Κράτα Βασίλη γερά… | Φωτορεπορτάζ
Το Passport Club ήταν από νωρίς σχετικά γεμάτο από άτομα όλων των ηλικιών, με τον μέσο όρο ηλικίας να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα πρώτα και στα δεύτερα –άντα κάτι που σήμαινε ότι η πλειονότητα είχε ξαναδεί τον Βασίλη στο σανίδι και ήξερε τι να περιμένει. Στις 23:10 ξεκίνησε να παίζει το συγκρότημα και 20 λεπτά αργότερα κατέβηκε εκείνος της σκάλες για τη σκηνή σε κλίμα αποθέωσης σχεδόν γηπεδικό. Το κοινό εκφραζόταν με χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, κάποιοι πιο οργανωμένοι είχαν φέρει και πυρσούς δημιουργώντας εκπληκτική ατμόσφαιρα!
Το show είχε διακριτά μέρη με το πρώτο να έχει τα πιο up-tempo τραγούδια σχεδόν σε αποκλειστικότητα, εν συνεχεία μια γέφυρα με την μπάντα να παίζει κάποιες διασκευές σε ροκ τραγούδια παλαιότερων δεκαετιών, ακολούθως ξαναβγήκε ο Βασίλης παίζοντας μπαλάντες και ακουστικά κομμάτια, άλλο ένα γεφύρι διασκευών και λαϊκών(!) τραγουδιών ενώ το φινάλε ήταν γηπεδικό με ροκ ήχους για να μας θυμίσει ότι “Το παιχνίδι παίζεται ακόμα”…
Φυσικά, στη προσπάθειά του να καλύψει ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφίας του προτίμησε να είτε να πει κάποια τραγούδια στα καπάκια άλλων αφαιρώντας τους την την εισαγωγή και κάποια μέρη και σε άλλα να τραγουδήσει ένα ρεφρέν και ένα κουπλέ.
Γενικά στο πρώτο μέρος που φάνηκε η πιο ροκ και (ας την πούμε “παιχνιδιάρικη”) πλευρά της μουσικής του Παπακωνσταντίνου οι αλλαγές έμοιαζαν να είναι πιο στρατηγικές και να ξεσηκώνουν το κοινό να τραγουδήσει, να χειροκροτήσει ρυθμικά και να απολαύσει τη στιγμή. Κορυφές ήταν αναμενόμενα η “Σφεντόνα”, το “Ελλάς” (με το οποίο έκλεισε το πρώτο μέρος) και “Ο Στρατιώτης”. Ξεχώρισε επίσης “Ο Κουρσάρος” που είναι πιο αργό κομμάτι, αλλά κόλλαγε τέλεια και είχε απίστευτη αποδοχή, όπως βέβαια και ο φόρος τιμής στον Νικόλα Άσημο.
Στη γέφυρα, όταν ο Βασίλης κατέβηκε (μάλλον ανέβηκε αν λάβουμε υπ’ όψιν την διαρρύθμιση του χώρου) από τη σκηνή βρήκαμε αφορμή να προσέξουμε τους συνεργάτες γιατί όσο εκείνος είναι στη σκηνή δύσκολα παίρνει κανείς τα μάτια του από αυτόν, λίγο τα αστεία, λίγο η ερμηνεία, λίγο η ενέργεια που βγάζει, λίγο τα “Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε” δύσκολα αδιαφορεί κανείς.
Αν κάποιος περίμενε ήχο όπως στο δίσκο απλά ατύχησε: Την μερίδα του λέοντος της ευθύνης λάμβανε ο Αντρέας Αποστόλου στα πλήκτρα, τα οποία ήταν απλά χαμαιλέοντα, μιας και ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού άλλαζαν οι ρυθμίσεις και πότε έπαιζαν σαν ακουστική κιθάρα, πότε σα χαλί ήχου, πότε ήταν ψυχεδιλιάζοντα, όπως τα δόξασαν οι Deep Purple, πότε απλά σα πιάνο και πότε σαν leading όργανο. Σαφώς, σε κάποια τραγούδια όταν οι εισαγωγές έπαιζαν δύσκολα τα καταλάβαινε κανείς, αλλά μάλλον ήταν το νόημα αυτό γιατί οι ενορχηστρώσεις ήταν επίτηδες διαφοροποιημένες. Το βιολί της Meri Brozi και τα δεύτερα φωνητικά στο χαλί σε αρκετά, ακουστικά κατά βάση τραγούδια έδιναν άλλη δυναμική. Οι Βαγγέλης Πατεράκης στο μπάσο και Στέφανος Δημητρίου στα drums ήταν εξαιρετική στις ρυθμικές τους υποχρεώσεις, ενώ ο Γιάννης Αυγέρης στη κιθάρα αναλάμβανε τα δεύτερα φωνητικά όταν χρειαζόταν και σε αρκετά τα τραγούδια φάνηκε πολύ κεφάτος.
Σε αντίθεση με το πρώτο μέρος η κιθάρα του Βασίλη είχε πιο ουσιαστικό ρόλο και δεν χρησίμευε σαν αξεσουάρ στην πλάτη του. Όπως έχουμε ήδη πει μέχρι πριν το φινάλε είχε ακουστικό και πιο αργό χαρακτήρα, αλλά αυτό που δεν είπαμε όμως είναι ότι το show έκανε κοιλιά και άρχιζε να κουράζει. Η ώρα είχε περάσει και όσο τα ακουστικά τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο άρχιζαν να φαίνονται κάποια χασμουρητά, αλλά αυτά φάνηκαν να είναι μεμονωμένα μιας και η πλειονότητα έμοιαζε να γνωρίζει τους στίχους και να συγκοντάρει τον Βασίλη, ο οποίος είχε καρφωθεί στο κέντρο της σκηνής και –σε αντίθεση με το πρώτο μέρος που χόρευε και ξεσήκωνε τον κόσμο- κινούταν ελάχιστα. Έμοιαζε να ξαναζεί την ιστορία που κάθε τραγούδι είχε να πει. Εδώ ήταν πολύ σημαντικό το δέσιμο που ο καθένας είχε με κάθε τραγούδι και ο κάθε ένας ζούσε τη στιγμή κάπως διαφορετικά. Οι κορυφές ήταν το “Θεσσαλονίκη” και το “Να κοιμηθούμε αγκαλιά”…
Άλλη μια φορά οι κυρίες ανέλαβαν κάποια τραγούδια για να ξεκουραστεί λίγο ο Βασίλης και να μας αποτελειώσει στο κλείσιμο!
“Γουίλυ”, “Βρέχει στη φτωχογειτονιά”, “Δε λες κουβέντα”, “Ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο”, “Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία” “Κράτα ρε φίλε γερά” και επικό φινάλε με “Το παιχνίδι παίζεται ακόμα” ήρθαν για να μας βάλουν το κοινό σε φουλ συναυλιακό πυρετό και να αφήσουν άπαντες με μια We-want-more αίσθηση και το χειροκρότημά τους να ηχεί ακόμα στο Passport.
Κοιτώντας με στείρα αντικειμενικότητα την εμφάνιση θα λέγαμε ότι σίγουρα κάποια στραβά υπήρχαν (στον ήχο κυρίως), κάποια σημεία θα μπορούσαν να είναι καλύτερα και πιο προσεγμένα. Αρκετοί ίσως έφυγαν με κάποιο τραγούδι που ήθελαν να ακούσουν, αλλά στην τελική από άποψη απόδοσης δεν θα μπορούσε να ζητήσει κανείς κάτι παραπάνω. Η μεταδοτικότητα του Βασίλη κέρδισε και άφησε τον κόσμο ικανοποιημένο, φωνητικά με το γρέζι του να ανατριχιάζει με την μοναδικότητά του ήταν άψογος (παρότι πάσαρε το μικρόφωνο πολύ συχνά και έχανε κάποιους στίχους) και πολύ κινητικός εκεί που χρειαζόταν.