Βιογραφία | Τζιάκομο Πουτσίνι
Ήταν συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού, η αλλιώς ρεαλισμού. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών. Σπούδασε σύνθεση και εκκλησιαστικό όργανο, πρώτα στη γενέτειρα του, Λούκα και μετά στο Μιλάνο.
Tα έργα του είναι τα πιο διάσημα και εκτελούνται πιο συχνά, σε σχέση με αλλά έργα όπερας. Ο Πουτσίνι λέγεται πως ήταν “ο καλύτερος συνθέτης ιταλικής όπερας μετά τον Verdi”. Ενώ τα πρώιμα έργα του είχαν τις ρίζες τους στην παραδοσιακή μουσική στα τέλη του 19ου αιώνα, και τη ρομαντική ιταλική όπερα, ο Πουτσίνι ανέπτυξε με επιτυχία το έργο του στο «ρεαλιστικό» ύφος ή Βερισμό, εκ των οποίων ο ίδιος έγινε ένας από τους κορυφαίους ειδικούς του είδους.
Ο Πουτσίνι έγραψε ένα ορχηστρικό κομμάτι που ονομάζεται “Capriccio Sinfonica”, μια σύνθεσης διατριβή για το Ωδείο του Μιλάνου. Οι δάσκαλοι του Ponchielli και Bazzini εντυπωσιάστηκαν από τη δουλειά του. Η “Capriccio Sinfonica” εκτελέστηκε σε μια συναυλία σπουδαστών του ωδείου, και το έργο του Πουτσίνι σχολιάστηκε θετικά σε μια δημοσίευση του μουσικού περιοδικού “La Perseveranza” του Μιλάνου. Έτσι ξεκίνησε να χτίζει τη φήμη του ως νεαρός και πολλά υποσχόμενος συνθέτης στους μουσικούς κύκλους του Μιλάνου.
Μετά την πρεμιέρα του “Capriccio Sinfonica”, ο Ponchielli και ο Πουτσίνι συζήτησαν το ενδεχόμενο, ότι το επόμενο έργο του Πουτσίνι θα μπορούσε να είναι μια όπερα. Έτσι, ο Ponchielli κάλεσε τον Πουτσίνι να μείνει στη βίλα του, όπου εκεί ο συνθέτης γνώρισε τον Fernando Fontana. Ο Πουτσίνι και ο Fontana συμφώνησαν να συνεργαστούν για μια όπερα, για την οποία ο Fontana θα αναλάμβανε το λιμπρέτο. Το έργο τους, με τίτλο “Le villi”, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό, ο οποίος χρηματοδοτήθηκε από την εταιρεία μουσικών εκδόσεων Sozogno το 1883 , στον ίδιο διαγωνισμό, στον οποίο το “Καβαλερία Ρουστικάνα” του Πιέτρο Μασκάνι νίκησε τελικά το 1889. Αν και δεν κέρδισαν, το “Le villi” αργότερα ανέβηκε στο Teatro Dal Verme, την 31η Μαΐου του 1884. Οι εκδότες μουσικής G. Ricordi & Co., τους βοήθησαν στην πρεμιέρα τους, εκτυπώνοντας το λιμπρέτο χωρίς να τους χρεώσουν. Μερικοί συμφοιτητές τους από το Ωδείο στο Μιλάνο σχημάτισαν ένα μεγάλο μέρος της ορχήστρας. Η εκτέλεση τους είχε μεγάλη επιτυχία τόσο, που η Casa Ricordi αγόρασε την όπερα. Μια αναθεωρημένη έκδοση του ίδιου έργου χωρισμένο σε δύο πράξεις με ένα διάλειμμα μεταξύ των πράξεων, πραγματοποιήθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 24 Ιανουαρίου του 1885. Η Ricordi δεν το δημοσίευσε μέχρι το 1887, εμποδίζοντας ωστόσο την περαιτέρω εκτέλεση του έργου.
http://www.youtube.com/watch?v=NIn6x6Kzbo4
Ο Giulio Ricordi, επικεφαλής των εκδόσεων G. Ricordi & Co, ήταν αρκετά εντυπωσιασμένος με τη “Le villi” του νεαρού συνθέτη, ώστε του παρήγγειλε μια δεύτερη όπερα, η οποία είχε τίτλο “Edgar”. Την όπερα αυτή ξεκίνησε να τη δουλεύει το 1884, με την Fontana να έχει αναλάβει το λιμπρέτο. Ο Puccini ολοκλήρωσε την αρχική μορφή της σύνθεσης το 1887, και την ενορχήστρωση το 1888. Το έργο του, “Edgar” έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 21 του Απρίλη το 1889. Όμως, εξαιτίας της όχι και τόσο καλής υποδοχής από το κοινό αποσύρθηκε για αναθεωρήσεις μετά την τρίτη εκτέλεση του.
http://www.youtube.com/watch?v=r3XgDGwDUyA
Ο Giulio Ricordi δημοσίευσε σε μια εφημερίδα του Μιλάνου, υποστηρίζοντας τη δουλειά του και της δεξιότητες του Πουτσίνι για το συγκεκριμένο έργο, ενώ επέκρινε το λιμπρέτο της Fontana. Τελικά, στις 5 του Σεπτέμβρη του 1891, η αναθεωρημένη έκδοση του έργου γνώρισε την επιτυχία στο Teatro di Giglio στη γενέτειρα πόλη του σύνθετη, Λούκα. Το 1892, ύστερα από περαιτέρω αναθεωρήσεις μείωσε το μήκος της όπερα σε τρεις πράξεις από τέσσερις, κάτι που έκανε το έργο ακόμα πιο δημοφιλή στη Φεράρα και παρουσιάστηκε στο Τορίνο και στην Ισπανία με μεγάλη επιτυχία.
Ο Πουτσίνι συνέχισε τις αναθεωρήσεις του έργου το 1901 και το 1905. Σύμφωνα με τον Ricordi, η όπερα του “Edgar”, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την εξέλιξη και την καριέρα του Πουτσίνι, εξαιτίας της όχι και τόσο μεγάλης ανταπόκρισης από το κοινό στην αρχή. Μετά την αποτυχία της όπερας του, “Edgar”, συνάδελφοι του Ricordi του είχαν πρότειναν να σταματήσει να βοηθά τον Πουτσίνι, όμως ο ίδιος αρνήθηκε και μάλιστα του παρείχε χρηματική υποστήριξη από το δικό του εισόδημα για την επόμενη όπερα που ετοίμαζε.
Στο επόμενο έργο του, μια όπερα με τίτλο “Μανόν Λεσκώ”, ο Πουτσίνι ανακοίνωσε ότι θα γράψει τη δική του λιμπρέτο. Ο Ricordi αρχικά τον έπεισε να δεχτεί την βοήθεια του Ruggero Leoncavallo ως λιμπρετίστα, αλλά σύντομα ο Πουτσίνι του ζήτησε να τον απομακρύνει από το έργο. Στη συνέχεια όμως, αλλάζοντας πάλι γνώμη τέσσερις λιμπρετιστές ασχολήθηκαν με την όπερα που ετοίμαζε, διότι ο Πουτσίνι άλλαζε συνεχώς τη γνώμη του σχετικά με τη δομή του κομματιού. Ήταν σχεδόν τυχαίο το γεγονός ότι το τελικό δίδυμο, Luigi Illica και Giuseppe Giacosa, ενώθηκαν μαζί του για να ολοκληρώσουν την όπερα. Έμειναν με τον Πουτσίνι βοηθώντας τον και στις επόμενες τρεις όπερες που συνέθεσε, οι οποίες αποτελούσαν σταθμούς στην καριέρα του. Ο λόγος για τις όπερες με τίτλο “Μποέμ”, “Τόσκα” και ” Μαντάμα Μπατερφλάι”. Το έργο του ” Μανόν Λεσκώ” αποτελούσε και αυτό με τη σειρά του μια μεγάλη επιτυχία που έθεσε τις βάσεις για την καριέρα και τη φήμη του Πουτσίνι.
http://www.youtube.com/watch?v=9xXJyfe2qxo
http://www.youtube.com/watch?v=5ofaoLKPz7c
http://www.youtube.com/watch?v=wrCwl4SYVCM
Το επόμενο έργο του Πουτσίνι είχε τίτλο “La bohème”, αλλιώς Μποέμ, και ήταν βασισμένο στο βιβλίο του Henri Murger, με τίτλο “La Vie de Bohème” του 1851. Η Μποέμ έκανε πρεμιέρα στο Τορίνο το 1896, με τη βοήθεια του Arturo Toscanini και έγινε γρήγορα δημοφιλής σε όλη την Ιταλία και και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο.
Η όπερα προσαρμόστηκε στην νουβέλα του μυθιστοριογράφου Murger, σε μια όπερα με τέσσερις πράξεις, επικεντρωμένη σε έξι νεαρούς μποέμ στο Παρίσι. Το λιμπρέτο της όπερας συνδυάζει κωμικά στοιχεία από τη φτωχή ζωή των νεαρών πρωταγωνιστών της όπερας με τραγικές πτυχές, όπως ο θάνατος του Mimi. Η παγκόσμια πρεμιέρα του Μποέμ ήταν στο Τορίνο την 1η Φεβρουαρίου του 1896 στη Teatro Regio και διεξήχθηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι.
H ζωή του Πουτσίνι ως νεαρός άνδρας στο Μιλάνο χρησίμευσε ως πηγή έμπνευσης για τα στοιχεία του λιμπρέτο. Κατά τη διάρκεια του 1881, όταν ήταν ακόμα φοιτητής, κρατούσε ένα ημερολόγιο, το οποίο είχε τίτλο “Η μποέμ ζωή το 1881. Αρχείο Εξόδων” (La vie de Boheme, Registro di spese), στο οποίο καταγράφονται τα ποσά που δαπανώνται για πενιχρές προμήθειες, από τα βασικά αγαθά, όπως το γάλα και το ψωμί. Εκείνη την εποχή ο Πουτσίνι ζούσε σε ένα κρύο διαμέρισμα, έχοντας να επιλέξει μεταξύ της αγοράς τροφίμων ή ξύλων για τη σόμπα. Αν και έπαιρνε κάποια λεφτά από την Σύνοδο της φιλανθρωπίας της Ρώμης (Congregazione di Carita), συχνά έπρεπε να πουλήσει τα υπάρχοντά του, προκειμένου να καλύψει τα βασικά του έξοδα. Όπως και στην όπερα, η εμπειρία του Πουτσίνι από την μποέμ ζωή περιείχε πολλές δυσκολίες. Στην άρια του, “Colline”, ο χαρακτήρας της τετάρτης πράξης από την “La Boheme”, “Vecchia zimarra senti” (Ακούστε το παλιό παλτό), αποχαιρετά το πανωφόρι του, που έδωσε ως ενέχυρο για να αγοράσει φάρμακα για την Mimi που ήταν άρρωστη. O Πουτσίνι άντλησε την ιστορία αυτή, από δική του εμπειρία, όταν κάποτε χρειάστηκε να δώσει ενέχυρο το πανωφόρι του για να βγάλει μια κοπέλα έξω για δείπνο, με αποτέλεσμα να περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα χωρίς παλτό!
http://www.youtube.com/watch?v=5RF4-y3gzRI
Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την βιογραφία του Πουτσίνι, όπως ο Wakeling Dry και ο Eugenio Checchi, ήταν σύγχρονοί του, εξέφρασαν έναν παραλληλισμό μεταξύ αυτών των περιστατικών και των γεγονότων στην όπερα Μποέμ.
Επόμενο έργο του Πουτσίνι μετά την “Μποέμ” ήταν η “Τόσκα” το 1900, αναμφισβήτητα η είσοδος του Πουτσίνι σε μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση πτυχών της πραγματικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της βίας. Ο Πουτσίνι είχε στο μυαλό του την δημιουργία μιας τέτοιας όπερας, με αυτό το θέμα από τη στιγμή που είδη το έργο “Τόσκα” από τον Victorien Sardou το 1889, όταν έγραψε στον εκδότη του, Giulio Ricordi, παρακαλώντας τον να πάρει την άδεια από τον Sardou για μετατρέψει το έργο του σε όπερα: “Βλέπω σε αυτό το έργο την όπερα που χρειάζομαι, χωρίς παραφουσκωμένες αναλογίες, χωρίς περίτεχνο θέαμα, δεν θα έχει ούτε τη συνήθη υπερβολική ποσότητα μουσικής.”
Η αρχική έκδοση της “Μαντάμα Μπατερφλάι”, έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου του 1904, αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα (κατά πάσα πιθανότητα σε μεγάλο βαθμό λόγω των ανεπαρκών προβών). Η πρώτη έκδοση της ήταν χωρισμένη σε δύο πράξεις, αλλά μετά την ανεπιτυχή πρεμιέρα του, ο Πουτσίνι απέσυρε την όπερα, αναθεωρώντας την για τις επόμενες δύο παραστάσεις του στις ΗΠΑ και το Παρίσι. Το 1907, Puccini έκανε τις τελικές αναθεωρήσεις του για την όπερα, με την πέμπτη κατά σειρά να είναι πλέον γνωστή ως η “βασική έκδοση”. Σήμερα, η βασική έκδοση της όπερας είναι η πιο γνωστή σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η αρχική έκδοση του 1904 εκτελείται περιστασιακά.
Μετά το 1904, οι συνθέσεις του Πουτσίνι ήταν λιγότερο συχνές. Ακολουθώντας το πάθος του για τη γρήγορη οδήγηση αυτοκινήτων, ο Πουτσίνι παραλίγο να σκοτωθεί σε ένα σοβαρό ατύχημα το 1903. Το 1906 έχασε τη ζωή του ο Giacosa, ενώ το 1909, δημιουργήθηκε ένα σκάνδαλο από τη σύζυγό του Πουτσίνι, Ελβίρα, η οποία κατηγόρησε ψευδώς την υπηρέτριά τους Doria Manfredi για την υποτιθέμενη παράνομη σχέση της με τον Πουτσίνι. Τέλος, το 1912, ο θάνατος του Giulio Ricordi, του συντάκτη και εκδότη του Πουτσίνι, έφερε το τέλος σε μια παραγωγική περίοδο της καριέρας του.
Το 1910 ο Πουτσίνι ολοκληρώνει την “La fanciulla del West”, η οποία βασίζεται σε ένα θεατρικό έργο του David Belasco. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στις 10 Δεκεμβρίου του 1910 με τον Enrico Caruso και την Emmy Destinn, για τους οποίους ο Πουτσίνι δημιούργησε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του Dick Johnson και της Minnie. O Τοσκανίνι, ήταν τότε ο μουσικός διευθυντής της Μετροπόλιταν. Αυτή ήταν η πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας εκεί και αποτέλεσε μια μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, το στυλ σύνθεσης που χρησιμοποιήθηκε για την συγκεκριμένη όπερα, επικρίθηκε τότε και εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο στην πλήρη αποδοχή της όπερας για το πρότυπο ρεπερτόριο. Μερικοί σύγχρονοι επέκρινανεπίσης την όπερα για την αποτυχία να επιτευχθεί ο “αμερικανικός” τόνος. Εντούτοις, η όπερα έχει αναγνωρισθεί για την ενσωμάτωση της προηγμένης αρμονικής γλώσσας και της ρυθμικής πολυπλοκότητας στην Ιταλική μορφή για όπερες.
http://www.youtube.com/watch?v=O-HjDYIS5m4
Επιπλέον, μία άρια από την όπερα, με τίτλο “Ch’ella mi creda”, έχει γίνει βάση σε συλλογές άλμπουμ με τενόρους όπερας. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλοί στρατιώτες τραγουδούσαν τη συγκεκριμένη άρια για να διατηρήσουν το πνεύμα τους.
Ο Πουτσίνι συνέθεσε την “La Rondine”, με λιμπρέτο του Giuseppe Adami το 1916 μετά από δύο χρόνια δουλειάς, και έκανε πρεμιέρα στο Grand Théâtre de Monte Carlo στις 27 Μαρτίου του 1917. Η όπερα αρχικά θα γινόταν στο Carltheater της Βιέννης, ωστόσο το ξέσπασμα του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου την εμπόδισε. Επιπλέον, η εταιρία του Ricordi είχε μειώσει το μέγεθος της όπερας, η οποία στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του του αντιπάλου τους, Lorenzo Sonzogno, ο οποίος οργάνωσε την πρώτη παράσταση στο “ουδέτερο” Μονακό. Είναι η λιγότερο γνωστή από τις ώριμες όπερες του Πουτσίνι, την οποία ο συνθέτης συνέχισε να την δουλεύει μέχρι και το θάνατό του.
http://www.youtube.com/watch?v=5sXdDNmuqvs
Το 1918, το έργο του “Il Trittico” έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη. Το έργο αποτελείται από τρεις μονόπρακτες όπερες: ένα τρομακτικό επεισόδιο (Il tabarro), στο στυλ του παριζιάνικου Grand Guignol, μια συναισθηματική τραγωδία (Suor Angelica), και μια κωμωδία (Gianni Schicchi). Από τα τρία αυτά μέρη, το μονόπρακτο “Gianni Schicchi”, περιέχει τη δημοφιλή άρια “O mio babbino caro”.
http://www.youtube.com/watch?v=A2SzztMN4so
http://www.youtube.com/watch?v=s6bSrGbak1g
Η τελευταία όπερα του Πουτσίνι, με τίτλο ” Τουραντό”, έμεινε ημιτελής, και οι δύο τελευταίες σκηνές ολοκληρώθηκαν από τον Φράνκο Αλφάνο με βάση τα σκίτσα του συνθέτη. Το λιμπρέτο για την όπερα βασίστηκε σε ένα θεατρικό έργο του Carlo Gozzi, που έχει τον ίδιο τίτλο με την όπερα. Η μουσική της είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τα πεντατονικά μοτίβα, τα οποία προορίζονται να προσδώσουν μια ασιατική γεύση στη μουσική. Σε αντίθεση με την “La Fanciulla”, η ” Τουραντό” περιέχει μια σειρά από αξέχαστες μονόπρακτες άριες, μεταξύ των οποίων και η γνωστή και αγαπημένη “Nessun dorma “.
http://www.youtube.com/watch?v=y8cU7DTuxQ8&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=7PnicA-RRoA
Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του η όπερα ανέβηκε στην Σκάλα του Μιλάνου με μαέστρο τον φίλο του Αρτούρο Τοσκανίνι. Ο Τοσκανίνι αποφάσισε να διακόψει την παράσταση στο σημείο όπου είχε δουλευτεί από τον Πουτσίνι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, διέκοψε το έργο, γύρισε στο κοινό και είπε “Σε αυτό το σημείο τελειώνει το έργο αφού πεθαίνει ο συνθέτης. Δυστυχώς, ο θάνατος υπερβαίνει την τέχνη”.
Ο Πουτσίνι έγραψε επίσης μια λειτουργία, έργα μουσικής δωματίου κ.α.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ενορχήστρωση, άμεσο λυρισμό και κυριαρχεί σε αυτά δραματική ατμόσφαιρα. Είναι από τα πιο δημοφιλή στο χώρο της όπερας.
Ο θάνατος βρήκε τον Τζιάκομο Πουτσίνι στο Βέλγιο το 1924 από καρκίνο στον λάρυγγα. Μη μπορώντας να μιλήσει το τελευταίο διάστημα επικοινωνούσε με γραπτά μηνύματα. Το τελευταίο του ήταν προς την σύζυγό του Ελβίρα: “Elvira, povera donna, finito” (Ελβίρα, καϋμένη γυναίκα, όλα τέλειωσαν).
Έργα:
Le Villi, λιμπρέτο από τον Ferdinando Fontana
Edgar, λιμπρέτο από τον Ferdinando Fontana
Manon Lescaut, λιμπρέτο από τον Luigi Illica, Marco Praga και Domenico Oliva
La bohème, λιμπρέτο από τον Luigi Illica και Giuseppe Giacosa
Tosca, λιμπρέτο από τον Luigi Illica και Giuseppe Giacosa
Madama Butterfly, λιμπρέτο από τον Luigi Illica και Giuseppe
La fanciulla del West, λιμπρέτο από τον Guelfo Civinini και Carlo Zangarini
La rondine, λιμπρέτο από τον Giuseppe Adami
Il trittico
Il tabarro, λιμπρέτο από τον Giuseppe Adami
Suor Angelica, λιμπρέτο από τον Giovacchino Forzano
Gianni Schicchi, λιμπρέτο από τον Giovacchino Forzano
Turandot, λιμπρέτο από τον Renato Simoni και Giuseppe Adami (ημιτελής, οι δύο τελευταίες σκηνές ολοκληρώθηκαν από τον Φράνκο Αλφάνο)
Αλλά έργα :
(ημερομηνίες και πόλη πρεμιέρας)
A te (1875)
Preludio a orchestra (1876)
Plaudite populi (Lucca, 1877)
Credo (Lucca, 1878)
Vexilla Regis (1878)
Messa a 4 voci con orchestra (Lucca, 1880) – Κυκλοφόρησε το 1951 με τον τίτλο “Messa di Gloria”
Adagio σε λα μείζονα (1881)
Largo Adagetto σε Φα μείζονα (1881–83)
Salve del ciel Regina (1882)
Mentìa l’avviso (1882)
Preludio Sinfonico σε λα μείζονα (Milan, 1882)
Fugues (1883)
Scherzo σε ρε (1883)
Storiella d’amore (1883)
Capriccio Sinfonico (Milan, 1883)
Sole ed amore (1888)
Crisantemi (String Quartet, 1890
Minuetto n.1
Minuetto n.2
Minuetto n.3
Piccolo valzer (1894)
Avanti Urania! (1896)
Scossa elettrica (1896)
Inno a Diana (1897)
E l’uccellino (1899)
Terra e mare (1902)
Canto d’anime (1904)
Requiem (27 Ιανουαρίου 1905, Milan)
Casa mia, casa mia (1908)
Sogno d’or (1913)
Pezzo per pianoforte (1916)
Morire (1917)
Πηγές:
en.wikipedia.org
Συντονισμός – Επιμέλεια: Ελένη Κεφαλληνού