Βιογραφία | Μάριος Βάρβογλης
Γόνος ιστορικής οικογένειας (εγγονός του αγωνιστή Φιλικού, λόγιου και προέδρου της Βουλής Πάνου Βάρβογλη, ανιψιός του υπουργού Φίλιππου Π. Βάρβογλη και γιος του αξιωματικού-διοικητή του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και καθηγητή της Σχολής των Ευελπίδων Ν. Βάρβογλη από την Τρίπολη και της Μαρίας Φραντζίδου από τη Σύρο).
Βιογραφία – Σπουδές
Γεννήθηκε στο Βέλγιο (σε κάποιο από τα υπηρεσιακά ταξίδια του πατέρα του). Αρχικά ήθελε να σπουδάσει ζωγραφική και γράφτηκε το 1900 στη Σχολή Καλών Τεχνών (τάξεις των Ν. Λύτρα και Γ. Ροϊλού), κάνοντας και μαθήματα μουσικής στο Ωδείο Αθηνών. Το 1902 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες (ώστε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση), εκείνος όμως συνδέθηκε με καλλιτεχνικούς κύκλους της Μονμάρτρης και στράφηκε οριστικά προς τη μουσική. “Από της ημέρας εκείνης μέχρι σήμερον”, όπως έλεγε συχνά ο ίδιος, “όλοι οι πολιτικοί μου λόγοι εγράφησαν επί του πενταγράμμου!”. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού (με τους Ξαβιέ Λερού και Ζωρζ Κωσάντ). Επίσης, το 1913, γράφτηκε στη “Σκόλα Καντόρουμ” (μαθητεύοντας στον Βενσάν ντ’ Εντύ και τον Λ.Α. Μπουργκώ-Ντυκουντραί). Έμεινε στο Παρίσι ώς το 1920, ενώ στο διάστημα 1909-12 έζησε στη Βιέννη και στο Ντύσσελντορφ. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία συναναστράφηκε με πρωτοποριακούς κύκλους και γνώρισε διάσημους καλλιτέχνες (φίλοι του υπήρξαν οι Μοντιλιάνι, Σαιν-Σανς, Καζέλλα, Ραβέλ, Βαρέζ, αλλά και οι Σωτήρης Σκίπης, Σταύρος Ξένος, Αιμίλιος Ριάδης και Ζαν Μωρεάς, ο οποίος όσο ζούσε τον κράτησε μακριά από τις αιρετικές ακρότητες των διαφόρων “σχολών” της εποχής του). Ήρθε στην Αθήνα το 1920 με τη Γαλλίδα σύζυγό του διακοσμήτρια Εντίτ Κοννιέ (με την οποία έκανε 2 παιδιά; τον αδικοχαμένο Φίλιππο (αρχιτέκτονα που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Παρίσι) και την Ελισάβετ Ασημακοπούλου).
Σταδιοδρομία
Το 1920 ανέλαβε καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών. Παράλληλα δίδαξε μουσική σε διάφορα σχολεία (για πολλά χρόνια, στο 7ο Γυμνάσιο Αρρένων Παγκρατίου). Το 1924 διορίστηκε στη Μαράσλειο Ακαδημία και σχεδόν ταυτόχρονα μεταπήδησε στο Ελληνικό Ωδείο (του οποίου ανέλαβε το 1947 συνδιευθυντής). Διατέλεσε ιδρυτικό μέλος της ΕΕΜ (στην 5μελή Επιτροπή Ίδρυσης του 1931) και αργότερα αντιπρόεδρός της (από το 1936 ώς το 1957 που παραιτήθηκε). Διετέλεσε επίσης πρόεδρος (1957) του Συνδέσμου Ελλήνων Συνθετών. Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού “Νουμάς” (από το 1909) και μουσικοκριτικός των εφημερίδων “Ελεύθερος Λόγος” και “Τα Νέα” (1955-67). Στη διάρκεια της ζωής του, τα διαπρύσια δημοκρατικά του φρονήματα του έκλεισαν (δυστυχώς για την ελληνική Τέχνη) τις πόρτες της Ακαδημίας Αθηνών (παρά τις συνεχείς και επίμονες προσπάθειες του Καλομοίρη. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην ψηφοφορία της 3.3.1966 -λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Καλομοίρη- ο Βάρβογλης δεν έγινε ακαδημαϊκός για μία ψήφο!…) και φυσικά του επιφύλαξαν την “προβλεπόμενη” (και ευκόλως εξυπακουόμενη) επίσημη μεταχείριση (λ.χ. το 1945 συνελήφθη και κλείστηκε για 15 μέρες σε αγγλικό στρατόπεδο, λόγω της φιλίας του με τον Βάρναλη και τον Αυγέρη… Στη συνέχεια απολύθηκε από τη θέση του στο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Ένας διάδοχός του καθηγητής Μουσικής στην α’ και β’ τάξη του Γυμνασίου, έδερνε άγρια τους μαθητές για να μάθουν να απαγγέλουν μελωδικά τις νότε σε κομμάτια που τύπωνε ο ίδιος και πουλούσε στους μαθητές υποχρεωτικά με μία δραχμή τη σελίδα. Χτυπούσε με όλη του τη δύναμη τον πελώριο ξύλινο χάρακα, την αποκαλούμενη “Μαλάμω” τους μαθητές που έκαναν το παραμικρό λάθος στο σολφέζ. Τα χέρια τους πρήζονταν και πονούσαν όλη τη μέρα, ενώ οι ίδιοι δεν μπορούσαν ούτε καν να ξεφυλλίσουν μια σελίδα τετραδίου ή βιβλίου. Αυτός ο διάδοχος του άξιου Βάρβογλη και ο διάδοχος του διαδόχου αυτού στην θέση του καθηγητή της Μουσικής στο 7ο Γυμνάσιο (“γαϊδούρια, μουσική θα μάθετε, είτε θέλετε είτε δεν θέλετε”)έκαναν ανυπολόγιστη ζημιά σε γενιά ολόκληρη μαθητών αφού είχαν συνδυάσει τη μουσική με το ξύλο.Για να διδάξει τους μαθητές του πόσο ανάξιοι ήσαν οι προηγούμενοι καθηγητές Μουσικής πριν από αυτόν, έλεγε ότι οι κομμουνιστές στο Γυμνάσιο αυτό τραβούσαν ο καθένας ένα από τα τέσσερα πόδια του πιάνου, και οι ίδιος προσπαθούσε να τους πείσει να το κρατήσουν ολόκληρο. Σκεφτείτε πόσο καλύτερα θα ήσαν τα πράγματα, αν είχε μείνει στη θέση αυτή ο Μ. Βάρβογλης.). Παρ’ όλα αυτά, επειδή η αξία και η προσφορά του υπήρξαν όντως μεγάλες, τιμήθηκε -εκ των υστέρων- με το Σταυρό του Φοίνικα (1965). Αρκετά πριν, είχε τιμηθεί με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών και Γραμμάτων (1923) και με το μουσικό “Βραβείο Τάκη Κανδηλώρου” της Ακαδημίας Αθηνών (1937).
Συνθετικό Ύφος
Ο Μάριος Βάρβογλης (“Le beau Marius”, σύμφωνα με τη γνωστή ελαιογραφία του Μοντιλιάνι, 1919) έγραψε με μεγάλη δυσκολία λιτή μουσική με το χάρισμα της αβίαστης ροής. “Η μουσική του Βάρβογλη είναι <λιγόσταγη> και καθαρή σαν το κρυστάλλινο νερό ελληνικής βρυσούλας”, έγραψε επιγραμματικά ο φίλος του Αιμίλιος Ριάδης. Πράγματι, η μουσική του συμπυκνώνει όλα τα στοιχεία μιας αγνής “νεοκλασικής” έμπνευσης πλημμυρισμένης λυρισμό και “αττική ευαισθησία” (Σ. Σπανούδη). Είναι ο κατ’ εξοχήν καλλιτέχνης της “ελληνικής” γραμμής, που την εκφράζει με έναν εμπρεσιονισμό εντελώς προσωπικό. Το μυστικό της τεχνοτροπίας του είναι η συνειδητή και πειθαρχημένη απλότητα των τεχνικών μέσων και η “δεσποτεία” μιας δημιουργικής αντίληψης που χαρακτηρίζεται από κινητική “ζωντάνια, από λογική εξέλιξη της κεντρικής ιδέας και από υποβλητικά στοιχεία “εθνικής” μελωδίας (που σχεδόν ποτέ δεν παρίσταται αυτούσια). Έτσι, το έργο του Βάρβογλη, αν και μικρό σε έκταση, θεωρείται από τα σημαντικότερα της ελληνίκής σύνθεσης, γιατί ακολουθησε με θρησκευτική ευλάβεια το δόγμα του φίλου του Μωρεάς “Faire tres difficilement des vers faciles” (“Φιάχνε με μεγάλη δυσκολία εύκολους στίχους”).
Μαθητές
Στους μαθητές του περιλαμβάνονται πολλές και εκλεκτές σύγχρονες μουσικές προσωπικότητες (αλφαβητικά): Aλέκος Αινιάν, Φοίβος Ανωγειανάκης, Αποστολάκης Κώστας, Ιωάννης Αργυρός, Αρύβας-Αττικός Δίων</i>, Βιτάλης Γεώργιος, Γαζουλέας Στέφανος, Γεωργιάδης Αλέκος, Διαμαντόπουλος Διαμαντής, Δήμας Σπύρος, Ερμήλιος Θάνος, Ζερβουδάκης Γεώργιος, Ιωαννίδης Σταμάτης, Ιωαννίδου-Αρτέμη Ουρανία, Καζάσογλου Γεώργιος, Kων/νος Καλλίνικος, Ελένη Καραϊνδρου, Bασίλης Γ. Καρποδίνης, Καρυωτάκης Θεόδωρος, Κάφυρης Δημήτρης, Μπάμπης Κεχαϊδης, Κουκουναράς Στέλιος, Κούρκουλος Ιωάννης, Mιλτιάδης Κουτούγκος, Mιμίκα Κρανάκη, Κυδωνιάτης Κων/νος, Κωνσταντινίδης Ντίνος, Λάβδας Αντώνιος, Μαμαγκάκης Νίκος, Μαυρομμάτης Ευστάθιος, Μιχαήλ Ευαγ. Μαχαίρας, Μωράκης Τάκης, Νικολούδη Ζουζού, Ξανθουδάκης Χάρης, Οικονόμου Ανδρέας, Παπαδόπουλος Γιάννης, Παπαδούκα Ολυμπία, Παρίδης Ανδρέας, Πλάτων Γεώργιος, Ρομποτής Γεράσιμος, Σισιλιάνος Γιώργος, Σπίνουλας Λευτέρης, Σπυριδάκι Πίτσα, Τριανταφυλλίδης Πάνος, Χαιρόπουλος Χρήστος, Χαλιάσας Ιάκωβος, Χαραμής Βασίλειος, Χατούπη-Πιζάνη Μαρία, Ψυχούλης Δημήτρης, και πολλοί άλλοι.
Εργογραφία: (επιλογή)
Τα έργα του περιλαμβάνουν:
• Όπερες: “Αγία Βαρβάρα” (1912, ημιτελής σε κείμενο Σωτ. Σκίπη), “Το απόγευμα της Αγάπης” (1935, σε λιμπρέτο του ίδιου από το έργο του Θ. Συνοδινού).
• Έργα σκηνικής μουσικής: “Ο Όρκος του πεθαμένου” (του Ζ. Παπαντωνίου, Ελευθέρα Σκηνή, 1929), “Όρνιθες” (Ελευθέρα Σκηνή, 1929, σώζεται μόνο ένα απόσπασμα), “Αγαμέμνων” (Εθνικό Θέατρο, 1932), “Να ζει το Μεσολόγγι” (του Β. Ρώτα, Εθνικό Θέατρο, 1933). “Πέρσες” (Εθνικό Θέατρο, 1939), “Μήδεια” (Εθνικό θέατρο, 1942).
• Έργα για ορχήστρα: “Το Πανηγύρι” (συμφωνικό ποίημα, Παρίσι: 1906-1909), “Ποιμενική Σουίτα” (1912, για ορχήστρα εγχόρδων και ως κουαρτέτο εγχόρδων), “Ελληνικό Καπρίτσιο” (1914, για τσέλο και ορχήστρα Α’ εκτέλεση στο Παρίσι το 1918. Α’ ελληνική εκτέλεση στην Αθήνα το 1921. Επίσης, για τσέλο και πιάνο), “Πρελούδιο, χορικό και φούγκα” (με θέμα που σχηματίζεται από τα γράμματα του ονόματος Bach, για ορχήστρα εγχόρδων, 1930), “Στοχασμός” (για ορχήστρα εγχόρδων, 1936), “Δάφνες και Κυπαρίσσια” (συμφωνικές αντιθέσεις, 1950).
• Έργα μουσικής δωματίου: “Το νανούρισμα της κούκλας” (1904, βιολί και πιάνο), “Angelus” (1906, βιολί και πιάνο), “Hommage a Cesar Franck” (“Κατάθεση σεβασμού στον Σεζάρ Φρανκ” 1922, για βιολί και πιάνο), “Στοχασμός της Αρετής” (1929, κουαρτέτο εγχόρδων από τον “Όρκο του πεθαμένου”), “Danse des Poulles” (sic!, 1929, απόσπασμα σκηνικής μουσικής για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, βιολί και πιάνο), “Pastorale” (Αθήνα 1937, για φλάουτο και πιάνο), “Παρτίτα” (Αθήνα 1938, για Τριο εγχόρδων), “Λαϊκό ποίημα” (Αθήνα 1943, για τρίο με πιάνο), “Πρελούντιο και Φούγκα σε ένα βυζαντινό θέμα” (Αθήνα 1953, για εκκλησιαστικό όργανο), “Αφιέρωμα στο Νίκο Σκαλκώτα” (1967, σχέδιο για κουαρτέτο εγχόρδων).
• Έργα για πιάνο: “Παιδικές ώρες” (1904, 14 παιδικά κομμάτια), “Ο θάνατος της Κούκλας” (για πιάνο), “Ελληνική Ραψωδία” (1909;), “Souvenir” (1915), “Papillons” (“Πεταλούδες”, για πιάνο), “Σονατίνα” (Αθήνα 1927), κ.λπ.
• Έργα φωνητικής μουσικής: “Ευρυκόμη” (1906, για γυναικεία φωνή και πιάνο, σε ποίηση Σολωμού), “Το τραγούδι του αγωγιάτη” (1906, για γυναικεία φωνή και πιάνο ή ορχήστρα, σε ποίηση Σκίπη), “Ελληνικό αγέρι” (1927, για αντρική χορωδία a capella, σε ποίηση Απ. Μαμέλη), “Μην ξέρετε γιατί” (χριστουγεννιάτικο τραγούδι για φωνή και πιάνο, σε ποίηση Μαρίας Έντελσταϊν-Γουδέλη, πριν το 1935), “Το καρτέρι” (1940, για γυναικεία φωνή και πιάνο, σε στίχους Μ..Φιλύρα), “Τα σύννεφα” (1940, για γυναικεία χορωδία a cappella, σε ποίηση Ζ. Παπαντωνίου), κ.λπ.
Κυκλοφορούν 5 LP και CD με έργα του, ενώ μεγάλο μέρος του έργου του είναι ακόμα ανέκδοτο. Ως μουσικογράφος-μουσικοκριτικός αγωνίστηκε επίσης με όλες του τις δυνάμεις για την ελληνική μουσική δημιουργία, χρησιμοποιώντας συχνά έντονα (μα αλυσιτελή…) κείμενα σαν το ακόλουθο: “Οι νεκροθάφτες της Ελληνικής Μουσικής, Κρέοντες μιας νέας τραγωδίας αντάξιας του Σοφοκλή, παράχωσαν ζωντανή τόσο βαθιά την Αντιγόνη τους, που να μην την βρίσκει κανένας διαβατάρης απ’ αυτήν τη χώρα. Όμως η Ελληνική Μουσική έχει αρκετή ζωντάνια και χυμούς για να τους ξεπεράσει και να ξεπηδήσει για μια φορά ακόμη σε τούτα τα χώματα που της ανήκουν. Και τα βλαστάρια της θα ξανανθίσουν σ’ αυτόν τον <Κρανίου τόπον>”.
Πηγή:
www.musipedia.gr
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου