Βιογραφία | Cindy Birdsong, η τραγουδίστρια των Supremes
Είναι Αμερικανίδα τραγουδίστρια, γνωστή κυρίως ως η τραγουδίστρια των θρυλικών soul groups Patti LaBelle & the Bluebelles και The Supremes.
Γεννήθηκε στο Mount Holly, New Jersey και αφού έζησε κάποια απ’ τα παιδικά της χρόνια στην Philadelphia, Pennsylvania επέστρεψε με την οικογένειά της στο New Jersey και εγκαταστάθηκαν στο Camden. Η Birdsong ήθελε να γίνει νοσοκόμα και ενώ φοιτούσε στο κολλέγιο (1960), η Patsy Holt, της ζήτησε να αντικαταστήσει ένα μέλος του συγκροτήματός της (The Ordettes), την Sundray Tucker. Στα είκοσί της χρόνια, η Birdsong ήταν το μεγαλύτερο μέλος του γκρουπ.
Patti LaBelle and the Blue Belles
Το 1961, οι Ordettes, απέκτησαν ως μάνατζερ τον Bernard Montague. Το συγκρότημα είχε την πρώτη τους επιτυχία με το “I Sold My Heart to the Junkman” το 1962 κι αργότερα με την μπαλάντα, “Down the Aisle (The Wedding Song)”. Η Birdsong ξεχώρισε για τα υψηλά soprano φωνητικά στο background.
Από το 1963 έως το 1967, οι Blue Belles, αργότερα Patti LaBelle and The Bluebelles, σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες τόσο στα charts όσο και στα live. Το 1961 τραγούδησαν στο Apollo Theater έγιναν παγκοσμίως γνωστές και πήραν το παρατσούκλι, The Sweethearts of the Apollo. Ακολουθώντας την επιτυχία του “Down the Aisle”, το group είχε κι άλλες επιτυχίες με τα “You’ll Never Walk Alone” και “Danny Boy”.
http://www.youtube.com/watch?v=UhNCknkYHZ0
Η Birdsong πρωτοσυνάντησε τις Supremes όταν το συγκρότημα άνοιξε τη συναυλία τους το 1963. Η Patti LaBelle σημείωσε ότι η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο γκρουπ αναπτύχθηκε όταν οι Supremes εθεάθησαν στο ίδιο κατάστημα όπου η LaBelle και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματός της, ψώνιζαν ρούχα για τις εμφανίσεις τους. Τα μέλη του γκρουπ φέρεται να ήταν θυμωμένα όταν οι Supremes φόρεσαν το ίδιο ρούχο με αυτές. Το 1966, οι Blue Belles κυκλοφόρησαν το album Over the Rainbow και το 1967 το Dreamer που περιείχαν τα singles: “All or Nothing”, “Take Me a Little While” και “I’m Still Waiting”.
The Supremes
Αναδύθηκαν από τις φτωχογειτονιές του Detroit και μετατράπηκαν σε ένα από τα πιο δημοφιλή και με αμέτρητες επιτυχίες group των ‘60s. Η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήρθε με τραγούδια κομμένα και ραμμένα για αυτές από τους ειδικούς της Motown, Brian Holland, Lamont Dozier και Eddie Holland (ή αλλιώς “Holland-Dozier-Holland“). Αν και –κατά την ταπεινή μας άποψη- υπήρχαν άλλα πολύ μεγαλύτερα σε καλλιτεχνική αξία συγκροτήματα ή καλλιτέχνες της soul, οι Supremes κατάφεραν να μπουν στο Πάνθεον των θρύλων της soul για ένα και μόνο λόγο: ανέπτυξαν ένα πολύ εκλεπτυσμένο στυλ ερμηνείας, που γεφύρωνε την pop με τη soul και αυτό σήμαινε ευρύτερη αναγνωρισιμότητα για όλων των ειδών τα κοινά (μαύροι, λευκοί και κίτρινοι) και φυσικά αμέτρητες πωλήσεις.
Υπό το άγρυπνο βλέμμα του ιδιοκτήτη της Motown, Berry Gordy, η συνεργασία μεταξύ the Supremes και Holland-Dozier-Holland αποτέλεσε μία ασταμάτητη μηχανή παραγωγής Nο1 hits για τα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Τον Ιούνιο του 1965, έκαναν ρεκόρ ως το συγκρότημα με τα περισσότερα συνεχόμενα Nο1 hits, όταν το “Back in My Arms Again” ανέβηκε στο top του Billboard singles chart. Οι άλλες επιτυχίες στη σειρά ήταν “Where Did Our Love Go,” “Baby Love,” “Come See About Me” και “Stop! In the Name of Love”.
http://www.youtube.com/watch?v=hg81hDv-AuM
Η αξία της επιτυχίας τους αυξανόταν από το γεγονός ότι τα περισσότερα hits που κυριαρχούσαν στα charts της εποχής, προέρχονταν από το εξωτερικό, λόγω της Βρετανικής (μουσικής) Εισβολής (British Invasion). Οι Supremes ήταν οι νεαρές πρωταγωνίστριες της Αμερικής, εκπέμποντας εκλεπτυσμένη χάρη και soul διάθεση, προσελκύοντας όπως είπαμε όλων των ειδών τα κοινά, σε μία περίοδο που οι φυλετικοί διαχωρισμοί άρχιζαν να αποδυναμώνονται. Γνωστές και ως οι “sweethearts” της Motown, ο Berry Gordy είδες τις δυνατότητες και τα ταλέντα των κοριτσιών όταν πρωτοπήγαν να τις ακούσει στα δεκαέξι τους χρόνια: “Και τα τρία κορίτσι είχαν ποιότητα και ικανότητες τόσο ιδιαίτερες, που συχνά σκεφτόμουν: ‘Αν κάνουν εμάς να νιώθουμε τόσο καλά, τι θα μπορούσαν να κάνουν σε ολόκληρο τον κόσμο ; ’”, σημείωνε στην αυτοβιογραφία του, To Be Loved. Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ότι όχι μόνο οι Supremes έγιναν συνώνυμο του ήχου της Motown αλλά και κέρδισαν ένα μέρος στην ιστορία της μουσικής ως οι τραγουδίστριες και showgirls των οποίων η δημοτικότητα ερχόταν δεύτερη από αυτή των Beatles.
Τα μέλη των Supremes – Diana Ross, Florence Ballard και Mary Wilson – πρωτοσυναντήθηκαν ως κουαρτέτο με το όνομα the Primettes, όταν προσλήφθηκαν από τον τραγουδιστή Paul Williams, για να συνοδεύσουν το διάσημο τοπικό γκρουπάκι του Detroit, the Primes (αργότερα γνωστό και ως οι περίφημοι Temptations). Μετά από πολλές, επίμονες επισκέψεις στο “Hitsville” της Motown, μετά το σχολείο τους οι Supremes υπέγραψαν συμβόλαιο με την εταιρεία, αφού ενηλικιώθηκαν, δηλαδή τον Ιανουάριο του 1961. Το συγκρότημα δυσκολεύτηκε στην αρχή. Πέρασαν αρκετά χρόνια αποτυχημένων singles, πριν τελικά τα καταφέρουν με το “When the Lovelight Starts Shining Through His Eyes” (Νο23) στις αρχές του 1964. Μετά από αυτό, οι Supremes ήταν ασταμάτητες, με πάνω από δέκα Nο1 επιτυχίες μεταξύ 1964-69. Εκτός από τα προαναφερόμενα χιτάκια, άλλες μεγάλες επιτυχίες του group ήταν τα “I Hear a Symphony,” “You Can’t Hurry Love,” “You Keep Me Hangin’ On,” “Love Is Here and Now You’re gone,” “The Happening,” “Love Child” και “Someday We’ll Be Together.”
Οι Supremes πέρασαν με επιτυχία από τα κουραστικές εμφανίσεις μιας νύχτας στα τροχόσπιτα της Motown, που ήταν ο συνηθισμένος τόπος ζωντανών εμφανίσεων, στο μεγαλοαστικό κόσμο των νυχτερινών κέντρων της Copacabana, όπου το group έκανε θραύση το καλοκαίρι του 1965. Μέχρι το 1967, το συγκρότημα είχε μετονομαστεί πλέον σε Diana Ross and the Supremes, εξαιτίας της λαμπερής παρουσίας της Ross. Τον ίδιο χρόνο, η Florence Ballard εγκαταλείπει το group και αντικαθίσταται από τη Cindy Birdsong. Η δύση των ‘60s βρίσκει της Supremes να ηχογραφούν υλικό με κοινωνικές ανησυχίες, το γνωστό “Love Child”.
Οι Supremes έδωσαν την τελευταία τους συναυλία στο Drury Lane, στο Λονδίνο, στις 12 Ιουνίου του 1977, όπου και η Wilson διέλυσε το σχήμα και βγήκαν όλες στη σύνταξη. Η Ballard πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια το 1976. Στις αρχές των ‘80s, η ιστορία των Supremes έγινε το κεντρικό θέμα του περίφημου πια μιούζικαλ του Broadway, Dreamgirls , το οποίο γυρίστηκε και σε κινηματογραφική ταινία αρκετά χρόνια αργότερα.
Μετέπειτα καριέρα
Αφού έφυγε από τις Supremes, η Birdsong δούλεψε ως νοσοκόμα στο UCLA Medical Center χρησιμοποιώντας το επίθετο του συζύγου της, ως Cindy Hewlett, και στη συνέχεια πήγε να εργαστεί στο Suzanne de Passe στην Motown Records. Το1987, επέστρεψε στο τραγούδι και κυκλοφόρησε το single “Dancing Room” με την Hi-Hat Records.
Αυτή την περίοδο γράφει τα απομνημονεύματα της, Secrets of a Songbird, τα οποία θα εκδοθούν μέσα στο 2012.
Προσωπική ζωή
Η Cindy παντρεύτηκε τον Charles Hewlett τον Αύγουστο του 1970 στο San Francisco. In attendance were then singing partners Jean Terrell and Mary Wilson. Η Birdsong κατέθεσε αίτηση διαζυγίου το 1975 επικαλούμενη “αγεφύρωτες διαφορές”. Το ζευγάρι έχει ένα γιο, τονDavid, που γεννήθηκε το 1972.
Απαγωγή
Στις 2 Δεκεμβρίου 1969, η Cindy Birdsong πέφτει θύμα απαγωγής καθώς επέστρεφε στο διαμέρισμα της στο Χόλυγουντ του Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, μαζί με τον φίλο της και αργότερα σύζυγό της, Charles Hewlett και τον φίλο τους Howard Meak. Δραπέτευσε από τους απαγωγείς της δύο ώρες αργότερα, πηδώντας έξω από το αυτοκίνητο που την μετέφεραν. Οι δράστες συνελήφθησαν λίγο αργότερα…
Δισκογραφία:
Δείτε την εδώ:
http://www.tovima.gr/sports/article/?aid=487837
Πηγές:
http://en.wikipedia.org/wiki/Cindy_Birdsong
grooveroots.wordpress.com
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου