Συνέντευξη: Μπάμπης Στόκας
Μπάμπη καλωσήρθες! Χαίρομαι ιδιαιτέρως γιατί έχουμε πολλά να πούμε και να ακούσουμε σήμερα εδώ, όπου συναντιόμαστε με αφορμή την τελευταία δισκογραφική σου δουλειά, «Βόλτα». Πρόκειται για μια «βόλτα» που κράτησε σχεδόν τρία χρόνια;
Κράτησε πολύ παραπάνω… ουσιαστικά είναι ένας δίσκος που ξεκίνησε όντως πριν από δύο-τρία χρόνια, αλλά έχοντας ψάξει όλο το υλικό που έχω σε mini discs από πράγματα που έκανα στο σπίτι είτε με φίλους είτε μόνος μου και που τα είχα ξεχάσει. Έτσι βρήκα κάποια πραγματικά πολύ όμορφα τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία είναι αρκετά παλιά, ενώ κάποια ήταν μισά και κάποια άλλα είχαν απλώς μουσική χωρίς στίχους. Αναζήτησα λοιπόν στίχους σε φίλους που αγαπάω και εκτιμώ, όπως την Αγαθή Δημητρούκα την οποία θεωρώ σπουδαία ποιήτρια, και τον Μάνο Ελευθερίου που σαφώς δε χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, αλλά και σε νέους ανθρώπους στους οποίους ανέκαθεν πίστευα πολύ.
Με ενοχλεί το ότι οι άνθρωποι που γνωρίζουν τη δισκογραφία είναι πλέον εκτός. Κατάφεραν να διώξουν όλους τους ανθρώπους που ήταν γνώστες και αγαπούσαν αυτό το αντικείμενο, και της δισκογραφίας αλλά και του ραδιοφώνου.
Πάντως, το ότι η ανάγκη σου αυτή να κάνεις ακόμα μουσική και να δημιουργείς κρατάει τόσο χρόνο, δείχνει ότι θέλεις να νιώθεις έτοιμος για να βγάλεις κάτι καλό;
Έτσι είναι. Στην ουσία τώρα δεν κάθισα να γράψω έναν καινούριο δίσκο… μάζεψα όλα μου τα κομμάτια που είχα γράψει μέσα στο χρόνο. Έκανα δηλαδή μια «βόλτα» σε μένα. Και παρόλο που ήταν δύσκολο, είμαι χαρούμενος γιατί τελικά βγήκαν πράγματα που μου άρεσαν πάρα πολύ. Για παράδειγμα το τραγούδι του Κώστα Λειβαδά το είχα τραγουδήσει το 1998 και περίμενε υπομονετικά και αυτός και το τραγούδι 12 χρόνια για να μπει σε δίσκο! Τον αγαπώ πολύ τον Κώστα και είναι κάτι που το έκανα επιτέλους για εμάς.
Περιληπτικά λοιπόν, ο δίσκος αυτός πρόκειται για ένα απόσταγμα πραγμάτων, διαφορετικών χρονικών περιόδων.
Ναι. Μια παρέα φίλων μουσικών που ουσιαστικά έγραψαν τα περισσότερα κομμάτια ζωντανά χωρίς τις «παρεμβάσεις» του υπολογιστή, γιατί θέλαμε να ξεφύγουμε από αυτή την ευκολία και να κινηθούμε αλλιώς. Και είμαι πολύ χαρούμενος με το αποτέλεσμα.
Ο Μάνος με πήρε τηλέφωνο τρεις μέρες πριν πεθάνει, συγκινημένος από τη συναυλία των Κατσιμιχαίων, για να μου προτείνει να κάνουμε άλλη μία με τους Πυξ Λαξ. Κι εγώ του είπα ότι έχουμε χρόνο και θα το δούμε…Και τρεις μέρες μετά…Τι να πεις…
16 τραγούδια λοιπόν, ή καλύτερα 15 γιατί το ένα είναι εις διπλούν.
Ναι, το πρώτο μέρος του τραγουδιού είναι από την πρόβα. Το κρατήσαμε γιατί είμαι πολύ συναισθηματικά δεμένος με αυτό το τραγούδι, καθώς μιλάει για τα παιδικά μου χρόνια και για ένα μοναστήρι που με πήγαινε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός, και μόλις εξήγησα την ιστορία στα παιδιά αποφασίσαμε να κρατήσουμε αυτό το μέρος γιατί εμπεριείχε όλη την ευαισθησία που χρειαζόταν. Το μοναστήρι αυτό παλιά βρισκόταν μέσα στα δέντρα και τα τρεχούμενα νερά, και όταν το επισκέφθηκα χρόνια μετά είδα μόνο τσιμέντο και με έπιασε μελαγχολία. Έγραψα λοιπόν αυτό το τραγούδι μέσα στο αυτοκίνητο, πριν 10 χρόνια. Προσπάθησα πολλές φορές να το ηχογραφήσω αλλά δεν τα κατάφερα λόγω συναισθηματικής φόρτισης. Τώρα το καταφέραμε μαζί με τα παιδιά που με βοήθησαν πολύ.
Είναι πολύ σημαντικό να έχεις καλούς συνεργάτες. Είναι κάτι το οποίο ήθελες πάντα, δηλαδή συνεργασίες με καλή χημεία;
Αυτό όλοι το αναζητούν αλλά είναι δύσκολο να βρεθεί. Κάποιες φορές δεν είσαι έτοιμος εσύ, κάποιες φορές δεν είναι έτοιμοι οι άλλοι. Με αυτόν τον δίσκο είμαι ευχαριστημένος γιατί γίναμε μια αγαπημένη ομάδα με όλα τα παιδιά, καταναλώνοντας πολλές ώρες κατά τις οποίες δεν γράφαμε πάντα αλλά κουβεντιάζαμε για το τι θα κάνουμε. Αυτός ο δίσκος έγινε χωρίς άγχος γιατί είχαμε την πολυτέλεια να τον κάνουμε απλώς γιατί μας άρεσε. Βγήκαμε από το λούκι της εποχής που σου υπαγορεύουν οι άλλοι να κάνεις «ραδιοφωνικά» τραγούδια. Είναι τραγούδια που γράφτηκαν για μένα και που αγαπήθηκαν και από τα παιδιά σαν να ήταν δικά τους. Αυτό είναι που μου δίνει μεγάλη χαρά και που νομίζω ότι θα αγαπήσει και ο κόσμος. Άλλωστε τα σχόλια είναι ήδη πολύ θετικά.
Πολλά από τα τραγούδια που έχω γράψει δε μου αρέσουν. Κοιτάζοντας στο παρελθόν, νομίζω ότι κρατάω πολύ λίγα. Θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο τραγουδιστή γιατί ο «τραγουδοποιός» είναι μεγάλη κουβέντα, που προϋποθέτει όλο το πακέτο.
Μιας και το ανέφερες, γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει αυτή η πίεση για «ραδιοφωνικά», εμπορικά τραγούδια;
Αυτό είναι μία ηλιθιότητα. Αν μπορούμε να το ξέρουμε από πριν γιατί να μην το κάνουμε όλοι; Αυτό δε θέλουμε κι εμείς, να βγάζουμε δέκα τραγούδια και να είναι όλα «ραδιοφωνικά»; Δεν υπάρχει αυτό. Το μόνο που υπάρχει είναι το καλό τραγούδι. Και το ερώτημα είναι αν ο κόσμος επιλέγει το καλό τραγούδι ή όχι. Το ραδιόφωνο λοιπόν κατ’ επέκταση δεν είναι το κομπιούτερ, είναι ο άνθρωπος που το κάνει. Κι εσύ ως παραγωγός επιλέγεις τα τραγούδια ανάλογα με τη διάθεσή σου. Σήμερα μπορεί να αγαπάς πέντε κομμάτια τα οποία σε μία βδομάδα ίσως τα βαρεθείς. Αλλά θα τα παίξεις μετά από δύο χρόνια γιατί κάτι «σου λένε».
Στην αρχή … έβλεπα τον κόσμο μαζεμένο στο μπαράκι που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Zoo, δεν είχα καταλάβει ότι ερχόντουσαν για εμάς και σκεφτόμουνα «μωρέ μπράβο κόσμο που μαζεύει αυτό το μπαρ»!
Είσαι πολλά χρόνια στη δισκογραφία, σχεδόν είκοσι. Έχεις βιώσει την απόλυτη επιτυχία, δηλαδή και τη μουσική και την εμπορική, αρχικά με τους Πυξ Λαξ και στη συνέχεια κάνοντας τα προσωπικά σου βήματα. Έχεις δει μεγάλες αλλαγές από τότε που ξεκίνησες μέχρι σήμερα; Υπάρχουν πράγματα στη δισκογραφία που σε ενοχλούν και που κάποτε ήταν καλύτερα;
Με ενοχλεί το ότι οι άνθρωποι που γνωρίζουν τη δισκογραφία είναι πλέον εκτός. Κατάφεραν να διώξουν όλους τους ανθρώπους που ήταν γνώστες και αγαπούσαν αυτό το αντικείμενο, και της δισκογραφίας αλλά και του ραδιοφώνου. Με αποτέλεσμα να είναι πλέον «εντός» οι τυχαίοι και οι, κατά την άποψή μου, ατάλαντοι. Είναι η εποχή των μετρίων. Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πριν είκοσι χρόνια ότι αυτοί που πρωταγωνιστούν σήμερα στην τηλεόραση είναι αυτοί που είναι. Θα μας φαινόταν τουλάχιστον αστείο. Αυτό με ενοχλεί. Ότι δηλαδή δεν υπάρχουν άνθρωποι να βοηθήσουν τα νέα παιδιά. Για να γίνει αυτό πρέπει να έχεις μια εμπειρία, να μπορείς να καταλάβεις τι έχει ο εκάστοτε πιτσιρικάς για να τον καθοδηγήσεις σωστά.
Και νομίζω ότι κάποτε είχαν τόλμη κάποιοι άνθρωποι της μουσικής. Τώρα αντί για αυτή την τόλμη υπάρχει ο φόβος.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παραγωγοί. Αν μπεις στις δισκογραφικές εταιρείες, δεν ακούν καν μουσική. Αυτό είναι το πρόβλημα, νομίζουν ότι πουλούν φασόλια! Δε βγαίνουν στους δρόμους να γνωρίσουν τις μπάντες, να μπουν σε μικρά μαγαζιά και να τις ακούσουν. Πώς θα βρεις τα καινούρια ταλέντα; Κάτι πρέπει να κάνεις. Στη Νέα Υόρκη για παράδειγμα υπάρχουν χιλιάδες μαγαζιά που παίζουν πιτσιρικάδες, όπου βλέπεις ανάμεσα στο κοινό τους κουστουμαρισμένους με τα Rolex και ξέρεις ότι είναι παραγωγοί και ότι ψάχνουν να βρουν παιδιά που έχουν το «κάτι».
Το βλέπουμε και στα έργα αυτό και ισχύει τελικά. Εδώ πάλι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, απλώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε νέους καλλιτέχνες.
Εδώ βλέπεις τους υπεύθυνους μιας εκπομπής να αποφασίζουν και να λένε «εγώ δεν τον παίζω αυτό γιατί δεν μου αρέσει». Μα δεν είναι δικό σου το κανάλι, ούτε είναι το προσωπικό σου μαγαζί για να έχει σημασία τι σου αρέσει. Γιατί εσύ υποτίθεται ότι κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά και δε μπορείς να βγάζεις κάτι εκτός συστήματος, να το αφορίζεις. Αυτό γίνεται σήμερα στην Ελλάδα. Πάντως δεν πιστεύω ότι μπορούν πραγματικά να βλάψουν το καλό τραγούδι. Γιατί κάποια στιγμή το καλό τραγούδι περνάει στις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων, και όταν είναι έτοιμοι να το ακούσουν θα το ακούσουν.
Ο σκοπός των talent shows είναι να βγάλουν τσαμπουκά και ίντριγκα και μετά οι δισκογραφικές να εκμεταλλευτούν τα νέα παιδιά –αν δεις τα συμβόλαιά τους θα πάθεις πλάκα από την εκμετάλλευση! Τα παιδιά δουλεύουν για 2-3 χρόνια εντελώς τσάμπα γι’αυτούς και μετά τα πετάνε.
Διάβασα κάπου πρόσφατα μία δήλωσή σου που ανέφερε ότι δεν αισθάνεσαι τόσο τραγουδοποιός, όσο τραγουδιστής. Αληθεύει αυτό;
Ξέρεις, μου είναι δύσκολο να γράφω. Δε μπορώ να γράψω κατά παραγγελία – και χάνω και πάρα πολλά λεφτά έτσι! Για να γράψω πρέπει να συμβεί κάτι, ή να ψάχνω κάτι να βρω. Αυτό συζητούσα και με ένα φίλο μου τις προάλλες, ο οποίος με ρώτησε τι δουλειά θα ήθελα να κάνω αν δεν ήμουν αυτό που είμαι τώρα. Και του απάντησα ότι θα ήθελα να χρειάζεται πάντα να ψάχνω κάτι να βρω, δε θα άντεχα τη στασιμότητα.
Σου αρέσει όμως και να εμπνέεσαι αναπάντεχα από κάτι.
Όπως μου αρέσει πολύ και να τραγουδάω τραγούδια άλλων, και να τα κάνω δικά μου. Αφιέρωσα πολλά χρόνια για να καταλάβω πώς γίνεται αυτό. Έτσι ώστε μόλις το καταλάβω να το ξεχάσω, για να μπορέσω τελικά να το κάνω! Σε ό,τι αφορά το γράψιμο είμαι πιο αυστηρός με τον εαυτό μου. Πολλά από τα τραγούδια που έχω γράψει δε μου αρέσουν. Κοιτάζοντας στο παρελθόν, νομίζω ότι κρατάω πολύ λίγα.
Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν τραγούδια που εμείς έχουμε χιλιοτραγουδήσει αλλά εσένα να μη σου αρέσουν;
Μπορεί και να υπάρχουν. Βέβαια το ότι αρέσουν σε εσάς είναι σημαντικό. Απλώς εγώ είμαι πιο αυστηρός με τον εαυτό μου, γιατί ενώ μου αρέσει πολύ ο λόγος ένιωθα πάντα ότι δεν ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Ότι υπήρχαν άλλοι πολύ καλύτεροι από εμένα. Μουσικές βέβαια έγραφα εύκολα. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο τραγουδιστή γιατί ο «τραγουδοποιός» είναι μεγάλη κουβέντα, που προϋποθέτει όλο το πακέτο. Και παρόλο που αισθάνομαι ότι βελτιώνομαι με την πάροδο του χρόνου, ο λόγος παραμένει το μεγάλο μου άγχος. Γι’αυτό και τα «ψειρίζω» όλα τόσο πολύ.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παραγωγοί. Αν μπεις στις δισκογραφικές εταιρείες, δεν ακούν καν μουσική. Αυτό είναι το πρόβλημα, νομίζουν ότι πουλούν φασόλια!
Μα ό,τι έχεις συμπεριλάβει και στην τελευταία σου δισκογραφική δουλειά βγάζει συναίσθημα και δημιουργεί εικόνες.
Ουσιαστικά έβγαλα τις φαμφάρες και το έκανα όσο πιο απλό μπορούσα, γιατί αυτός ήταν ο σκοπός. Σαν να γυρνάει μια κάμερα και να καταγράφει ακριβώς αυτό που βλέπει. Απλές κουβέντες λοιπόν που ουσιαστικά να τα λένε όλα. Έτσι βγήκε και το ρεφρέν του που στάθηκε η αφορμή για όλο τον υπόλοιπο δίσκο.
http://www.youtube.com/watch?v=-TExWv2I0ns
Η τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ ήταν πολύ δυνατή, σε σημείο που δεν μπορούσα να τραγουδήσω από τη συγκίνηση…Σταματήσαμε γιατί υπήρχε λόγος, είχαμε αρχίσει να βαριόμαστε. Και όταν νιώσαμε ότι είχε αρχίσει να μας ψιλοβαριέται και ο κόσμος, πήραμε την οριστική απόφαση.
Τελικά αυτό που μπορεί να σε εμπνεύσει για να δημιουργήσεις δε μπορείς να το ελέγξεις;
Όχι δε μπορείς, και αυτή είναι η μαγεία των τραγουδιών. Όπως επίσης το ότι έχουν χιλιάδες τρόπους ερμηνείας και χιλιάδες αλήθειες μέσα τους. Η δική μου αλήθεια μπορεί να μην είναι ίδια με τη δική σου αλλά παραμένουν και οι δύο αλήθειες.
Θα ήθελα εδώ να αναφέρω και αυτό που μου είπες προηγουμένως, όταν σε ρώτησα τι είναι για σένα το καλό τραγούδι και μου απάντησες ότι είναι αυτό που σε κάνει να σταματήσεις το αυτοκίνητο και να κάνεις στην άκρη.
Ναι, έχει να κάνει βέβαια και με τη φάση στην οποία βρίσκεσαι όταν ακούς κάτι. Μου έχει τύχει δηλαδή να ακούσω πολύ καλούς δίσκους που εκείνη τη δεδομένη στιγμή δε μου άρεσαν… γιατί δεν ήμουνα έτοιμος. Ήταν πιο μπροστά από μένα. Και ξαφνικά τους ξανάκουσα μετά από 2-3 χρόνια και τους εκτίμησα πραγματικά.
Ενώ πριν υπήρχε μόνο το «εγώ» μου, ξαφνικά έρχεται η κόρη μου και γίνεται το νούμερο ένα, μετά η γυναίκα μου που φροντίζει και αγαπάει την κόρη μου, και μετά εγώ που τις αγαπάω και τις δύο.
Nα σταθώ και σε αυτό που γράφεις μέσα στο cd, ότι δηλαδή το αφιερώνεις στις δύο γυναίκες της ζωής σου, στη γυναίκα σου και την κόρη σου. Τι είναι οικογένεια για σένα;
Νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Κατ’ αρχήν ωριμάζεις αμέσως, θες δε θες! Επίσης «υποβιβάζεσαι» απότομα –χαριτολογώντας το λέω αυτό- και από στρατηγός γίνεσαι υποδεκανέας, ή αλλιώς το νούμερο 3! Ενώ πριν υπήρχε μόνο το «εγώ» μου, ξαφνικά έρχεται η κόρη μου και γίνεται το νούμερο ένα, μετά η γυναίκα μου που φροντίζει και αγαπάει την κόρη μου, και μετά εγώ που τις αγαπάω και τις δύο.
Δε πρέπει να περιγράφονται εύκολα αυτά τα συναισθήματα.
Όταν ήρθε στη ζωή μου η κόρη μου, μου έδωσε τόση δύναμη που δε θα μπορούσε να μου δώσει άλλος άνθρωπος. Μόνο με την ύπαρξή της, μόνο με το που την κράτησα στα χέρια μου. Κι ενώ πάντα αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να κάνω οικογένεια που βρίσκομαι συνέχεια στους δρόμους, διαπίστωσα ότι είναι φοβερή η δύναμη που σου δίνει ένα παιδί. Τώρα είναι 14 μηνών και την πήγα πρόσφατα στο Αττικό Άλσος, όπου έπαθε πλάκα με τα ζωάκια εκεί! Ξαναγίνεσαι παιδί κι εσύ…
Να σου ζήσει λοιπόν!
Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Ο Μάνος ήταν ο πρώτος που μας άκουσε στην ΕΜΙ και είπε «ωραίοι είναι αυτοί οι πιτσιρικάδες, αν αντέξουν να περιμένουν 5 χρόνια θα προχωρήσουν». Και έτσι ακριβώς έγινε, 5 χρόνια χρειάστηκαν. Είχε αυτή τη μυρωδιά του παραγωγού, αυτό το ταλέντο που ή το έχεις ή δεν το έχεις. Μεγάλη απώλεια για εμάς.
Από το 2005 και μετά σε είδαμε σε κάποιες εμφανίσεις, που ολοκληρώθηκαν με ένα cd που κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο και που χαρακτηρίζεται από πιο παραδοσιακούς και λαϊκότροπους ήχους, κάτι που εξέπληξε ευχάριστα τον κόσμο.
Εγώ το είχα στο πρόγραμμα, πηγαίνοντας ενάντια στους συμβουλάτορες που μου έλεγαν «μην το κάνεις» ή «τι δουλειά έχεις εσύ με τον Πάριο» κτλ. Μπορεί να μην έχω λοιπόν δουλειά με τον Πάριο, αλλά μπορεί να έχω δουλειά με ένα όμορφο τραγούδι που έγραψε. Έτσι αποφάσισα να κάνω του κεφαλιού μου και να φτιάξω ένα τρίωρο πρόγραμμα για μένα, με το οποίο όχι απλώς να μη βαριέμαι, αλλά να τη βρίσκω και να έχει νόημα για μένα. Έγινε λοιπόν αυτό το πρόγραμμα στο Zoo, το οποίο ο κόσμος –προς μεγάλη μου χαρά- το αγάπησε απίστευτα πολύ. Ενώ όταν ξεκινήσαμε ήμασταν σχεδόν μόνοι μας, το οποίο δε με πείραζε γιατί έχω παίξει και για 50 άτομα και γούσταρα, ξαφνικά μέσα σε δύο εβδομάδες το μαγαζί άρχισε να γεμίζει σταθερά. Και είχε πλάκα γιατί στην αρχή που τους έβλεπα μαζεμένους στο μπαράκι που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Zoo, δεν είχα καταλάβει ότι ερχόντουσαν για εμάς και σκεφτόμουνα «μωρέ μπράβο κόσμο που μαζεύει αυτό το μπαρ»! Το αγάπησε λοιπόν ο κόσμος αυτό το πρόγραμμα, σαν να ξαλάφρωνε ακούγοντάς το και στο τέλος να έφευγε χαρούμενος. Γι’ αυτό το έκανα και δίσκο, είχε λόγο να γίνει και έτσι τον αγάπησε και ο κόσμος. Ήταν μια ωραία χρονιά.
Και είναι πολύ όμορφο να ακούς πράγματα που σου αρέσουν από έναν άνθρωπο που σε έχει συνηθίσει σε άλλα μονοπάτια.
Βέβαια κι εγώ είμαι με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση! Ξεκάθαρα πράγματα. Αλλά αυτό δεν το ξέρει το ευρύ κοινό, μόνο οι φίλοι μου που μαζεύονται στο σπίτι και παίζουμε στις γιορτές. Το κοινό ξέρει αυτό που βλέπει, γι’ αυτό θέλησα να δείξω αυτό που υπάρχει μέσα μου και το έκανα με πολλή αγάπη.
Πήγα ενάντια στους συμβουλάτορες που μου έλεγαν «μην το κάνεις» ή «τι δουλειά έχεις εσύ με τον Πάριο». Μπορεί να μην έχω δουλειά με τον Πάριο, αλλά μπορεί να έχω δουλειά με ένα όμορφο τραγούδι που έγραψε. Έτσι αποφάσισα να κάνω του κεφαλιού μου και να φτιάξω ένα τρίωρο πρόγραμμα για μένα.
Αν σε έβαζα στη διαδικασία να επιλέξεις 2-3 πολύ ιδιαίτερες στιγμές μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχουν ή θα μου πεις ότι δεν μπορείς να απαντήσεις;
Είναι πάρα πολλές αυτές οι στιγμές. Για παράδειγμα η τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ ήταν πολύ δυνατή, σε σημείο που δεν μπορούσα να τραγουδήσω από τη συγκίνηση. Πολύ δυνατή στιγμή. Αν παρατηρήσεις το πρώτο τραγούδι του cd, η φωνή μου είναι σπασμένη. Από εκεί και πέρα ήταν τόσες πολλές οι καλές στιγμές με αυτή την μπάντα…Ήμασταν πολύ τυχεροί, λίγοι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα ζουν αυτά που ζήσαμε εμείς.
Δύσκολα επαναλαμβάνονται τέτοιες στιγμές.
Μακάρι να επαναληφθούν! Εμείς ήμασταν πολύ τυχεροί, μιλάμε ότι εισπράξαμε πολλή αγάπη.
Μα νομίζω ότι δεν πρέπει να έχουν ξαναυπάρξει άλλα cd καλλιτέχνη ή συγκροτήματος στην Ελλάδα, που ο κόσμος να γνωρίζει όλα τα τραγούδια τους.
Μετά από χρόνια καταλαβαίνεις την αξία τους. Ακόμα κι εγώ που σαν ακροατής πλέον ακούω τους δίσκους των Πυξ Λαξ, σκέφτομαι «χμ, μου αρέσει αυτό που ακούω»…
Από τότε που χώρισαν οι δρόμοι σας, έχει υπάρξει η αίσθηση της μοναξιάς;
Όχι, ήμασταν χορτασμένοι. Σταματήσαμε γιατί υπήρχε λόγος, είχαμε αρχίσει να βαριόμαστε. Και όταν νιώσαμε ότι είχε αρχίσει να μας ψιλοβαριέται και ο κόσμος, πήραμε την οριστική απόφαση.
Δε θέλω να βαρύνω κι άλλο το κλίμα, αλλά δυστυχώς είναι ένα γεγονός ο θάνατος του Μάνου Ξυδούς.
Εγώ δεν το έχω χωνέψει ακόμα…νομίζω ότι είναι ψέματα. Για μένα ήταν μεγάλο το σοκ. Προσπαθώ να πειστώ ότι δεν είναι αλήθεια. Είμαι σε αυτή τη φάση. Λέω ότι είναι ένα κακόγουστο αστείο. Για πολλούς λόγους…ο Μάνος κατ’ αρχήν ήταν νέος, με δυο μικρά παιδάκια –για να το δούμε από την ανθρώπινη πλευρά- αλλά και σαν καλλιτέχνης είχε ακόμα πολλά να δώσει. Βασικό του χαρακτηριστικό ήταν ότι αγαπούσε πολύ τους νέους ανθρώπους και τους βοηθούσε με όλη του τη δύναμη. Του άρεσε πάρα πολύ αυτό. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό στις μέρες μας, που όλοι κοιτούν την πάρτη τους.
Όπως επίσης είχε και τόλμη, και τότε και τώρα.
Ακριβώς, αλλά δεν τον ένοιαζε και καθόλου να είναι από πίσω, το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μέσα στην παρέα. Εμείς του χρωστάμε πάρα πολλά, και εγώ και ο Φίλιππος. Γιατί ο Μάνος ήταν ο πρώτος που μας άκουσε στην ΕΜΙ και είπε «ωραίοι είναι αυτοί οι πιτσιρικάδες, αν αντέξουν να περιμένουν 5 χρόνια θα προχωρήσουν». Και έτσι ακριβώς έγινε, 5 χρόνια χρειάστηκαν. Είχε αυτή τη μυρωδιά του παραγωγού, αυτό το ταλέντο που ή το έχεις ή δεν το έχεις. Μεγάλη απώλεια για εμάς.
Μεγάλη απώλεια και για όλον το κόσμο. Εγώ τελευταία φορά τον είδα με τον Χάρη και τον Πάνο (Κατσιμίχα).
Εμένα με πήρε τηλέφωνο τρεις μέρες πριν πεθάνει, γιατί είχε συγκινηθεί από αυτή τη συναυλία και μου πρότεινε να κάνουμε κι άλλη μία με τους Πυξ Λαξ. Κι εγώ του είπα ότι έχουμε χρόνο και θα το δούμε…Και τρεις μέρες μετά…Τι να πεις…
Ας είναι καλά εκεί που είναι.
Θα είναι καλά γιατί σίγουρα θα τραγουδάει εκεί τώρα.
Δε ξέρω κατά πόσο παρακολουθείς τη δισκογραφία σήμερα αλλά και όλο αυτό το σύστημα διαρκούς παραγωγής νέων καλλιτεχνών, π.χ. τα talent shows. Πολύς κόσμος προσπαθεί να βγει μπροστά. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;
Σε ό,τι αφορά τα talent shows, είμαι πολύ αντίθετος γιατί αυτά δεν έχουν κανένα σκοπό να φτιάξουν νέους καλλιτέχνες.
Υπάρχουν όμως ταλέντα.
Και να υπάρχουν, το πιο πιθανό είναι ότι θα τα καταστρέψουν. Το έχουμε δει αυτό να γίνεται. Ο σκοπός τους είναι άλλος, να βγει ο τσαμπουκάς και η ίντριγκα και μετά οι δισκογραφικές να εκμεταλλευτούν τα νέα παιδιά –αν δεις τα συμβόλαιά τους θα πάθεις πλάκα από την εκμετάλλευση! Κανένας δεν έχει ασχοληθεί με αυτό, ότι δηλαδή τα παιδιά δουλεύουν για 2-3 χρόνια εντελώς τσάμπα γι’ αυτούς και μετά τα πετάνε. Γιατί αν τους έχεις ανάγκη θα σε πετάξουν. Εμείς ήμασταν τυχεροί γιατί δεν πληρώσαμε ποτέ κανέναν και έτσι δεν είχαμε ανάγκη και κανέναν. Οι περισσότεροι λοιπόν εκ των κριτών, καθηγητών και παραγωγών των talent shows θέλουν ξύλο γιατί απλώς δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη της μουσικής. Αναφορικά με τα νέα παιδιά, εγώ ελπίζω –παρόλη τη δύσκολη εποχή που ζούμε, γεμάτη άγχος και τρομοκρατία- ότι θα βγουν σημαντικά πράγματα.
Έχεις ξεχωρίσει κάποιους από τους καλλιτέχνες της νέας γενιάς; Κάποια παιδιά που πιστεύεις ότι έχουν «κάτι», είτε είναι τραγουδιστές είτε δημιουργοί;
Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να σου πω, ότι έχω πάθει πλάκα με κάποιον. Αλλά είμαι σίγουρος ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα βγουν καλά πράγματα. Είμαι αισιόδοξος, παρόλη την απαισιόδοξη φύση μου, γιατί έχω παρατηρήσει ότι κάθε φορά που υποφέρουμε βγαίνουν ωραία πράγματα. Είναι σαν να βαραίνει η ζυγαριά από την άλλη πλευρά για να μπορέσουμε να ισορροπήσουμε. Απλώς, όπως είπαμε, δυστυχώς λείπει ο παραγωγός, που θα τους καθοδηγήσει σωστά και θα τους επιφέρει την ισορροπία. Τα περισσότερα παιδιά είναι αβοήθητα. Αλλά αυτό έχει και τα καλά του, γιατί τουλάχιστον είναι δικά τους τα λάθη.
Λίγο πριν κλείσουμε, να σε ρωτήσω πώς τα πας με την τεχνολογία και το internet;
Όχι πολύ καλά!
Το πιστεύεις ότι είναι ένα μέσον που πλέον μπορεί να βοηθήσει;
Βεβαίως το πιστεύω. Σε λίγο τους δίσκους μας όλοι εκεί θα τους βγάζουμε. Νομίζω ότι είναι και το πιο σωστό, να φτιάξω το site μου σαν Στόκας και να πουλάω το δίσκο μου π.χ. 2 ευρώ, εκ των οποίων το ένα ευρώ θα είναι το κέρδος μου και το άλλο τα έξοδα. Αυτή θα είναι η πραγματικότητα. Γιατί να μη μπορεί να κατεβάσει κάποιος το δίσκο και να πρέπει να τον αγοράσει 15 ευρώ (εκ των οποίων σημειωτέων εγώ πάλι ένα ευρώ παίρνω); Βεβαίως και θα πάει προς τα εκεί το πράγμα γιατί οι δισκογραφικές καταστρέψανε το δίσκο, τον διοχέτευσαν παντού και έχασε την αίγλη του. Εγώ θυμάμαι όταν ήμουν πιτσιρικάς να μαζεύω λεφτά επί ένα μήνα για να αγοράσω έναν δίσκο του Bowie. Και σήμερα δε νομίζω ότι είναι ακριβός ένας δίσκος που κοστίζει 15-17 ευρώ, όταν για να πας σινεμά θέλεις 12 ευρώ. Αλλά το θέμα είναι ατομικό για τον καθένα, πού επιλέγει να ξοδέψει τα χρήματά του. Ναι, για έναν καλό δίσκο αξίζει να δώσεις και 20 ευρώ.
Τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα;
Θα ξεκινήσουμε συναυλίες με το Δημήτρη Σταρόβα –έτσι για να ισορροπήσουμε λίγο τη θλίψη- και με τον Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλο, ένα πολύ ταλαντούχο παιδί. Είπαμε να βγούμε μια αντροπαρέα φέτος και να διασκεδάσουμε.
Υπάρχει κάποιο site στο internet, τύπου myspace, όπου μπορούμε να ενημερωνόμαστε για σένα;
Τώρα ετοιμάζομαι να κάνω τη δική μου σελίδα.
Καιρός είναι νομίζω να μπεις σε αυτή τη διαδικασία!
Ναι, και μιας και θα το κάνω είπα να το κάνω όσο πιο καλά γίνεται.
Εγώ θέλω να σε ευχαριστήσω πραγματικά πάρα πολύ που κάναμε αυτή την κουβέντα σήμερα και να σου ευχηθώ υγεία σε σένα και την οικογένειά σου.
Υγεία και σε σένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό, να είμαστε καλά. Αν και όταν έρθει η ώρα μας να φύγουμε θα φύγουμε…αλλά καλύτερα ας αργήσει λίγο αυτή η ώρα!
Κι έτσι αισιόδοξα θα κλείσουμε λοιπόν. Σ’ευχαριστώ.