Συνέντευξη: Δημήτρης Κατής
Είναι αλήθεια ότι στην αρχή «έφαγες πόρτα» από την ΕΜΙ;
Ναι, τότε δεν ενδιαφερόντουσαν για είδη μουσικής όπως το ροκ και το μέταλ.
Τι πιστεύεις ότι είδαν σε σένα που τους οδήγησε τελικά στο να υπογράψουν συμβόλαιο μαζί σου;
Τότε ήταν ο Μάνος Ξυδούς διευθυντής παραγωγής στην ΕΜΙ, ο οποίος ήταν όχι μόνο καλλιτέχνης αλλά και ροκάς ταυτόχρονα…οπότε του άρεσε αυτή η διαφορετικότητα. Βέβαια, εγώ δεν του παρουσίασα το απλό ροκ, αλλά το πιο σκληρό ροκ, το οποίο εκείνος το κατάλαβε μετά την πρώτη ηχογράφηση! Μετά συμφωνήσαμε να το κάνουμε με ελληνικό στίχο. Όταν του έφερα μία λίστα με ονόματα για το συγκρότημα, το «Εξόριστοι» του άρεσε εξ αρχής όπως και σε μένα, γιατί ούτως ή άλλως νιώθαμε εξόριστοι σε ό,τι αφορά το είδος της μουσικής που παρουσιάζαμε…Κι έτσι προχωρήσαμε σιγά σιγά, ενώ ο Μάνος μάς ανέθεσε στην πορεία και την παραγωγή. Τότε είχα και πολύ καλό ηχολήπτη, τον Κώστα Καλημέρη, και ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις το καλοκαίρι του 1989. Θα έλεγα ότι προχωρήσαμε ενάντια στις συγκυρίες και τις αντιξοότητες, αφού ακόμα κι όταν το «Κάνε μια ευχή» έγινε πλατινένιο, η δισκογραφική εξακολουθούσε να μην ενδιαφέρεται για το ροκ και το μέταλ. Ό,τι κάναμε το κάναμε από μόνοι μας.
“Δεν υπήρξε ποτέ διάλυση, γιατί για μένα αυτή η έννοια δεν υφίσταται. Όσο μπορείς να βάζεις το cd και να ακούς τα τραγούδια ενός γκρουπ, πώς μπορείς να πεις ότι έχει διαλυθεί;”
Τι θυμάσαι περισσότερο από εκείνες τις πρώτες μέρες;
Ήμασταν πιτσιρικάδες τότε και κάναμε την τρέλα μας παίζοντας αυτό που μας άρεσε. Δεν ενδιαφερόμασταν για τα χρήματα. Για παράδειγμα ο Μάνος Ξυδούς μας είχε πει να γράψουμε κάτι πιο «ήπιο», αλλά ακόμα και οι διασκευές γνωστών τραγουδιών που κάναμε σε μέταλ ύφος καταλήγανε! Ωραία εμπειρία ήταν το πρώτο live που κάναμε στο Ρόδον το 1990, το οποίο ήταν και η μοναδική ροκ σκηνή τότε στην Ελλάδα.
Τα πρώτα μέλη λοιπόν των «Εξόριστων» ήταν μια παρέα από φίλους;
Ναι, μια παρέα. Με τον Τάκη που έπαιζε πλήκτρα ήμασταν μαζί στο Εθνικό Ωδείο, στο μάθημα της Ιστορίας-Μορφολογίας. Με τον Νίκο Μάσιο είχαμε γνωριστεί σ’ένα φροντιστήριο στην Αγία Παρασκευή, ο οποίος εκτός από το να παίζει μπάσο ήξερε και να ζωγραφίζει πολύ καλά, και είχε κάνει για πλάκα πολύ πετυχημένα σκίτσα των Εξόριστων…Με τον Πάνο Βασιλόπουλο κάναμε τρεις δίσκους μαζί και τον θεωρώ τον καλύτερο ντράμερ στο είδος του στην Ελλάδα. Με τον Μιχάλη Ζαγοραίο που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα είχαμε επίσης γνωριστεί στο Εθνικό Ωδείο, και μέσω αυτού γνώρισα και τον Αβράμη, ακριβώς την περίοδο που ψάχναμε για βασικό τραγουδιστή.
“H Metal Mania ήταν άλλη μια ευκαιρία να κάνουμε το κέφι μας χωρίς σενάρια…”
Και τώρα επιστρέφετε για μία συναυλία στην Αρχιτεκτονική. Πρόκειται για συναυλία «νοσταλγίας» ή ανοίγματος ενός νέου κεφαλαίου;
Αυτό θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Κατ’αρχήν από τον κόσμο, αλλά πάνω απ’όλα από το αν θα αναλάβει κάποιος τη χορηγία και την παραγωγή, γιατί δυστυχώς εγώ δεν έχω το χρόνο να το κάνω αυτό στην παρούσα φάση. Είμαι βέβαια διαθέσιμος και πρόθυμος όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, ακόμα και στην Αμερική να βρίσκομαι, να δίνω το παρόν όπου χρειάζεται –από τις απαραίτητες υπογραφές μέχρι τα live. Αν πάνε όλα καλά, μπορεί να υπάρξει και νέος δίσκος, με την προϋπόθεση πάντα να είναι στο ύφος της παραγωγής του πρώτου μας δίσκου. Ενδεχομένως αρχικά να βγει κάποιο single με 3-4 κομμάτια.
Υπάρχει ήδη κάτι έτοιμο σε κομμάτια;
Κομμάτια υπάρχουν άφθονα!
Στη συναυλία να περιμένουμε κάποια έκπληξη, π.χ. στα σκηνικά ή σε πιθανή «παρέλαση» παλιών μελών;
Από παλιούς θα είμαστε μόνο εγώ και ο Χρήστος Αβράμης, γιατί εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον για κάποιους να παραβρεθούν, όπως ο Νίκος Μάσιος που μένει μόνιμα στην Αμερική. Θα κάνουν όμως φωνητικά δύο παιδιά που παίζουν στους «300» μαζί μου, η Έβελυν και ο Αντώνης Χανιώτης ο οποίος θα παίξει και ηλεκτρικό βιολί. Ο Αντώνης είναι μεγάλο ταλέντο, και παρόλο που παίζει στη Λυρική Σκηνή και στην Ορχήστρα της ΕΡΤ παραμένει και μεγάλος ροκάς!
“…αν γυριστεί καινούριο «Conan» θα ήθελα να γράψω εγώ τη μουσική!”
Η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά με τους Εξόριστους ήταν με αγγλικό στίχο. Πώς κι έγινε αυτό;
Τότε ήμουν στη Νέα Υόρκη και συνεργαζόμουν με έναν Γιαπωνέζο ντράμερ. Γνώρισα μετά και τον Κύπριο πληκτρά,τον Βάσο Βασιλείου, και πριν φύγουμε βρήκαμε μια δισκογραφική που ενδιαφερόταν να στήσει το come-back των Εξόριστων. Έτσι μας πρότειναν τον αγγλικό στίχο γιατί ήθελαν να κάνουν και διανομή στην Αμερική. Εγώ δεν είχα πρόβλημα να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Μετά βρήκαν τον Stewart, έναν Άγγλο από το Λιντς, και κάναμε αυτόν τον «πολυεθνικό» δίσκο.
Πλατινένιος δίσκος, λοιπόν, συμμετοχή σε μεγάλα φεστιβάλ στο εξωτερικό, γενικώς μια καριέρα αξιοζήλευτη για ελληνικό γκρουπ. Γιατί διαλυθήκατε;
Δεν υπήρξε ποτέ διάλυση, γιατί για μένα αυτή η έννοια δεν υφίσταται. Όσο μπορείς να βάζεις το cd και να ακούς τα τραγούδια ενός γκρουπ, πώς μπορείς να πεις ότι έχει διαλυθεί; Διάλυση σημαίνει «σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε».
“Ο κόσμος σκέφτεται «τι να την κάνω την ποιότητα αν δεν έχω να φάω;» και κάθεται και δέχεται ό,τι σαβούρα του πλασάρουν…”
Εκτός από την καριέρα σου ως μουσικός, σε γνωρίσαμε και μέσα από δύο ροκ και μέταλ τηλεοπτικές εκπομπές.
Ήταν κάτι αρκετά πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή – και μάλιστα με δύο εκπομπές. Η μία (το Star Club) δεν ήταν κατεξοχήν ροκ, εγώ απλώς παρουσίαζα τη ροκ εκδοχή της, ενώ η υπόλοιπη ήταν ποπ. H Metalmania ήταν κατεξοχήν metal γιατί αυτό ζητούσαν οι πιτσιρικάδες, αν και εγώ προσπάθησα να δημιουργήσω πιο ροκ καταστάσεις από τα 70’s (Black Sabbath, Led Zeppelin, Deep Purple, Rainbow). Αυτή η εκπομπή ήταν άλλη μια ευκαιρία να κάνουμε το κέφι μας χωρίς σενάρια…βγαίναμε έξω με τους πιτσιρικάδες, κάναμε το χαβαλέ μας, παίζαμε τη μουσική μας, ακόμα κι αν κάποιοι το παρεξηγούσαν. Όπως ξέρεις, οι Εξόριστοι είχαν φανατικούς οπαδούς και φανατικούς εχθρούς. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι διαφορετικό, και αναγκαστικά παίζεις το ανάλογο παιχνίδι. Σημασία έχει να είσαι συνεπής σε αυτούς που γουστάρουν να είναι δίπλα σου και να ακούν τη μουσική σου, γιατί σε εκτιμούν και οφείλεις να τους εκτιμάς και εσύ.
Τι σε παρακίνησε να μπεις σε όλη αυτή την ιστορία που λέγεται μουσική; Ποια ήταν τα ακούσματά σου;
Είχα κάνει κάποια μαθήματα κλασικής κιθάρας στο δημοτικό αλλά μου άρεσαν περισσότερο τα κινηματογραφικά ακούσματα…μου άρεσε και η κλασική μουσική, κυρίως της ρομαντικής περιόδου του Βάγκνερ, και βεβαίως το ροκ της δεκαετίας του ’70 επηρεασμένος από τον πατέρα μου που είχε όλο το «πακέτο» του ροκά – καμπάνες, χαϊμαλιά κτλ. Κι όλα αυτά κάποια στιγμή τα συνδυάζεις. Δεν επέλεξα να γίνω μουσικός ή να παίζω κιθάρα, έτυχε απλώς. Για παράδειγμα στους 300 παίζω πλήκτρα, ή στις δουλειές που κάνω στην Αμερική αναγκαστικά παίζω πιάνο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βγει στο τέλος ένα ωραίο σύνολο, μια σωστή δημιουργία. Και το σημαντικό είναι να έχεις καλούς συντελεστές…Όπως στους 300 που θεωρώ ότι έχω από τους καλύτερους ερμηνευτές στην Ελλάδα – και σε ότι αφορά τα όργανα αλλά και την ποιότητά τους σαν άνθρωποι. Είναι τραγωδία να μην υπάρχει ποιότητα στους συνεργάτες σου.
Βλέπεις ομοιότητες στην μουσική σου πορεία με την αντίστοιχη του Παπαθανασίου;
Καταρχάς έκανε ένα μεγάλο ροκ συγκρότημα τη δεκαετία του ’60, τους Aphrodite’s Child, όπου τραγουδούσε και έπαιζε μπάσο ο Ντέμης Ρούσσος. Μιλάμε για πολύ σημαντικούς μουσικούς! Μετά ο Παπαθανασίου έφυγε στο εξωτερικό. Διαφωνώ ακόμα και σήμερα με όσους τον κριτικάρουν, γιατί ακόμα και να μη σου αρέσει η μουσική του δεν μπορείς να μην εκτιμάς όλα όσα δημιούργησε από μόνος του. Παρόμοια περίπτωση ήταν και ο Γιάννης Πολυδούρης, ένα απλό και φτωχό παιδί από την Αμερική. Όλοι αυτοί έφεραν καινοτομίες, οι οποίες εκτιμώνται δεόντως στην Αμερική. Κι όπως μου είχε πει και ο Bob Rice, που ήταν ο μουσικός σύμβουλος της ταινίας Μπεν Χουρ: «Πάντα υπάρχει θέση για έναν καλό καλλιτέχνη». Στην Ελλάδα πάλι, δυστυχώς ο φθόνος είναι διάχυτος.
Σε ό, τι αφορά τα video clip που έχεις γυρίσει και με τους Εξόριστους και με τους «300», εκπέμπουν όλα ένα ιδιαίτερο feeling χωρίς να είναι αυτό που λέμε «υπερπαραγωγές».
Το σημαντικό είναι να έχεις καλή μουσική και καλή φωτογραφία. Ειδικά αναφορικά με το δεύτερο, θεωρώ βασικό να έχεις έναν καλό διευθυντή φωτογραφίας, καθώς καλείται να αποφασίσει για κάθε λεπτομέρεια.
“Oι Εξόριστοι είχαν φανατικούς οπαδούς και φανατικούς εχθρούς…”
Κρίνοντας όμως από τις ομοιότητες όλων των video clip, μάλλον διαφαίνεται ότι την τελική επιμέλειά τους την έχεις εσύ.
Οι ομοιότητες προκύπτουν από το γενικότερο feeling, το οποίο και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.
Πάντως η θεματολογία τους εμπεριέχει πολλά στοιχεία από την ελληνική μυθολογία. Τι σε ελκύει σε αυτήν;
Όχι μόνο από τη μυθολογία αλλά και από το Μεσαίωνα. Θα έλεγα το «έπος» με την ευρεία έννοια του όρου, το οποίο είναι και απόλυτα ελληνική λέξη.
Ετοιμάζετε κάποιο soundtrack για ταινία;
Στην Αμερική ασχολούμαι πολύ με την καλωδιακή τηλεόραση, συνεργάζομαι με παραγωγούς του History και του Discovery Channel έχοντας κάνει αρκετές παραγωγές που αφορούν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το συμβόλαιό μου αφορά αυτό το είδος κυρίως.
Για ποια ταινία θα ήθελες να είχες γράψει τη μουσική;
Προφανώς αν γυριστεί καινούριο «Conan» θα ήθελα να την γράψω εγώ!
Κι αν κάποια από τις μουσικές σου επρόκειτο να γίνει ταινία, ποια θα επέλεγες;
Έχω γράψει πάρα πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορα είδη ταινιών, από πολεμικές μέχρι ιστορικές και εποχής. Εξαρτάται από το όραμα του κάθε σκηνοθέτη και το τι θέλει να περάσει μέσα από την ταινία. Το κοινό στοιχείο πάντως σε οποιαδήποτε μουσική έχω γράψει είναι το «επικό» που προανέφερα.
“Μια γενική κατεύθυνση και συνομωσία υπάρχει παντού…”
Πριν δύο εβδομάδες ανέβηκε η παράστασή σου με τους «300». Ήταν όπως την περίμενες;
Αυτές τις παραστάσεις τις διοργανώνουν οι Δήμοι, επομένως εγώ δεν έχω το άγχος της εισπρακτικής επιτυχίας. Αν οι Δήμοι δεν κάνουν το σωστό promotion, εκείνοι θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα και όχι εγώ. Σε γενικές γραμμές πάντως, όλες οι παραστάσεις –στο Ζάππειο, στη Ρεματιά Χαλανδρίου και στη Χαλκίδα- είχαν πάρα πολύ κόσμο και πήγαν πολύ καλά.
Ποιο είδος μουσικής κερδίζει το μεγαλύτερο μέρος της καρδιάς σου;
Θα ξαναπώ το επικό, το οποίο είναι ένα είδος από μόνο του που συμπεριλαμβάνει διάφορες υπο-κατηγορίες.
Ποια στιγμή της καριέρας σου θα ξεχώριζες;
Τον πλατινένιο δίσκο και την πρώτη βράβευση στο Hollywood. Σε αυτή τη βράβευση, δεν περιγράφεται το συναίσθημα της αναγνώρισης που ένιωσα και μάλιστα από έναν ξένο λαό.
Είσαι μουσικός, συνθέτης, παραγωγός, δημοσιογράφος. Έχεις κάποιο απωθημένο με το οποίο θα ήθελες να ασχοληθείς;
Όχι, δε θα έλεγα ότι έχω. Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει σχέση με την τέχνη της μουσικής. Ζωγράφος ας πούμε δε θα γίνω ποτέ! Στο παρελθόν είχα ασχοληθεί και με τη φωτογραφία για αρκετά χρόνια, κυρίως με ό,τι σχετίζεται με ιστορικό τοπίο, και είχα βγάλει κάποια φωτογραφικά άλμπουμ.
“Ήμασταν πιτσιρικάδες τότε και κάναμε την τρέλα μας παίζοντας αυτό που μας άρεσε.“
Τι έχεις να πεις για το φαινόμενο των talent shows που επικρατεί και που δείχνει σαν να μην ακούει πια ο κόσμος μουσική αλλά απλώς να τη βλέπει;
Έχει χαθεί η κρίση του κόσμου. Και νομίζω ότι σε αυτό συμβάλλουν όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της καθημερινότητας που δημιουργούν την επιθυμία της απόδρασης από τις έννοιες και τα προβλήματα. Ο άλλος σκέφτεται «τι να την κάνω την ποιότητα αν δεν έχω να φάω»; Επομένως κάθεται και δέχεται ό,τι σαβούρα του πλασάρουν. Βέβαια, ορισμένοι από αυτούς που πηγαίνουν στα talent shows για να προβληθούν έχουν κάποιο ταλέντο, απλώς η διανομή αυτού του ταλέντου δε γίνεται σωστά γιατί υπερισχύει η ευκαιριακή δόξα. Κι όταν γίνεται αυτό, τελειώνουν όλα. Γενικώς θα έλεγα ότι το εν λόγω φαινόμενο είναι και ατομικό και κοινωνικό, αλλά πάνω από όλα είναι θέμα παιδείας. Όποιος στερείται παιδείας και γνώσης, δεν υπάρχει περίπτωση να εξελιχθεί.
Θεωρείς ότι αυτό το φαινόμενο απλώς έτυχε ή ήταν κατευθυνόμενο;
Μια γενική κατεύθυνση και συνομωσία υπάρχει παντού. Αλλά δεν είναι κρυφή, όταν για παράδειγμα μια δισκογραφική προωθεί το εύκολο τραγούδι και σου επιτάσσει να διασκεδάσεις με αυτό, ξέροντας ότι θα της επιφέρει εύκολο και γρήγορο χρήμα. Αν λοιπόν δεν αποδράσεις από αυτό, φταις κι εσύ. Στο παρελθόν οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές και ο κόσμος πιο απλός. Τώρα υπάρχει ασυδοσία και υπερκαταναλωτισμός.
Παλιότερα, το να φτιάξεις ένα δικό σου studio στο υπόγειο του σπιτιού σου φάνταζε πολύ δύσκολο. Πλέον, ο κάθε μουσικός μπορεί να έχει ένα studio σπίτι του και με πολύ χαμηλό κόστος. Επομένως είναι κάτι που φαίνεται πια να μπορεί να κάνει ο καθένας.
Ναι αλλά αν δεν έχεις ταλέντο, όσα μηχανήματα και να αποκτήσεις δε θα προχωρήσεις πολύ. Όλα είναι έμφυτα, γεννιέσαι και προορίζεσαι για να κάνεις κάτι. Κι εγώ μπορώ να σχεδιάσω ένα αεροπλάνο, αυτό δε σημαίνει ότι μπορώ να το πετάξω κιόλας.
Η υπερπροσφορά πάντως παραμένει, δυσκολεύοντας την επιλογή του πραγματικά καλού πρωτοεμφανιζόμενου.
Παλαιότερα που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μηχανήματα, ήταν μεγαλύτερο το πάθος της δημιουργίας. Τώρα είναι όλα έτοιμα, τύπου fast food, και έτσι εμποδίζεται το πραγματικά καινούριο που έχει τη δύναμη να σε «αναγεννήσει».
Ποια είναι η άποψή σου για το internet σε σχέση με τη μουσική; Κάποιοι λένε ότι τη σκοτώνει και άλλοι ότι τη διαδίδει πιο εύκολα.
Και τα δύο ισχύουν. Οικονομικά τη διαλύει, από πλευράς δικαιωμάτων των δημιουργών. Θα μπορούσαν οι εταιρείες να διεκδικήσουν από το youtube, για παράδειγμα, να πληρώνει για τη διανομή των κομματιών. Πολλά μπορούν να γίνουν για να προστατευθεί ο δημιουργός. Σε γενικές γραμμές πάντως το internet έχει και θετικά στοιχεία. Εγώ κάθε επικοινωνία που κάνω από το 1996 βασίζεται σε αυτό.
Ευχαριστούμε το “Easy livin’” rock bar για τη φιλοξενία.
Στρατηγού Κοκκόλα 18 Χολαργός