σε άνθιση το ελληνικό τραγούδι. Γιατί;
Θ.Σ: Είπα όχι σε σχέση με τη σύγκριση με την εποχή της χούντας. Στην πραγματικότητα μπορεί να παραχθεί οτιδήποτε. Δεν σημαίνει ότι τότε που τα πράγματα ζορίζουν θα παραχθεί και κάτι καλλιτεχνικά σημαντικό. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος γι αυτό, έχω την εντύπωση πως τα πράγματα όπως και σ’ όλα τα επίπεδα έτσι και στο καλλιτεχνικό, ότι κινούνται λίγο χαοτικά. Δηλαδή το πότε θα προκύψει κάτι ωραίο, και κάτι σημαντικό, ορίζεται από τόσες πολλές παραμέτρους, ιστορικές, κοινωνικές, κλιματολογικές, που δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί. Δηλαδή υπάρχει περίπτωση να υπάρχει μια τρομερή μιζέρια και μόνο αυτή, ή υπάρχει περίπτωση να υπάρχει μια τρομερή άνθιση. Όταν π.χ φτιάχτηκε ο Παρθενώνας, υπήρχε μια τρομερή γενικότερη ακμή, σ’ αυτό που έλεγαν τότε ελληνική δημοκρατία. Δεν σημαίνει ότι μέσω της καταπίεσης θα πραχθεί κάτι σημαντικό, ούτε και το αντίθετο. Οι άνθρωποι που έχουν να παραγάγουν, ζουν σε τυχαίες εποχές.
Μάρθα, εσύ εμφανίζεσαι με τον Φοίβο Δεληβοριά στο Gazarte. Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτήν την συνύπαρξη.
Μ.Φ: Εγώ περνάω τον μήνα του μέλιτος!! Δηλαδή πραγματικά αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι μ’ έναν συνομήλικο που όμως υπήρξαμε κάποτε συμμαθητές. Ό, τι και να κάνουμε, ό, τι και να λέμε σκεφτόμαστε συνέχεια: « Πώς το ‘πε ο Φοίβος, πώς το ‘πε η Μάρθα;», έχουμε αυτό το άγχος. Κι αισθάνομαι επίσης σαν να παρουσιάζω- όπως παρουσιάζαμε παιδιά με καμάρι τους φίλους μας στους γονείς μας και λέγαμε: μαμά, μπαμπά, αυτός είναι ο καινούργιος μου φίλος! Αυτό νιώθω! Και νιώθω και μία περίεργη ασφάλεια, ότι είμαι με το φίλο μου, δεν με πειράζει κανείς. Ότι δεν έχω να διεκδικήσω, δεν έχω να αποδείξω τίποτα.
Εσένα Θέμο ποια είναι τα σχέδιά σου σχετικά με εμφανίσεις;
Θ.Σ: Εγώ έκανα μια σειρά εμφανίσεων στον Πυρήνα και στο Ατρου, μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα, τις οποίες ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Μετά τις γιορτές, την τελευταία Τετάρτη του Γενάρη θα παίξουμε εδώ, σ’ αυτόν τον χώρο (Baumstrasse) με το τρίοο που έχουμε με τη Σταυρούλα την Παυλίκου και τον Δημήτρη τον Κοντογιώργο, και βρίσκομαι σε μια περίοδο ανασύνταξης να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή σκέφτομαι τι είναι να κάνω. Φτάσαμε και στην παρουσίαση του δίσκου και έκλεισε έτσι ένας κύκλος εργασιών και νιώθω τώρα ότι πρέπει να δω πως θα προγραμματίσω τη χαρά μου!