Χαΐνηδες και Ψαραντώνης: Mια τελετή θεογονίας, κοσμογονίας, έκστασης και μουσικής (φωτορεπορτάζ)
Πριν βρεθεί ο περισσότερος κόσμος στο Γκάζι για την παράσταση “Θεοί και Δαίμονες” ήταν ήδη γνωστό ότι θα έβλεπε κάτι παραπάνω από μία επί σκηνής σύμπραξη των Χαΐνηδων και του Ψαραντώνη. Σε αυτό συνέβαλαν τα μέλη του ιστορικού συγκροτήματος “Mode Plagal” και της ομάδας χορού και ακροβασίας “κι όμως κινείται”. Η ανακοίνωση υποσχόταν πολλά, τα οποία στο μεγαλύτερο βαθμό τους ικανοποιήθηκαν. Οι Χαΐνηδες ήταν μια καλοκουρδισμένη μηχανή και απέδωσαν το υλικό τους με χειρουργική ακρίβεια και όλο το σκηνικό που είχαν δημιουργήσει στο backround ανέβαζε πολλά επίπεδα το όλο εγχείρημα, το οποίο χωριζόταν σε τέσσερα μέρη ουσιαστικά. Ο Ψαραντώνης από την άλλη φαινόταν σαν απόκοσμος βάρδος που ανέβηκε για να μας πει ιστορίες από τα ταξίδια του και να παινέψει την λεβεντογέννα του πατρίδα. Στο πρώτο μέρος έβγαιναν οι Χαΐνηδες και έπαιζαν το –ας το χαρακτηρίσουμε- πιο ταξιδιάρικο υλικό τους, στο δεύτερο έβγαινε ο Ψαραντώνης με τη συνοδεία των Χαΐνηδων, αλλά όχι και της συνοδευτικής μπάντας, στο τρίτο μέρος βγήκαν ξανά οι Χαΐνηδες με πιο up-tempo/χορευτικές διαθέσεις και στο τέλος έκλεισαν όλοι μαζί
Όλα ξεκίνησαν περίπου ένα τέταρτο πριν τις 10, όταν οι Χαΐνηδες ανέβηκαν στη σκηνή υπό τους ήχους της πίπιζας σαν φόρος τιμής στους αρχαίους τραγικούς ποιητές. Οι αναφορές στο θεό Διόνυσο από τον Δημήτρη Αποστολάκη, ο οποίος με την εκστασιασμένη του αφήγηση έβαλε όλους στο κλίμα του τι θα επακολουθούσε. Οι χορευτές έβαζαν το απαραίτητο ψυχεδελικό τόνο στην ατμόσφαιρα και μαζί με τα παιχνιδίσματα των φωτορυθμικών καλωσόρισαν άπαντες στη τελετή προτού καν το εναρκτήριο τραγούδι ακουστεί. Όταν δε οι πρώτες νότες “του μάγου” ακούστηκαν τα πράγματα έγιναν ασυνήθιστα ονειρικά και ταξιδιάρικα.
Ο χρόνος της εμφάνισης μοιραζόταν αριστοτεχνικά και δεν έλειψε το χιούμορ, η επικαιρότητα και φυσικά η εναλλαγή συναισθημάτων, είτε αυτή γινόταν κατά τη διάρκεια των τραγουδιών είτε κατά τις παύσεις, στις οποίες απαγγέλθηκαν κάποια ποιήματα ως εισαγωγές των επερχόμενων τραγουδιών, αλλά έγινε και έμμεση κοινωνική και πολιτική κριτική (να σημειωθεί ότι ακούστηκε κάποια στιγμή το σύνθημα “αγώνας-ρήξη-ανατροπή, η ιστορία γράφεται με ανυπακοή” και ο Αποστολάκης απάντησε “Ας αλλάξουμε τον κόσμο, θα έχει ωραίο χαβαλέ”). Στο πρώτο μέρος της παράστασης οι Χαΐνηδες έπαιξαν τραγούδια όπως τα “Ο μάγος”, “Ένα τραγούδι για να ξεχάσεις”, “Συνταγές μαγειρικής”, “Το καπηλειό” έχοντας πολύ δεμένη σκηνική παρουσία και ταυτόχρονα κέφι και ερμηνείες με έντονο συναισθηματισμό που έκανε κάποιους να δακρύσουν ανάμεσα στον κόσμο.
Ένα από τα μελανά σημεία της βραδιάς ήταν οι κάπως απότομες εναλλαγές των καλλιτεχνών επί σκηνής. Όταν ανέβηκε ο Ψαραντώνης εν ριπή οφθαλμού πήγαμε από πολυθέαμα σε one-man show, κάτι που ίσως έφταιγε για το μούδιασμα που παρατηρήθηκε από τη πλευρά του κοινού όταν οι πρώτες νότες της λύρας του Κρητικού άρχισαν να παίζουν.
Όταν όμως στη σκηνή ανεβαίνει μια προσωπικότητα σαν το Ψαραντώνη οποιοδήποτε παράπονο είναι μάλλον ανούσιο, καθώς η απλότητα και η μεστότητα καμιά φορά είναι πολύ ουσιαστικότερες. Ακόμα και ότι στην αρχή δεν ακουγόταν καλά η λύρα ή ότι τον υπερκάλυπταν τα τύμπανα ήταν λεπτομέρειες. Μόνο ότι έβλεπες το συγκεκριμένο άνθρωπο να κλείνει τα μάτια, να στριφογυρνάει το κεφάλι, να σφίγγει τα δόντια και να πάλλεται ολόκληρος καθώς ερμηνεύει με τον πιο ανατριχιαστικά αληθινό του τρόπο ήταν αρκετό για να κάνει το καθένα να ξεχάσει ό,τι πρόβλημα μπορεί να είχε γεννηθεί. Ίσως να μην ήξερε να φερθεί πάνω στη σκηνή, ίσως να μην είπε ούτε μια τυπική καλησπέρα όταν ανέβηκε, έκανε όμως κάτι τρομερά δυσκολότερο: να δημιουργήσει μυσταγωγία και να κερδίσει τον σεβασμό ακόμα και αυτών που δεν το γνώριζαν. Τα συνεχόμενα “γεια σου δάσκαλε” ήταν -θα λέγαμε- ένας φόρος τιμής στην ιστορική αυτή προσωπικότητα. Πάνω στη σκηνή βρίσκονταν μαζί με τον Ψαραντώνη τέσσερα ακόμα άτομα αλλά όλη η ουσία συγκεντρωνόταν γύρω από εκείνον. Η εμφάνιση ξεκίνησε με το “Εκείνος που ξέρει να αγαπά” και τελείωσε με το “Ζηλεύω τους Σταυραετούς”, πριν ανακαταλάβουν τη σκηνή οι Χαΐνηδες.
Στο δεύτερο μέρος τους οι Χαΐνηδες μας έδειξαν ένα πολύ πιο κεφάτο εαυτό τους. Ο χαβαλές αυξήθηκε, τα τραγούδια μάκραιναν –ειδικά τα ορχηστικά μέρη αυτών-, ο κόσμος άρχισε να χορεύει και η Τεχνόπολη είχε παραδοθεί στους Κρητικούς. Η αγάπη για αυτό που έκαναν και η άνεση επάνω στη σκηνή φαινόταν, άλλωστε, και στα μάτια των μουσικών που αντάλλασσαν συνεχώς πειράγματα και πλάκες μεταξύ τους, ενώ οι περισσότεροι εξ’ αυτών είχαν ένα χαμόγελο καρφωμένο στα πρόσωπά τους. Όταν δε στο τέλος είπαν τον “Χαΐνη” το κέφι είχε ανάψει για τα καλά. Και εδώ υπήρχαν οι ακροβάτες και το εκπληκτικό σκηνικό, αλλά στο δεύτερο μέρος η μουσική κατατρόπωσε όλα τα περιφερειακά και η μυσταγωγία είχε δώσει στην έκσταση τη θέση της. Το κλείσιμο της βραδιάς βρήκε και τους 14 μουσικούς και χορευτές να καταλαμβάνουν τη σκηνή και να παίζουν τραγούδια του Ψαραντώνη και του Ξυλούρη και κλείνοντας με το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”.
Το ζεστό χειροκρότημα που απέσπασαν όλοι μαζί στο τέλος κατεβαίνοντας ήταν το λιγότερο για αυτό είχαν προσφέρει. Η τελετή είχε διαρκέσει λίγο παραπάνω από τρεις ώρες και είχε αφήσει κατά πολύ ικανοποιημένους όσους είχαν παρευρεθεί, γιατί όπου και να γύριζες να κοιτάξεις έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα. Αυτός δεν είναι ο σκοπός κάθε συναυλίας άλλωστε;