Βιογραφία | Chris Cornell
Ο Chris Cornell στην ηλικία των 20 (1984), δημιούργησε τους ιστορικούς Soundgarden και ανέλαβε χρέη τραγουδιστή και ντράμερ.
Με τους Nirvana και τους Pearl Jam να μην έχουν κάνει ακόμη τη δυναμική τους πρώτη εμφάνιση, οι Soundgarden ήταν εκεί στη μεγάλη έκρηξη της grunge. Με στοιχεία από τους θεόρατους Black Sabbath, τους Led Zeppelin και τους Beatles, το συγκρότημα κέρδισε αμέσως τον κόσμο ως κάτι οικείο αλλά και ιδιαίτερο ταυτοχρόνως, με τον Κορνέλ να αποτελεί τον κύριο πυρήνα τους.
Από την πρώτη στιγμή που ανέβαινε στη σκηνή, πριν καν ακόμη τραγουδήσει, με τα σγουρά, μακριά του μαλλιά και χωρίς μπλούζα, κατάφερνε να δώσει μία πρώτη εικόνα για την οργιώδη σεξουαλικότητά που τον χαρακτήριζε καθώς και για το ιδιαίτερο ταλέντο του.
Μόλις άνοιγε το στόμα του, άφηνε έκπληκτο κάθε ακροατή με τη φωνητική του εμβέλεια η οποία άγγιζε τις τέσσερις οκτάβες. Ο Κορνέλ ήταν ξεκάθαρα ένας σύγχρονος συνδυασμός του Ίγκι Ποπ και του Ρόμπερτ Πλαντ.
Ο ντροπαλός τραγουδιστής ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τον επιδεικτικό χαρακτήρα του συγκάτοικου και φίλου του Andrew Wood, frontman των προπατόρων της grunge, Mother Love Bone. Ο Wood για καιρό πάλευε με την εμμονή του στα ναρκωτικά, γεγονός που τον οδήγησε σε υπερβολική δόση ηρωίνης το 1990.
Λίγο αργότερα, ο Κρις έγραψε τα τραγούδια που συμπεριλήφθηκαν στον δίσκο του συγκροτήματος Temple of The Dog, το οποίο δημιουργήθηκε ως φόρος τιμής στον χαμένο του φίλο. Μέλη του ήταν ο Stone Gossard και ο Jeff Ament των Mother Love Bone και ο Eddie Veder των Pearl Jam.
Εν τω μεταξύ, οι Soundgarden εισχώρησαν στην παγκόσμια ποπ συνείδηση το 1991, με το τρίτο τους άλμπουμ, “Badmotorfinger”. Μαζί με τους Alice in Chains, οι Soundgarden οικειοποιήθηκαν τους μηχανισμούς της μουσικής βιομηχανίας και καθώς η αυτοκαταστροφή είχε γίνει πλέον σήμα κατατεθέν της grunge σκηνής, ο Κορνέλ και το συγκρότημά του ευδοκίμησαν με την κυκλοφορία του μεν πειραματικού αλλά προσπελάσιμου δε δίσκου, “Superunknown”.
Τα κομμάτια “Black Hole Sun”, “Spoonman” και “Fell on Black Days” έφεραν τεράστια επιτυχία στην μπάντα καθώς και δύο βραβεία Grammy (Best Hard Rock Performance για το “Black Hole Sun” και Best Metal Performance για το “Spoonman”). Δυστυχώς, μετά το “Down on the Upside” του 1996, τα μέλη των Soundgarden αποφάσισαν να ακολουθήσουν διαφορετικά μονοπάτια.
Ο Κορνέλ μετά τη διάλυση των Soundgarden, άρχισε να κυκλοφορεί solo δίσκους, όπως το υποτιμημένο “Euphoria Morning”.
Έπειτα ενώθηκε με μέλη των Rage Against the Machine για να δημιουργήσουν το supergroup των Audioslave. Κυκλοφορώντας τρία άλμπουμ από το 2002 έως και το 2006, η μπάντα φαινόταν να διαβεβαιώνει τους οπαδούς της ότι ο Κορνέλ δε θα υποκύψει στις μοίρες των συναδέλφων του Kurt Cobain και Layne Staley, οι οποίοι παραδόθηκαν στους δαίμονές τους με διαφορετικούς τρόπους. Παρόλα αυτά, ο Κρις πάντα πάλευε με την κατάθλιψη και την κατάχρηση ουσιών. Απλά κατάφερε να παραμείνει λειτουργικός και να εκφράζει τον πόνο του μέσα από τη μουσική.
Οι Soundgarden επανενώθηκαν το 2010 και κυκλοφόρησαν το “King Animal” δύο χρόνια αργότερα. Παρά τις αμφιλεγόμενες κριτικές που δέχθηκε, κέρδισε την πέμπτη θέση στο Billboard 200 και έδειχνε να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για το συγκρότημα, το οποίο δε θα δούμε ποτέ.
Το γεγονός πως ο Κορνέλ έδωσε την τελευταία του συναυλία με το συγκρότημα που τον μετέτρεψε σε θρύλο είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικό και ταυτοχρόνως μία πολύ μικρή παρηγοριά στους οπαδούς του, που τώρα πρέπει να αντιληφθούμε ένα κόσμο που στερείται την παρουσία του. Ο θάνατος του Κορνέλ είναι σημαντικός και για άλλους λόγους πέρα από τον προφανή -πέρα από ότι χάθηκε ένα ακόμη τεράστιο ταλέντο.
Η απώλεια αυτή, φέρνει ένα ακόμη πιο μαύρο σύννεφο πάνω από την κληρονομιά του είδους του. Εάν υπήρχε Εθνικό μνημείο του όρους Ράσμορ για τη grunge, σίγουρα θα είχε σκαλιστεί το πρόσωπο του Κορνέλ, μαζί με τους Κερτ Κομπέιν (Nirvana), Scott Weiland (Stone Temple Pilots) και του Λέιν Στάλεϊ (Alice in Chains). Eαν η grunge ήταν μυθολογία, οι θεοί της είναι σκληροί και αιμοσταγείς.
Για τη γενιά των ‘90s, ο θρυλικός Κορνέλ αποτελεί ένα σύμβολο της ζωτικότητας και της επιμονής εν όψει της καταστροφικής απώλειας. Ο δίσκος των Temple of the Dog δεν ήταν απλά ένας φόρος τιμής στον Andrew Wood. Είναι ένας χάρτης πορείας προς την ανάρρωση και για όσους έχουν μελετήσει βαθύτερα τους δίσκους των Soundgrden είναι αντιληπτό πως ο Κορνέλ αποκάλυψε όλα τα χαρτιά σε αυτούς με περηφάνεια και με έναν τρόπο σκοτεινό σε αντίθεση με την ποίηση του Κομπέιν και πιο προσωπικό από την πολιτική δουλειά του Βέντερ. Η φωνή και ο χαρακτήρας του Κορνέλ, είναι από αυτά τα πράγματα που δε θα υπάρξουν ξανά στη σκηνή.
Επιμέλεια – Προσαρμογή: Κατερίνα Γκίνη
Πηγή: cnn.gr