Συνέντευξη: Γιάννης Μηλιώκας, Γεωργία Γραμματικού
Γιάννη, μετά από πολλά χρόνια απουσίας από τη δισκογραφία εμφανίστηκες πέρυσι με ένα διπλό «Best Of», το οποίο περιείχε και 4 καινούργια τραγούδια. Πώς πήγε εμπορικά το CD;
Να σου πω την αλήθεια δεν τα παρακολουθώ αυτά τα πράγματα. Πέρυσι που παίζαμε με τη Γεωργία στο Ζυγό, μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, αναγκάστηκα να ψάξω να βρω τα CD μου για να μπορέσω να τα δώσω στην ορχήστρα και να τα κάνει πρόβα για τις εμφανίσεις. Το να παρακολουθώ την κίνηση της αγοράς, δεν το έκανα ποτέ ούτε θα το κάνω. Δεν προλαβαίνω, δεν μ’ αρέσει και δεν μου λέει τίποτα.
Ποιος ήταν ο λόγος που εξαφανίστηκες για τόσα χρόνια και ποιος ήταν ο λόγος που αποφάσισες να επανέλθεις;
Όπως ξέρεις βιώσαμε μία 10ετία-15ετία όπου εμφανίστηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι για να μας πούνε τα ίδια πράγματα με διαφορετικό κοστούμι. Εγώ δεν έμαθα από τους γονείς μου τέτοιο παραμύθι ώστε να το περιφέρω μέσα στην πόλη. Έμαθα να εργάζομαι και να εμφανίζω την εργασία μου. Την κοπάνησα λοιπόν για καινούργια πράγματα και προετοιμάστηκα για κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι κάνουνε όλοι. Τώρα που ήρθε η ώρα να εμφανίσω την εργασία μου επανήλθα. Μαζί με τη Γεωργία κάναμε ένα στούντιο κι έτσι από φέτος αρχίζουμε δικές μας παραγωγές, δηλαδή δίνουμε τραγούδια σε όποιον γουστάρουμε ή τα λέμε εμείς. Χρειάζεται μια υπέρβαση. Εγώ την υπέρβαση την έμαθα από γεννησιμιού μου. Δουλεύω από 6,5 χρονών παιδί και προς μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα ότι και οι αρχαίοι Έλληνες, για τους οποίους έχω μια αγάπη, εργάζονταν πάρα πολύ και έλεγαν λίγα. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και στο βιβλίο που έγραψα.
Ο κόσμος μού χάρισε την αγάπη του και τώρα είναι η σειρά μου να χαρίσω κι εγώ την αγάπη μου, με εργασία και με πράγματα τα οποία έχουν κάτι να προτείνουν
Το βιβλίο ήταν ο λόγος που αποσύρθηκες;
Όχι. Αυτό προέκυψε μετά. Όταν βγήκα στη δισκογραφία διαισθανόμουν ότι είχα κάτι να πω. Εξέφρασα στο κοινό κάποιες ιδέες μου, προτείνοντας έναν τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μέσα στην πόλη, και ο κόσμος απάντησε αγοράζοντας εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους ότι «συμφωνούμε, είμαστε μαζί σου». Εγώ ήθελα απλώς να δηλώσω τη θέση μου. Ο κόσμος μού χάρισε την αγάπη του και τώρα είναι η σειρά μου να χαρίσω κι εγώ την αγάπη μου, με εργασία και με πράγματα τα οποία έχουν κάτι να προτείνουν. Δεν μπορώ να διαιωνίσω το «τίποτα». Ο καλλιτέχνης πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται και να παρουσιάζει εργασία.
Ασχολήθηκες και μ’ άλλα πράγματα στο διάστημα της αποχής σου;
Πέντε χρόνια μού πήρε η Γεωργία, πέντε χρόνια μού πήρε η κόρη μου, πέντε χρόνια το βιβλίο και άλλα πέντε το στούντιο!
Γεωργία Γραμματικού: Ο Γιάννης άμα δεν έχει κάτι να πει, δεν θα μιλήσει.
Ναι, αλλά ένας καλλιτέχνης ο οποίος έβγαζε κάθε χρόνο κι ένα δίσκο, πώς γίνεται ξαφνικά να μην έχει τίποτα να πει;
Γ. Γραμματικού: Δεν νομίζω ότι ο Γιάννης είπε όλα όσα ήθελε να πει. Ο Γιάννης είναι ένας χαρακτήρας που άμα ήταν κινηματογραφικός, θα ήταν κάτι ανάμεσα στον Λογοθετίδη, στον Βέγγο και στον Κωνσταντάρα. Μιλάει για πράγματα που συμβαίνουν τώρα. Είναι σαν δημοσιογράφος-στοχαστής-παρατηρητής, σαν ένας τύπος που βγαίνει από το καφενείο για να δει τι συμβαίνει έξω και μετά ξαναγυρνάει για να το πει στους άλλους.
Το λυπηρό είναι ότι τα τραγούδια του Γιάννη είναι ακόμα επίκαιρα. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τις πωλήσεις αλλά είναι κακό για την κοινωνία μας, γιατί δείχνει ότι από τότε δεν έχει καλυτερεύσει καθόλου η κατάσταση
Όλα αυτά τα χρόνια δεν του έλειπε η μουσική; Δεν ένιωσε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον κόσμο;
Γ. Γραμματικού: Τη μουσική δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Δούλευε στο στούντιο. Πάντα έγραφε και κατέγραφε και πειραματιζότανε με πράγματα, τα οποία θα φανούνε οσονούπω γιατί το στούντιο είναι έτοιμο και το βιβλίο τελείωσε. Το βιβλίο πήρε πολύ χρόνο και ήταν κάτι στο οποίο έπρεπε να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι. Κι αυτό μπορώ να στο πιστοποιήσω ως σύντροφος…
Γ. Μηλιώκας: … και συνεργάτης…
Γ. Γραμματικού: … και φίλη. Για τον Γιάννη δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Κι όταν λέω «τίποτε άλλο» εννοώ ότι δεν υπήρχε ούτε ένας καφές έξω, ούτε μία εκδρομή.
Αυτό σαν παράπονο το ακούω.
Γ. Γραμματικού: Όχι, εγώ εκτιμώ πάρα πολύ τους ανθρώπους που έχουν πειθαρχία. Δεν γκρίνιασα καθόλου γιατί πρώτα απ’ όλα ήξερα ότι αυτό έπρεπε να γίνει και δεύτερον γιατί είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει πολύ η μοναχικότητα. Χρειάζομαι κι εγώ το χρόνο μου. Επιπλέον μοιράσαμε και τις δουλειές. Την ώρα που τελείωνε ο Γιάννης το βιβλίο, εγώ ασχολήθηκα με το στούντιο και με κάποια τεχνικά πράγματα γιατί έχω μια μικρή υπεροχή στο θέμα της τεχνολογίας…
Γ. Μηλιώκας: Μεγάλη θα έλεγα!
Τελικά τι πραγματεύεται αυτό το βιβλίο;
Γ. Μηλιώκας: Αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τους αρχαίους Έλληνες. Όλα αυτά που ξέρουμε είναι για να θαυμάσουμε το πνεύμα τους. Το βιβλίο αυτό ασχολείται με το σώμα και αναφέρεται στους ανθρώπους που εκείνη την εποχή ασχολήθηκαν με το σώμα και όχι μόνο με το πνεύμα. Αριστοτέλης, Πλάτων, Όμηρος, Σωκράτης… Όλοι αυτοί έχουν να μας πούνε κάποιες πληροφορίες για το σώμα. Κατ’ αρχήν αποκωδικοποίησα τον μαίανδρο, για τον οποίο νομίζαμε επί 2.500 χρόνια ότι είναι ένα τετράγωνο σχέδιο αλλά είναι τα ανθρώπινα χέρια που χρησιμοποιούνται σε μια λαβή πάλης και ένας τρόπος να αποκτήσει κανείς τον σωματότυπο των αγαλμάτων μέσα από ειδική γυμναστική, με ακόντιο, ξίφος, τόξο κ.λπ., που βοηθάει στην ενδυνάμωση των χεριών. Τα αγάλματα δεν είναι παραμύθι. Είναι μία πραγματικότητα, την οποία έπρεπε να γνωρίζει ο οποιοσδήποτε Υπουργός Πολιτισμού και δεν την γνωρίζει γιατί κανένα τέτοιο αγγείο δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Τα αγγεία αυτά, που εξηγούν ότι ο μαίανδρος είναι τα χέρια μας, βρίσκονται στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στο Παρίσι κ.λπ. και δεν υπάρχει κανένα εδώ. Αυτά κλάπηκαν ή επωλήθησαν, δεν ξέρω πόσο και πως, και ορισμένα φυγαδεύτηκαν επί Τουρκοκρατίας με το φόβο ότι οι Τούρκοι θα τα ρημάξουν όλα. Όλα αυτά τα αγγεία που υπάρχουνε έξω εξηγούν ότι ο μαίανδρος είναι «μαία ανδρός», γεννάει δηλαδή τον άνδρα. Το βιβλίο λέει ότι είτε είσαι 90 χρονών είτε είσαι 50 χρονών, υπάρχουν λύσεις για να γίνει η υγεία σου 10 φορές καλύτερη. Αν πάλι είσαι ο γκαντέμης, ο οποίος είναι 20 χρονών σήμερα και πρέπει να εργαστεί για να ξεφεσώσει όλα αυτά που αυτοί οι αλήτες βάλανε φέσι, συγχρόνως είσαι και ο πιο τυχερός γιατί μπορείς να μάθεις τι είναι ο μαίανδρος, να γυμναστείς και να φτιάξεις ένα κορμί αγαλμάτινο και να ξεχρεώσεις με χαμόγελο στα χείλη όλα αυτά που τα λυκόρνεα μας φέσωσαν.
…όταν βρεις τον άνθρωπό σου, τον οποίο όχι μόνο τον θέλεις αλλά σε καλύπτει και σε άλλα 120 πράγματα, σε βοηθάει να οραματιστείς, σε βοηθάει να απαλύνεις το χθες και να καλυτερεύσεις το σήμερα,
Ο τίτλος του βιβλίου είναι…
Γ. Μηλιώκας: «Μαίανδρος: η άγνωστη γυμναστική των αρχαίων Ελλήνων». Εκδόσεις Κάκτος. Αν ο κόσμος εμπιστεύεται την αισθητική μου και τη νοημοσύνη μου, τότε κάθε σπίτι πρέπει να έχει και ένα βιβλίο γιατί αλλιώς θα είναι σαν να δηλώνουμε ότι «την υγεία μας να ‘χουμε» αλλά να το λέμε ξύνοντας τα ….. μας!
Και στο εξώφυλλο βλέπουμε τον μαίανδρο όπως σχηματίζεται από τα δύο χέρια.
Γ. Μηλιώκας: Αυτό είναι από ένα στιγμιότυπο πάλης και μάλιστα ο μαίανδρος χρησιμοποιείται και στην εποχή μας, μόνο που ονομάζεται «δέσιμο» και δεν το έχουν καταλάβει και πολύ οι παλαιστές. Το χρησιμοποιούν αλλά το έχουν λίγο παραγκωνισμένο. Κι όμως ο μαίανδρος έφτιαχνε τα ανθρώπινα κορμιά εκείνης της εποχής σε τέτοια κατάσταση ώστε δεν ρωτούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές «πόσος είναι ο εχθρός» αλλά «πού είναι». Αν ο κόσμος θέλει να βελτιώσει την υγεία τη δικιά του και των παιδιών του, δεν μένει παρά να διαβάσει το βιβλίο. Λίγο-πολύ οι διατροφολόγοι και οι γυμναστές υπαινίσσονται κάτι, το οποίο είναι σωστό. Αλλά επειδή τα λένε πολύ πρόχειρα και πολύ γρήγορα, με τον γνωστό τηλεοπτικό χρόνο και με κάποια προγράμματα τα οποία πιθανόν να φαίνονται και λίγο παράξενα, εγώ το 80% από αυτά που λένε τα επιβεβαιώνω μέσα από κείμενα τα οποία υπογράφει ο γιατρός των γιατρών: ο Ιπποκράτης. Όλοι αυτοί οι αρχαίοι έχουν να μας υποδείξουν τι και πως και πόσο πρέπει να τρώμε και να γυμναζόμαστε.
Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να σκεφτεί κάποιος «έλα μωρέ τώρα, τι ξέρει ο Μηλιώκας; Ο Μηλιώκας είναι τραγουδιστής».
Γ. Μηλιώκας: Είμαι σίγουρος ότι αν πας με την πεπατημένη να γίνεις ιστορικός ή αρχαιολόγος, σου υποδεικνύουν έναν τρόπο μάθησης που είναι λανθασμένος. Και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε την έννοια του μαιάνδρου. Εμένα μου έτυχε από θαυμασμό για τους αρχαίους, να παρατηρήσω ότι τα αγάλματα έχουν κάτι να πουν. Έχουν φλέβες, μύες, στάσεις, τις οποίες όταν παίρνει το ανθρώπινο σώμα αρχίζει και αισθάνεται διαφορετικά, έχει και μια δυσκολία. Δεν είναι εύκολο να πάρεις τη στάση του δισκοβόλου. Όλα αυτά τα πράγματα τα δούλεψα κρυφά και επειδή δεν είχα την τύχη ή την ατυχία, όπως θέλεις πάρ’ το, να περάσω δια της πανεπιστημιακής οδού, στην αρχή εξεπλάγην και αναρωτήθηκα κι εγώ πως είναι δυνατόν να μην ξέρουν τι είναι ο μαίανδρος. Το τσεκάρισα και όλα τα λεξικά του κόσμου λένε ότι ο μαίανδρος είναι διακοσμητικό σχέδιο. Για όνομα του Θεού! Και κανείς δεν αναφέρεται στην αξία και τη χρησιμότητα του μαιάνδρου. Το μυστικό είναι κρυμμένο εδώ και 2.500 χρόνια. Σκέψου ότι οι αρχαίοι τον θεωρούσαν σύμβολο αθανασίας –για τέτοια αξία μιλάμε- γιατί μετατρέπανε το σώμα τους με τέτοιο τρόπο ώστε καταργούσανε την καθημερινή φθορά. Άρα είχανε μακροζωία και καλύτερη υγεία. Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ένα αγγείο που να αναφέρεται στο σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος έχτισε όλο τον κόσμο.
Το τραγούδι αυτό (Ροζ) ήταν η εικόνα μίας απλής στιγμής της καθημερινότητάς μου. Έβαλα ένα πλυντήριο με λευκά και ξεχάστηκε ένα κόκκινο παντελόνι μέσα και βγήκανε όλα ροζ!
Αν υποθέσουμε ότι έφερνε το κράτος ένα τέτοιο αγγείο και τοποθετούνταν ως έκθεμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο…
Γ. Μηλιώκας: Λαϊκό προσκύνημα θα γινόταν!
Πώς θα ξέρανε τι σημαίνει αυτό που απεικονίζει;
Γ. Μηλιώκας: Μα γι’ αυτό έγραψα το βιβλίο! Για να το μάθει ο κόσμος. Και γι’ αυτό το ετοιμάζω και στην αγγλική γλώσσα, ώστε να κυκλοφορήσει παγκοσμίως.
Γ. Γραμματικού: Σκεφτόμουνα ένα ρεπορτάζ που είδα από το Μουσείο Ακρόπολης που όσοι δουλεύουνε εκεί είναι από τη Μεσσηνία. Κι εγώ από τη Μεσσηνία είμαι αλλά…
Μάλλον πρέπει να είσαι η μοναδική που δεν προσλήφθηκε στο Μουσείο Ακρόπολης!
(γέλια!)
Γ. Γραμματικού: Σιγά μην ήθελα να δουλέψω στο Μουσείο! Αλλά… τόσο ξεδιάντροπα; Ούτε καν τα προσχήματα δεν κρατήσανε! Μα όλοι από τη Μεσσηνία; Τι ξεφτίλα είναι αυτή; Και μετά μιλάμε εμείς για αγγεία… Σε όλα τα ευρωπαϊκά μουσεία υπάρχουν αρχαιολόγοι. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα.
Γ. Μηλιώκας: Οι αρχαιολόγοι δεν προσέξανε ο μαίανδρος είναι το πιάσιμο των χεριών σ’ έναν αγώνα πάλης. Ο Πλάτων ήταν παλαιστής κι είπε κάποια πράγματα αξιοθαύμαστα. Μάλιστα ήταν νικητής στα Πύθμια και στα Ίσθμια. Ο Σωκράτης ήταν αθλητής στο παγκράτιο και καλός πολεμιστής.
Και ο Αισχύλος ήταν Μαραθωνομάχος.
Γ. Μηλιώκας: Βέβαια! Εμείς νομίζουμε ότι ο Αισχύλος ήταν κάποιος φλώρος που καθότανε στο γραφείο του και φανταζότανε καταστάσεις τις οποίες κατέγραφε. Δεν ήταν όμως η επιφοίτηση, ήταν η βίωση του πράγματος!
Γ. Γραμματικού (ανοίγει το βιβλίο του Γ. Μηλιώκα): Κωνσταντίνε, πες έναν αριθμό από το 10 έως το 180.
Εβδομήντα έξι (76)
Γ. Μηλιώκας: Ε, δεν το πιστεύω! Κι εγώ το 76 σκεφτόμουνα!
Γ. Γραμματικού: Έλα ρε συ! Σοβαρά;
Γ. Μηλιώκας: Υπάρχει μεταβίβαση σκέψης! Δεν μπορεί αλλιώς! Κοιτούσα το βιβλίο και σκεφτόμουνα τον ίδιο αριθμό!
Σ’ αυτό το σημείο η Γεωργία Γραμματικού διαβάζει τη σελίδα 76 από το βιβλίο του Γιάννη Μηλιώκα. Η σελίδα αναφέρει συμβουλές των αρχαίων Ελλήνων για το πώς να καταπολεμήσει κάποιος την κόπωση…
…Έμαθα ότι ο Γιάννης Μηλιώκας θα κάνει μία περιοδεία και ότι ζητάει μία τραγουδίστρια και πήγα στην οντισιόν. Με τον Γιάννη, λοιπόν, γνωριζόμαστε 19 χρόνια αλλά είμαστε μαζί τα τελευταία 2 χρόνια.
Μάλλον έπεσα στην κατάλληλη σελίδα! Θα ήθελα, όμως, να ρωτήσω κάτι. Σκεφτήκατε ότι μπορεί κάποιοι να συγκρίνουν τον Γιάννη Μηλιώκα με τον Άδωνη Γεωργιάδη ή το Δημοσθένη Λιακόπουλο;
Γ. Γραμματικού: Χαίρομαι που είσαι ειλικρινής. Εννοείται πως αυτό το έχουμε σκεφτεί. Τα καταφέρανε μια χαρά και τα κάνανε όλα ίσα κι όμοια. Δηλαδή, όποιος μιλήσει για την αρχαία Ελλάδα αμέσως λένε «Άσε μας τώρα κι εσύ! Εδώ ο κόσμος καίγεται!». Όμως ο κόσμος δεν καίγεται αγάπη μου γλυκιά. Τον κόσμο τον καίμε! Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι τρελαμένοι. Δεν θέλω να θίξω ονόματα κι υπολήψεις, αλλά μερικούς από αυτούς τους τηλεοπτικούς Έλληνες τούς ακούω και γελάω. Και μέρος αυτών των ανθρώπων μάς οδήγησε στην απαξίωση και στη γραφικότητα.
Γιάννη εσύ εφαρμόζεις στην πράξη αυτά που γράφεις στο βιβλίο;
Γ. Γραμματικού: Δεν φαίνεται;
Ακριβώς επειδή φαίνεται τον ρωτάω!
Γ. Μηλιώκας: Κοίτα, αν ήμουν 20 χρονών σίγουρα θα είχα να παρουσιάσω κάτι εντυπωσιακό, όσον αφορά το σώμα μου. Τώρα στα 60 και πάλι καλά είμαι…
Γ. Γραμματικού: Το πιστεύεις ότι είναι 60 χρονών;
Μα δεν είναι γεννημένος το 1955;
Γ. Γραμματικού: Όχι. Είναι γεννημένος το 1950! Και σε λίγες μέρες έχει γενέθλια (23 Ιουνίου)!
Δηλαδή είσαι συνομήλικος με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου (σ.σ. 21 Ιουνίου 1950);
Γ. Μηλιώκας: Ναι! Και με τον δημοσιογράφο Γιώργο Παπαδάκη… Αυτός μπορεί να είναι και μικρότερος!
Τι βλέπεις να έχει αλλάξει στη μουσική σκηνή σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε την εποχή που αποσύρθηκες;
Γ. Μηλιώκας: Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Έχει παραμείνει εκεί που ήτανε. Με την ίδια νοοτροπία, το ίδιο σκεπτικό, τις ίδιες ιδέες και ελάχιστες προτάσεις –για να μη πω τίποτα χειρότερο και φανώ κακός.
Αν έμπαινα μέσα στο σύστημα με τον τρόπο που είχαν μπει οι άλλοι, θα ήταν σήμερα μια μελανιά στη ζωή μου την οποία δεν ήθελα να κουβαλάω.
Όταν εμφανίστηκες πέρυσι, μετά από τόσα χρόνια, πώς αντέδρασε το κοινό; Τι συναισθήματα εισέπραξες από τον κόσμο;
Γ. Γραμματικού: Να σου πω εγώ. Ερχόντουσαν από πιτσιρίκια με τους πατεράδες τους μέχρι κορίτσια με τις γιαγιάδες τους, και λέγανε «άντε ρε παιδί μου! Έλα να σε δούμε κι από κοντά!». Το λυπηρό είναι ότι τα τραγούδια του Γιάννη είναι ακόμα επίκαιρα. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τις πωλήσεις αλλά είναι κακό για την κοινωνία μας, γιατί δείχνει ότι από τότε δεν έχει καλυτερεύσει καθόλου η κατάσταση. Και –για να επιστρέψω στην προηγούμενη ερώτηση- θέλω να πω ότι οι δισκογραφικές εταιρίες δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργικότητα. Απλά συσκευάζουν ένα τυποποιημένο προϊόν. Δηλαδή είναι εταιρίες συσκευασίας. Δεν βρίσκουν ούτε τραγουδοποιούς, ούτε συνθέτες.
Ναι αλλά εφόσον αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γιάννης Μηλιώκας είχε αποσυρθεί από τη δισκογραφία, τώρα γιατί επανέρχεται αφού δεν έχει αλλάξει τίποτα;
Γ. Γραμματικού: Εγώ θα διαφοροποιηθώ λιγάκι ως προς αυτό που είπε ο Γιάννης. Ότι δηλαδή δεν έχει αλλάξει τίποτα. Βλέπω παντού πως υπάρχει διάθεση από τους νέους δημιουργούς, οι οποίοι παίζουν, γράφουν και θέλουν να επικοινωνήσουν αλλά έχουν αλλάξει τα «μαγαζιά» που θα πηγαίνανε για να τα συσκευάσουν. Αυτά τα μαγαζιά κλείνουνε ένα-ένα. Εγώ μέσα μου ξέρεις τι λέω; «Ευτυχώς Παναγία μου»!
Γ. Μηλιώκας: Ναι είναι αλήθεια. Στους πιτσιρικάδες βλέπω ένα πάθος και μια φρεσκάδα.
Γ. Γραμματικού: Το τραγούδι λοιπόν, χωρίς το πακετάρισμα, θα το μαθαίνουμε από την παραγωγή στην κατανάλωση μέσω Internet.
Εδώ όμως συμβαίνει το εξής παράδοξο. Από τη μια οι δισκογραφικές εταιρίες πνέουν τα λοίσθια και από την άλλη ο Γιάννης Μηλιώκας δεν έχει ούτε επίσημη ιστοσελίδα, ούτε προφίλ στο facebook, ούτε myspace. Συνεπώς δεν χρησιμοποιεί ούτε την παραδοσιακή μέθοδο ούτε τη σύγχρονη. Πώς θα προωθήσει λοιπόν τη δουλειά του;
Γ. Γραμματικού: Θα σου δώσω μία πολύ λογική εξήγηση. Τα παλιά τραγούδια του Μηλιώκα υπάρχουν παντού. Και στο Internet και στα δισκοπωλεία. Όμως τα καινούργια τραγούδια που θα βγάλει σαφώς και θα υπάρχουν στο Internet. Ό,τι χρειαστεί θα το κάνουμε, όπως π.χ. μία επίσημη ιστοσελίδα. Είναι λιγότερο «φρικαλέο» το να φτιάξεις ένα site και να προβάλεις τα τραγούδια σου από το να πηγαίνεις στον κύριο τάδε παραγωγό-δισκογραφικό τύπο.
Όταν γράφεις τραγούδια ή κυκλοφορείς ένα CD, όπως το «Best Of» που κυκλοφόρησε πέρυσι, σε ενοχλεί να το βλέπεις να μοιράζεται δωρεάν σε διάφορα διαδικτυακά forums
Γ. Μηλιώκας: Κι εμείς μικροί ανεβαίναμε στα δέντρα και κλέβαμε φρούτα!
Από τη στιγμή που ο ίδιος ο κόσμος στις εμφανίσεις και στις συναυλίες που κάναμε μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι θέλει να ακούσει τον Γιάννη Μηλιώκα, αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε προσφέροντας ένα πακέτο κατάλληλο για την κατάσταση που ζούμε τώρα.
Ναι αλλά οι δισκογραφικές εταιρίες, οι εταιρίες προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων και πολλοί καλλιτέχνες εξοργίζονται και λένε ότι αυτό είναι πειρατεία και ότι στερούνται σημαντικά έσοδα.
Γ. Γραμματικού: Πράγματι αυτή τη στιγμή είναι πειρατεία. Αλλά βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο. Ιδιαίτερα τώρα που κάνουμε μόνοι μας την παραγωγή αφού οι δισκογραφικές λένε «O.K. θα σου βγάλουμε τον δίσκο, αλλά κάνε εσύ την παραγωγή». Ακόμα και άνθρωποι που έχουν ιστορία σ’ αυτό το χώρο κάνουν μόνοι τους την παραγωγή. Οπότε τι σόι δισκογραφικές εταιρίες είναι αυτές; Μόνο για να βάζουν την ετικέτα τους και να κάνουν τη διανομή; Τότε δεν είναι τίποτα αφού όλα πλέον τα κάνει ο καλλιτέχνης. Αυτό, λοιπόν, τελείωσε.
Γ. Μηλιώκας: Και είναι κακό αυτό;
Γ. Γραμματικού: Ποιο;
Γ. Μηλιώκας: Το ότι τελείωσε.
Γ. Γραμματικού: Εγώ χαίρομαι πάρα πολύ που τελείωσε. Η επόμενη φάση είναι ότι θα βρίσκουμε άλλους τρόπους να μεταφέρουμε και να μεταδίδουμε τη μουσική και τα τραγούδια μας.
Γιάννη στους στίχους σου συνδύαζες ταυτόχρονα το κωμικό και το τραγικό στοιχείο, και με ένα μουσικό ύφος που δεν έμοιαζε να έχει κάποιες επιρροές από άλλους καλλιτέχνες…
Γ. Μηλιώκας: Κι όμως επηρεάστηκα απ’ όλες τις μουσικές παγκοσμίου εμβέλειας. Όταν γράφω ένα στίχο ξέρω ότι το τραγούδι θα βγει πολύ καλό αν είναι reggae ή ζεϊμπέκικο, ή rock κλπ. Δεν παντρεύω το στίχο με τον «μονοχνωτισμό» που έχει ένας καλλιτέχνης, ο οποίος μαγκώνεται από ένα είδος μουσικής και ό,τι και να του συμβαίνει εκφράζεται μόνο μέσα από αυτό το είδος. Θα το έλεγα έτσι απλά –και το έχω ξαναπεί- ότι παντρεύω το στίχο με τη μουσική από έρωτα και όχι από συνοικέσιο. Εν αρχή ην ο λόγος. Όταν γράφω ένα τραγούδι εγώ πάντα ξεκινάω από τον στίχο. Κι αυτός με οδηγεί σε μία μουσική επένδυση, η οποία να ταιριάζει σ’ αυτό που θέλω να πω, στο ύφος, στο ρυθμό και στο συναίσθημα που θέλω να βγάλω.
Όταν ήσουν νέος τι μουσική άκουγες;
Γ. Μηλιώκας: Ήμουν ένα αληταριό ολκής, το οποίο για καλλιτεχνικούς λόγους έκανε διάφορα συγκροτήματα. Για οικονομικούς και για βιοποριστικούς λόγους έπαιζα για πολλά χρόνια κιθάρα σε λαϊκά μαγαζιά, ο παππούς μου και ο πατέρας μου είχαν μία ταβέρνα οπότε άκουσα κι εκεί αρκετά λαϊκά τραγούδια, μετά κόλλησα με τον ήχο του εξωτερικού, μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι ηχογραφήσεις που γίνονται έξω –δεν έχουν καμία σχέση με τις δικές μας ηχογραφήσεις- και γενικά δεν είμαι κολλημένος ούτε ως προς το τι θα πω ούτε ως προς το πώς θα το επενδύσω μουσικά.
Θα σου αναφέρω τίτλους τραγουδιών σου και θα ήθελα να μας διηγηθείς μια ιστορία σχετική με τα τραγούδια αυτά. «Για Το Καλό Μου».
Γ. Μηλιώκας: Το τραγούδι αυτό βασίζεται σε προσωπικά βιώματα. Είπα αυτά που ήθελα να πω, εκτονώθηκα, και μέσα απ’ αυτό προχώρησα. Όταν πεις τον πόνο σου δεν χρειάζεται να το τραβήξεις, γιατί κάπου ξεχειλώνει. Δεν έχω να πω κάτι παραπάνω σ’ αυτό. Όπως σου είπα, δεν ανήκω σ’ αυτούς που γράφουν κατά φαντασίαν. Θα έλεγα σε γενικές γραμμές ότι είμαι βιωματικός καλλιτέχνης. Πρώτα περιμένω να ζήσω κάτι και μετά να το καταγράψω. Αν αυτό αξίζει, ξεκινάω για πάρτη μου και μπορεί να εξελιχθεί εφόσον αυτό αφορά και κάποιους άλλους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φανταζόμουνα ότι θα υπήρχε τόση ανταπόκριση και ότι μοιάζω με τόσους πολλούς ανθρώπους. Δεν το περίμενα ότι τόσοι πολλοί Έλληνες αισθάνονται έτσι και ότι εκφράζονται μέσα από αυτό το τραγούδι. Γιατί την εποχή που το έβγαλα, ήτανε κάτι πολύ παράξενο το να πεις τα πράγματα με το όνομά τους.
Θυμάμαι μάλιστα τον Ανδρέα Μικρούτσικο που τότε -το 1986- δήλωσε ότι το «Για Το Καλό Μου» ήταν το καλύτερο τραγούδι της τελευταίας πενταετίας.
Γ. Μηλιώκας: Καλοσύνη του. Αλλά, ξέρεις, δεν είμαι και ιδιαίτερα στενάχωρος τύπος. Δηλαδή δεν κολλάω στη λύπη ή τη χαρά και στον ρεαλισμό ή τον κυνισμό μόνο. Κάθε μέρα έχει το δικό της δρομολόγιο κι εγώ είμαι οδηγός. Όπου με πάει, πάω. Φτάνει να μου ξημερώσει. Άμα ξημερώσει μετά ευχαριστώ το Θεό και λέω «Ζωή ακούμπα πάνω μου! Θα πάμε καλά!».
Θα ήθελα να μας πεις πως εμπνεύστηκες το «Ροζ», ένα τραγούδι που ερμήνευσες μαζί με την Αφροδίτη Μάνου και που εξακολουθεί να το λατρεύει ο κόσμος και να παίζεται πολύ συχνά από το ραδιόφωνο.
Γ. Μηλιώκας: Το τραγούδι αυτό ήταν η εικόνα μίας απλής στιγμής της καθημερινότητάς μου. Έβαλα ένα πλυντήριο με λευκά και ξεχάστηκε ένα κόκκινο παντελόνι μέσα και βγήκανε όλα ροζ! Με την Αφροδίτη Μάνου ήμασταν γείτονες και μας είχε συστήσει ο Λουκιανός (Κηλαηδόνης). Εκείνη την εποχή –όπως και τώρα- ήμουν εκτός συστήματος και δεν μ’ αρέσει να κάνω ανοίγματα με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Θέλω δηλαδή να έχουμε πιει πρώτα έναν καφέ, ένα ποτήρι κρασί, να έχουμε πει πέντε πράγματα, για να γνωρίσω τον άνθρωπο και κυρίως αυτά που κάνει και όχι αυτά που λέει. Κάπως έτσι συνεργαστήκαμε με την Αφροδίτη Μάνου και είπαμε μαζί αυτό το τραγούδι.
Το «Ποιμενικόν Rock»;
Γ. Μηλιώκας: Το «Ποιμενικόν Rock» το έγραψα σκεπτόμενος τον παππού μου, ο οποίος μιλούσε έτσι και τον κοροϊδεύαμε με τ’ αδέρφια μου. Και ήτανε κι ένα τέχνασμα, από τη στιγμή που δεν ήμουνα ο αδερφός του Υπουργού Πολιτισμού ή ο κολλητός των δημοσιογράφων, θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να δηλώσω τη διαφορετικότητά μου. Έτσι βγήκα μ’ ένα χαμογελαστό τραγούδι για να παρακάμψω το σύστημα, από το οποίο έπρεπε να περάσω από εξετάσεις για να εισέλθω. Αν έμπαινα μέσα στο σύστημα με τον τρόπο που είχαν μπει οι άλλοι, θα ήταν σήμερα μια μελανιά στη ζωή μου την οποία δεν ήθελα να κουβαλάω. Μ’ αγάπησε ο κόσμος ξαφνικά και ανάγκασε τους δημοσιογράφους και τους ανθρώπους της κλίκας μας να με αποδεχτούν και να με προωθήσουν με το «έτσι θέλω».
Το 1988 είχες κυκλοφορήσει ένα τραγούδι με τον αθυρόστομο τίτλο «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες», του οποίου οι στίχοι είναι… διαβολικά επίκαιροι όσο ποτέ. Πιστεύεις ότι αυτό το «κάποτε» είναι σήμερα;
Γ. Μηλιώκας: Μας είχαν πει μαλάκες πολύ πιο πριν! Όμως εγώ επειδή είμαι ευγενικός, είπα να το πω αφού το είχαν πει πάρα πολλές φορές και το είπα και σε μέλλοντα χρόνο. Το τραγούδι αυτό είχε άλλο ρεφρέν και για να μην αλλάξει η εταιρία όνομα και κράτος, μού πρότειναν αυτόν τον τίτλο, γιατί το ρεφρέν έλεγε «κι εμείς καθόμαστε και κοιτάμε σαν μαλάκες». Εννοούσα δηλαδή να τους πάρουμε αμπάριζα και να τους τσακίσουμε ή να τους πετάξουμε στο Αιγαίο. Και μου είπανε ότι είναι λίγο… επαναστατικό και ότι θα πάμε φυλακή (γέλια!). Μου είπανε επίσης ότι έχουνε γυναίκες και παιδιά κ.λπ. κι έτσι τελικά το αλλάξαμε και το κάναμε «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες». Βέβαια ήτανε ήπιων τόνων και μετά έμαθαν ότι αυτό που ήθελα να πω επιτρέπεται να το πω και είναι και καλοδεχούμενο από την κοινωνία. Αυτοί πρότειναν την αλλαγή μάλλον όχι για να μου κλείσουν το στόμα, αλλά επειδή φοβήθηκαν μήπως πάθω τίποτα. Όταν είδαν ότι υπήρχε ανταπόκριση, χαλάρωσαν κι αυτοί κι έτσι μπορούσαμε πια να κάνουμε ό,τι γουστάραμε. Φτάνει να έχει λόγο ύπαρξης. Δεν βρίζουμε και δεν γελάμε χωρίς λόγο.
Είσαι αισιόδοξος για το από δω και πέρα;
Γ. Μηλιώκας: Κωνσταντίνε, πραγματικά το πιστεύω και αισθάνομαι ότι το καλύτερο δεν έχει έρθει ακόμα. Με τη Γεωργία έχουμε τέτοιο πείσμα, τέτοια επιμονή, τέτοια παρατηρητικότητα, τέτοια αγάπη γι’ αυτό το πράγμα που κάνουμε, ώστε ακόμα δεν έχουμε δείξει ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές του διαστάσεις.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;
Γ. Γραμματικού: Για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο προγραμματίζουμε μία σειρά συναυλιών με τον Γιάννη, αλλά το πρόγραμμα δεν είναι ακόμα έτοιμο. Θα το ξέρουμε σε λίγες μέρες. Επιπλέον σκεφτόμαστε να κυκλοφορήσουμε καινούριο τραγούδι το φθινόπωρο.
Εν μέσω κρίσης, δεν είναι λίγο τολμηρό να προγραμματίζετε συναυλίες και εμφανίσεις των δυο σας αντί να «συνοδεύετε» κάποιο μεγάλο όνομα;
Γ. Γραμματικού: Κοίτα, αν σε ένα σχήμα υπάρχουν 5 ονόματα, τότε το πακέτο στοιχίζει χ χιλιάδες ευρώ. Αν όμως είναι 2 το κόστος είναι πολύ μικρότερο. Εμείς το επιλέξαμε αυτό για να μπορέσουμε να έρθουμε σε επικοινωνία με όλους τους ανθρώπους.
Γ. Μηλιώκας: Κι αυτά που θέλουμε να πούμε, όπως καταλαβαίνεις, δεν προλαβαίνουμε να τα πούμε όταν υπάρχουν και άλλοι στο σχήμα. Είναι σαν να λέμε «καλησπέρα» και να φεύγουμε.
Γ. Γραμματικού: Αγαπάμε και ταυτιζόμαστε με πολλούς καλλιτέχνες, με τους οποίους με μεγάλη χαρά θα βρισκόμασταν πάνω στη σκηνή. Όμως και το κόστος θα ήταν μεγαλύτερο και το ρεπερτόριό μας θα ήταν μικρότερο. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο κόσμος στις εμφανίσεις και στις συναυλίες που κάναμε μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι θέλει να ακούσει τον Γιάννη Μηλιώκα, αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε προσφέροντας ένα πακέτο κατάλληλο για την κατάσταση που ζούμε τώρα.
Πόσο εύκολο είναι για ένα ζευγάρι να συνεργάζεται επαγγελματικά και να περνάει και τις 24 ώρες ο ένας με τον άλλον;
Γ. Γραμματικού: Παίζουμε πολλούς ρόλους ο ένας για τον άλλον, του φίλου, του πατέρα, της μάνας, της αδελφής…
Γ. Μηλιώκας: Της αδελφής; Αδελφή είσαι και φαίνεσαι! (γέλια)
Γ. Γραμματικού: (γέλια) Εμείς με τον Γιάννη κάνουμε το εξής: επειδή κάνουμε τρελή παρέα –σαν τα παιδιά- όταν μπουχτίζουμε μπορεί χωρίς καμία παρεξήγηση να πει ο ένας στον άλλο «εγώ πάω να ξαπλώσω, θα τα πούμε αύριο το πρωί» ή «να τα πούμε σε 2 ώρες;». Καταλαβαίνουμε ότι ο καθένας θέλει και λίγο χρόνο να είναι μόνος του.
Γ. Μηλιώκας: Πιστεύω ότι όταν γεννιέται ένας άνθρωπος αισθάνεται μισός και ψάχνει να βρει το άλλο του μισό. Αλλιώς ο πλανήτης θα είχε μόνο άνδρες ή μόνο γυναίκες. Όταν βρεις τον άνθρωπό σου, τον οποίο όχι μόνο τον θέλεις αλλά σε καλύπτει και σε άλλα 120 πράγματα, σε βοηθάει να οραματιστείς, σε βοηθάει να απαλύνεις το χθες και να καλυτερεύσεις το σήμερα, και αναρωτιέσαι γιατί όλη αυτή τη γιορτή να τη χαρακτηρίσουμε αρνητική. Μακάρι να τη ζούσε όλος ο κόσμος.
Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε;
Γ. Γραμματικού: Με το Γιάννη γνωριζόμαστε από το 1991. Εγώ γεννήθηκα σε μία φάρμα στη Νότια Αυστραλία, όπου οι γονείς μου βγάζανε μπιζέλια. Γι’ αυτό και δε μ’ αρέσουν τα μπιζέλια! Γεννήθηκα ξημερώματα 6 Φεβρουαρίου, αλλά ο Φεβρουάριος στην Αυστραλία είναι καλοκαίρι. Συνεπώς και εγώ και ο Γιάννης είμαστε… καλοκαιρινοί τύποι! Προκειμένου να φύγω από το σπίτι των γονιών μου θα έπρεπε ή να παντρευτώ ή να σπουδάσω. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να σπουδάσω. Δεν θα άντεχα από τα 17 μου τη «σκλαβιά» του γάμου. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο και αποφάσισα να σπουδάσω Νομική. Παράλληλα όμως ασχολήθηκα με τη μουσική και τη ζωγραφική. Αφού τελείωσα τη Νομική στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, το 1988 αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα. Το πρώτο μου καλοκαίρι στην Ελλάδα συνεργάστηκα με τον αείμνηστο Δημήτρη Λάγιο, μετά με τον Σπύρο Ευαγγελάτο στις «Νεφέλες», οπότε και πραγματοποίησα ένα από τα όνειρά μου παίζοντας στην Επίδαυρο ως μέλος του Χορού των Νεφελών. Έπειτα αποφάσισα ν’ ασχοληθώ μόνο με τη μουσική. Έμαθα ότι ο Γιάννης Μηλιώκας θα κάνει μία περιοδεία και ότι ζητάει μία τραγουδίστρια και πήγα στην οντισιόν. Με τον Γιάννη, λοιπόν, γνωριζόμαστε 19 χρόνια αλλά είμαστε μαζί τα τελευταία 2 χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια ήμασταν φίλοι αν και μεσολάβησε ένα διάστημα που είχαμε χαθεί. Το 1997 όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο, το «Μαύρο Πρόβατο», ο Γιάννης μού τηλεφώνησε στο σπίτι κι εγώ του έπαιξα ένα-ένα όλα τα τραγούδια του δίσκου! Μετά μου είπε: «Είναι η πρώτη φορά που ακούω ολόκληρο δίσκο από το τηλέφωνο!».
Γ. Μηλιώκας: Η Γεωργία είναι ένας άνθρωπος, τι να σου πω. Είναι ένα τσακάλι…
Γ. Γραμματικού: Α, όλα κι όλα! Ας αφήσουμε για άλλη φορά τη ζωολογική ανάλυση!
Γεωργία, το μετάνιωσες που έφυγες από την Αυστραλία;
Γ. Γραμματικού: Καθόλου! Όμως μία στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν όταν αποχαιρετούσα τους γονείς μου στο αεροδρόμιο φεύγοντας για την Ελλάδα. Ενώ εγώ ήμουνα πολύ ενθουσιασμένη, είδα τους δικούς μου και τους φίλους μου λυπημένους. Ζούσα μια στιγμή χαράς που δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν, αφού η ίδια στιγμή για τους άλλους ήταν στιγμή λύπης…
Κάπου εδώ η συνέντευξη έλαβε τέλος. Στο «περιθώριο», η Γεωργία Γραμματικού μας έδειξε μερικούς από τους αγαπημένους της πίνακες που ζωγράφισε η ίδια, ενώ ο Γιάννης Μηλιώκας δήλωσε αποφασισμένος να μείνει για τα καλά στη μουσική σκηνή. Αυτό που διαφάνηκε σε όσους ήμασταν παρόντες είναι η αγάπη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον αλλά και γι’ αυτό που κάνουν. Εμείς με τη σειρά μας ευχόμαστε κάθε επιτυχία και ευτυχία!
Υ.Γ. Περισσότερες πληροφορίες για την Γεωργία Γραμματικού μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα της: www.grammatikou.com