Βιογραφία | Franz Schubert
Ήταν εξαιρετικά παραγωγικός σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Συνέθεσε περισσότερα από εξακόσια Λήντερ (lieder, ρομαντικά τραγούδια) καθώς και πολλές συμφωνίες, σονάτες, έργα μουσικής δωματίου, θρησκευτικά έργα, μερικές όπερες και πολλά άλλα έργα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Βιέννης στις 31 Ιανουαρίου του 1797. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν δάσκαλος μουσικής σε σχολείο, του προσέφερε τις πρώτες γνώσεις μουσικής. Στα 11, επειδή ήταν καλλίφωνος, εισήχθη στην Παιδική Χορωδία του Βασιλικού Παρεκκλησίου κατόπιν διαγωνισμού. Εκεί παρέμεινε μέχρι τα 13, και έμαθε επίσης βιολί και πιάνο. Κατόπιν άρχισε να μελετά σύνθεση με δάσκαλο τον Αντόνιο Σαλιέρι και παράλληλα σπούδασε παιδαγωγός στην Ανωτέρα Σχολή.
Το 1808, ο Schubert πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις για την Stadtkonvict, που προετοίμαζε χορωδούς για την αυτοκρατορική αυλή του Chapel. Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη για τον Franz, συχνά μέσα σε συνθήκες κρύου, πείνας και αυστηρής πειθαρχίας. Όταν όμως ο Schubert προσαρμόστηκε, ασχολήθηκε σκληρά με τη μουσική μελέτη και δημιούργησε στενούς φιλικούς δεσμούς εκεί, ιδιαίτερα με τον Josef Spaun, που έμεινε φίλος του για όλη τη ζωή του.
Στην Stadtkonvict, o Schubert πραγματοποίησε τις πρώτες του συνθέσεις. Με χαρτί που του προμήθευσε ο Spaun, έγραψε το πρώτο του τραγούδι, Hagars Klage, το οποίο και υπέπεσε στην αντίληψη του Salieri, διευθυντή της Convict. Ο Salieri εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το κατόρθωμα του νεαρού Franz, που τον έθεσε υπό την προσωπική επίβλεψη του Ruczizka, καθηγητή αρμονίας, ο οποίος αργότερα είπε στον Salieri: «Ο Schubert φαίνεται να έχει διδαχθεί από τον ίδιο το Θεό, αυτό το παιδί ξέρει τα πάντα!». Ο Salieri πίστεψε τόσο στην ιδιοφυΐα του Schubert, που του ανέθεσε να γράψει μια όπερα, ως μια από τις πρώτες του ασκήσεις.
http://www.youtube.com/watch?v=_Mboq7Vaw3o
Το Μάιο του 1812 η μητέρα του Schubert πεθαίνει, και στις 26 Ιουλίου η φωνή του σπάει, τερματίζοντας την καριέρα του ως χορωδού. Χωρίς τις χορωδιακές του υποχρεώσεις, ο Schubert αφιερώνεται στη σύνθεση μουσικής και μέχρι το 1813 έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Τελικά γράφει την 1η του συμφωνία, ένα κατόρθωμα για το νεαρό Franz, και αποχωρεί ηθελημένα από τη Stadtkonvict, αφού δεν προσπάθησε καν να βελτιώσει τους ήδη χαμηλούς του βαθμούς, που θα του επέτρεπαν τη συνέχεια των σπουδών του.
http://www.youtube.com/watch?v=VBun49oHUmw
Ως συνέπεια, ο πατέρας του βρίσκει την ευκαιρία να του επιβάλλει να σπουδάσει στην Imperial Normalhauptschule για να γίνει δάσκαλος, ένα επάγγελμα που ο Schubert αντιπαθούσε, και το οποίο θα του εξασφάλιζε οικονομική άνεση και προστασία από τη στρατολογία, σε αντίθεση με την αβέβαιη μουσική καριέρα.
Από το 1814 ως το 1818 εργαζόταν ως δάσκαλος στο ίδιο σχολείο όπου δούλευε και ο πατέρας του. Το επάγγελμα αυτό βέβαια δεν τον ενδιέφερε καθόλου, ενώ αντίθετα είχε πάρει την απόφαση να ασχοληθεί με τη σύνθεση. Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο παραγωγικά του: συνέθεσε τότε πέντε συμφωνίες, τέσσερις λειτουργίες και όπερες και πολλά Λήντερ.
Τελικά εγκαταλείπει αυτή την προσπάθεια με την υλική και ψυχική υποστήριξη του φίλου του Franz von Schober. Τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν μια σταδιακή χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ του Schubert και του πατέρα του. Την ίδια εποχή εκτελείται για πρώτη φορά σε ευρύ κοινό η 1η του Λειτουργία, που ήταν μια μεγάλη επιτυχία, με το δάσκαλό του Salieri να τον διακρίνει ως μελλοντικό ένδοξο συνθέτη. Η σοπράνο Therese Grob, που συμμετείχε στη συναυλία, έγινε ο έρωτας της ζωής του Schubert, αλλά είτε λόγω της ανησυχίας της οικογένειάς της για την άσχημη οικονομική προοπτική του, είτε λόγω των περιοριστικών νόμων περί γάμου εκείνης της εποχής, η σχέση τους δεν έφτασε μέχρι το γάμο, και η Therese παντρεύτηκε άλλον στα 1820.
Από το 1818, όταν εγκατέλειψε το διδασκαλικό επάγγελμα, αφοσιώθηκε στη μουσική και ζούσε κυρίως με τη βοήθεια φίλων, που ζούσαν και αυτοί με μποέμ τρόπο, χωρίς ουσιαστικά άλλη πηγή εσόδων, εκτός από κάποια ιδιωτικά μαθήματα. Ο κόμης Εστερχάζι τον προσέλαβε εκείνη τη χρονιά για να διδάξει μουσική στις κόρες του. Από τότε ζούσε μόνιμα στη Βιέννη και από το 1820, όταν τα έργα του εκτελέστηκαν για πρώτη φορά δημόσια, είχε τις πρώτες επιτυχίες. Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι μουσικές βραδιές, γνωστές ως “σουμπερτιάδες”, στις οποίες συνόδευε στο πιάνο τον βαρύτονο Μίκαελ Φογκλ, κύριο ερμηνευτή των Λήντερ (Lieder) του.
Προς το τέλος του 1814, ο Schubert συνθέτει το πρώτο του μνημειώδες τραγούδι, μελοποιώντας το Faust του Goethe. Παράλληλα εισχωρεί στον κύκλο φίλων του Bildung, που είχε ιδρυθεί στο Linz το 1811, και στον οποίο ήταν ήδη μέλη οι φίλοι του Spaun και ο ποιητής Mayrhofer. Εκεί διατηρούσαν τη φιλία τους και το ζήλο τους για αυτοβελτίωση και παιδεία, που ήταν και η κεντρική αρχή του Bildung. Ένας στόχος του Bildung ήταν και η μελέτη της λογοτεχνίας, στόχος στον οποίο ο Schubert δεν πρόσφερε ιδιαίτερα, αλλά βρήκε την ευκαιρία να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα τεράστιο υλικό για έμπνευση και σύνθεση.
Ο κύκλος όμως, όπως και άλλοι, θεωρήθηκε και δέχτηκε παρενοχλήσεις από την αστυνομία ως ύποπτη κρυφή οργάνωση που διακινούσε δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες, επικίνδυνες για το καθεστώς. Ο Schubert, μόλις που ξέφυγε τη σύλληψη και την καταδίκη του σε εποχές δύσκολες για την ελεύθερη έκφραση. Εκεί όμως ανέπτυξε σημαντικά τις φιλίες και τις γνωριμίες του, που του φάνηκαν χρήσιμες και σωτήριες για την υπόλοιπη ζωή του, αφού βρήκε σημαντική βοήθεια για την ψυχολογική και οικονομική ενίσχυσή του, για να εκδοθούν και να εκτελεστούν αρκετά από τα έργα του και να φιλοξενηθεί σε διάφορα σπίτια και πόλεις, που του ήταν αναγκαία.
Τα έτη 1815 και 1816 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δημιουργικά, χωρίς όμως καμιά διάκριση. Αυτό όμως συνέβαλλε στην ωρίμανση του Schubert, που, με τον Beethoven ως πρότυπο, άρχισε να οραματίζεται τον εαυτό του ως ανεξάρτητο και αυτοδημιούργητο καλλιτέχνη. Ακολούθησε μια πορεία υφέσεων και ανόδων κατά την περίοδο 1817-1822, που λόγω της αστάθειάς της, ο Schubert έγινε πιο δύσκολος με τους φίλους του, κυκλοθυμικός και καταθλιπτικός. Ευχάριστα διαλείμματα ήταν οι λιγοστές εκτελέσεις των έργων του και οι Schubertiad βραδιές που ξεκίνησε με το φίλο του και τραγουδιστή Vogl, με τον οποίο εκτελούσε τραγούδια του σε διάφορες φιλικές και κοσμικές συγκεντρώσεις, όπου παιζόταν μόνο η μουσική του.
Το 1822 γίνεται μέλος της Styrian Musical Society, παίρνοντας μια μικρή γεύση της πολυπόθητης αναγνώρισής του. Προσβάλλεται όμως από την ασθένεια της σύφιλης, που έμελλε να του προκαλέσει πολυάριθμα προβλήματα υγείας και εργασίας. Από τις προσωπικές του σημειώσεις φαίνεται η ανάγκη του να διαμορφώσει μια προσωπική φιλοσοφία γύρω από τον ψυχικό και σωματικό του πόνο, ώστε να τον δεχτεί ως αναγκαίο για το δημιουργικό του πνεύμα.
Ο Schubert γνώρισε τελικά καλύτερες συνθήκες στα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1825 και μετά, παίρνοντας διάφορες διακρίσεις και βλέποντας περισσότερα έργα του να εκδίδονται και να εκτελούνται, κερδίζοντας ένα πιο σίγουρο και υψηλό ανάστημα στη μουσική ζωή της Βιέννης. Το ηθικό του ανέβηκε σημαντικά με ένα κονσέρτο φιλανθρωπίας για απόρους, που δόθηκε προς τιμήν του το Σεπτέμβριο του 1827, και με ένα άλλο κονσέρτο του για την πρώτη επέτειο μετά το θάνατο του Beethoven. Ο Schubert, ύστερα από μια μακροχρόνια ταλαιπωρία από σύφιλη, πέθανε το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου του 1828.
Σε αντίθεση με άλλους συνθέτες, όπως ο Mozart, o Beethoven ή ο Wagner, ο Schubert δεν ήταν συνειδητός της μεγαλοφυΐας του. Επίσης δεν αναγνωρίστηκε εύκολα, αφού το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεών του δεν εκδόθηκε και αρκετό ούτε καν εκτελέστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κι έτσι η φήμη του είχε περιοριστεί σε αυτήν του τραγουδοποιού. Το πιο σημαντικό του κατόρθωμα είναι ότι εδραίωσε το γερμανικό lied ως νέα μουσική φόρμα στο 19ο αιώνα. Μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα είναι η 5η και η 8η (the «Unfinished») συμφωνία του, τα κομμάτια πιάνου για τέσσερα χέρια και τα τραγούδια «Heidenrφslein», «Der Erlkφnig», «Gretchen am Spinnrade» και «Nur wer die Sehnsucht kennt, weiss was ich leide».
Ο θάνατος
Οι συνθήκες ζωής του δυσκόλεψαν το 1823, όταν εκδήλωσε κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι πάσχει από σύφιλη, ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια εκείνη την εποχή. Αυτό το γεγονός του δημιούργησε κατάθλιψη και τον επηρέασε σημαντικά. Πιθανολογείται ότι ακριβώς, αυτή η άσχημη ψυχολογική του κατάσταση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει την 8η συμφωνία του, που έμεινε για πάντα γνωστή με το όνομα Ημιτελής. Παράλληλα, για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να ξαναεργαστεί ως δάσκαλος. Τα χρόνια περνούσαν με εναλλαγές ανάμεσα στην επιτυχία και τις δυσκολίες ως το 1828, όταν η ήδη κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε από τυφοειδή πυρετό, που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο, στις 19 Νοεμβρίου και σε ηλικία 31 ετών. Τα τελευταία του λόγια ήταν: ”ιδού, ιδού το τέλος μου”.
Οι εκδοχές για την φύση της νόσου που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο διχάζονται. Οι περισσότεροι βιογράφοι αναφέρονται στον τυφοειδή πυρετό ή στον “κοιλιακό τύφο” (typhus abdominalis), συνήθη έκφραση της εποχής για τον τυφοειδή πυρετό σε αντιδιαστολή τον συχνό τότε στην Κεντρική Ευρώπη, εξανθηματικό τύφο. Την εκδοχή του τυφοειδούς πυρετού, που βασίζεται στην διάγνωση και την περιγραφή που έκανε ο θεράπων ιατρός του Rinna von Sarenbach, υιοθετούν οι Fenelon, Schonberg, Osborne και Kennedy. Αντίθετα με όλους αυτούς, ο Sams τείνει υπέρ της εκδοχής της συφιλίδος.
Στο μνημείο του Σούμπερτ, γράφει ο ποιητής Franz Grillparzer “Die Tonkunst begrub hier einen reichen Besitz,aber noch viel schonere Hoffnungen” (Η Τέχνη της Μουσικής ενταφίασε εδώ ένα πλούσιο απόκτημα, αλλά ακόμη ωραιότερες προσδοκίες).
Απόψεις για τον συνθέτη
Για πολύ καιρό επικρατούσε η άποψη ότι, ενόσω ζούσε, το έργο του έτυχε περιορισμένης εκτίμησης από το κοινό, ενώ περισσότερες από 100 συνθέσεις του είχαν ήδη εκδοθεί. Στη Βιέννη όμως τότε μεσουρανούσε ακόμα ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο οποίος μάλλον επισκίασε το έργο του Σούμπερτ. Ο Σούμπερτ πάντως ήταν θαυμαστής του Μπετόβεν από το 1814, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο “Φιντέλιο”. Και ο Μπετόβεν όμως είχε εκτιμήσει το έργο του Σούμπερτ και μάλιστα οι δύο συνθέτες συναντήθηκαν για μία και μοναδική φορά στις 19 Μαρτίου 1827. Λίγο καιρό μετά ο Μπετόβεν πέθανε.
Έως τα μέσα του 20ου αιώνα, η φήμη του εδραιωνόταν κυρίως στο ευφάνταστο, λυρικό και μελωδικό του στυλ, όπως αυτό εκφράζεται στα λήντερ (Lieder) του. Μια πληρέστερη εικόνα για τη σημασία του ως μείζονα δημιουργού του 19ου αιώνα διαμορφώθηκε μόνο στις τελευταίες δεκαετίες, όταν η οργανική του μουσική έγινε ευρύτερα γνωστή, χάρη στις εργασίες σημαντικών μουσικολόγων και στις ερμηνείες και ηχογραφήσεις των έργων του.
Είχε γράψει: «Κανένας δεν καταλαβαίνει τη θλίψη ενός άλλου, κανένας δεν καταλαβαίνει τη χαρά ενός άλλου· η μουσική μου είναι το προϊόν του ταλέντου μου και του μαρτυρίου μου. Και αυτά που έχω γράψει μέσα στο μεγαλύτερο πόνο μου είναι αυτά που φαίνεται ότι ο κόσμος προτιμάει».
Εργογραφία:
9 συμφωνίες
15 κουαρτέτα εγχόρδων
Κουιντέτο εγχόρδων “Η πέστροφα”
2 τρίο για πιάνο
Περίπου 20 σονάτες για πιάνο
6 Μουσικές στιγμές για πιάνο
8 Improptus για πιάνο
Φαντασία σε ντο μείζονα Ο Οδοιπόρος για πιάνο
πάνω από 600 Λήντερ (Lieder), με σημαντικότερους τους κύκλους ” Η Ωραία Μυλωνού” και “Χειμωνιάτικο ταξίδι”
4 λειτουργίες
Ορατόριο “Λάζαρος”
4 Όπερες
Πηγή:
wikipedia.org
biographies.nea-acropoli.gr
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου